«Ο ανυπότακτος του ονείρου» Βασίλης Βλασίδης
Ο ζωγράφος Βασίλης Βλασίδης ανήκει στη γενιά των εικαστικών, που με την τέχνη τους αποτύπωσαν τις πιο μεγάλες στιγμές του λαού μας και στρατεύτηκαν με το δίκιο της εργατικής τάξης. Η τέχνη του στάθηκε δίπλα στους αγώνες και τα οράματα των εργαζομένων και του λαού.
Ο ζωγράφος Βασίλης Βλασίδης ανήκει στη γενιά των εικαστικών, που με την τέχνη τους αποτύπωσαν τις πιο μεγάλες στιγμές του λαού μας και στρατεύτηκαν με το δίκιο της εργατικής τάξης. Η τέχνη του στάθηκε δίπλα στους αγώνες και τα οράματα των εργαζομένων και του λαού.
Την Τετάρτη 20 του Σεπτέμβρη, στον κήπο του Μουσείου της Μακρονήσου (Αγίων Ασωμάτων 31, Αθήνα), στις 8 το βράδυ, θα πραγματοποιηθεί η εκδήλωση με τίτλο «Ο ανυπότακτος του ονείρου», όπου θα παρουσιαστεί η πρώτη έκδοση του λευκώματος με έργα του Βασίλη Βλασίδη. Την εκδήλωση διοργανώνουν η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών και Φίλων της ΕΠΟΝ (ΠΕΑΦΕ) και ο Κώστας Λυγιαζής, συγγραφέας – εκδότης του λευκώματος.
Θα μιλήσουν οι Κώστας Λυγιαζής, Γρηγόρης Αναγνώστου, τελειόφοιτος του Τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, και Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, ιστορικός Τέχνης, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ.
Ποιήματα του Βασίλη Βλασίδη θα απαγγείλει η Ανεζούλα Κατσιμπίρη, ενώ την εκδήλωση θα πλαισιώσουν μουσικά οι Νάντια Ευδοκίμοβα και Χάρης Ξυνογαλάς.
Μια πρώτη γνωριμία με τον σημαντικό αυτό εικαστικό καλλιτέχνη και το έργο του μας δίνουν τα στοιχεία που δημοσιεύει ο σημερινός Ριζοσπάστης, και τα παραθέτουμε:
Ο Βασίλης Βλασίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Γενάρη του 1907. Σε ηλικία 17 χρόνων έρχεται μόνος του στην Αθήνα. Κάνει διάφορες δουλειές, ενώ παράλληλα ως αυτοδίδακτος ζωγράφος στο διάστημα μέχρι και την Κατοχή ζωγραφίζει κυρίως σκίτσα και γελοιογραφίες.
Η Κατοχή τον βρίσκει να δουλεύει στην ΟΥΛΕΝ σαν σχεδιαστής. Οργανώνεται στο ΚΚΕ, ενώ πρωτοστατεί στην οργάνωση του σωματείου εργαζομένων, του οποίου γίνεται πρόεδρος. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής παλεύει μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ στον τομέα Διαφώτισης της περιοχής της πρωτεύουσας.
Μετά την Απελευθέρωση γνωρίζει κι αυτός, όπως χιλιάδες σύντροφοι και συναγωνιστές του, τις διώξεις του αστικού κράτους. Συλλαμβάνεται παραμονή Χριστουγέννων του 1946 και αφού κρατείται για μερικούς μήνες στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, το 1947 εκτοπίζεται στον Αγιο Κήρυκο Ικαρίας. Το 1948 τον στέλνουν στη Μακρόνησο και το καλοκαίρι του 1950 στον Αη Στράτη, όπου έμεινε μέχρι το 1956. Σε ένα επιστολάριο ο Ρίτσος γράφει: «Βασίλη μου να ‘σαι ευτυχισμένος, καλέ μου, η ζωή μάς το χρωστάει και της το χρωστάμε. Θυμάσαι που λέγαμε; “Το φως δε γέρασε ποτέ – εσύ που αγάπησες το φως πώς θα γεράσεις;” – Οχι ποτέ, όλα δικά μας – και κείνα που μας λείπουν – γιατί εμείς δεν λείπουμε από πουθενά. Πάλι σιωπή;».
Σε αυτά τα 10 χρόνια εξορίας δημιουργεί το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό κομμάτι του έργου του, εκεί αναδύεται το μεγάλο του ταλέντο στη ζωγραφική. Εκεί γνωρίζεται και με μεγάλους καλλιτέχνες όπως τους Γιάννη Ρίτσο, Μάνο Κατράκη και Μενέλαο Λουντέμη.
Οταν αποφυλακίζεται, αναγκάζεται να μπει στο χώρο της διαφήμισης φιλοτεχνώντας έντυπα, φυλλάδια αλλά και εξώφυλλα βιβλίων, αφού η ζωγραφική δεν μπορεί να του εξασφαλίσει τα προς το ζην. Παράλληλα, όμως, ζωγραφίζει πολλά πορτρέτα και άλλα έργα.
Το 1958 συμμετέχει στην πρώτη του και τελευταία ομαδική έκθεση ζωγραφικής με θέμα τον πόλεμο, που διοργάνωσε ο Λεωνίδας Χρηστάκης στην αίθουσα εκθέσεων «Κούρος». Μεταξύ των 48 ζωγράφων που συμμετείχαν ήταν και οι: Μίνως Αργυράκης, Εγγονόπουλος Νίκος, Μυταράς Δημήτρης, Τσαρούχης Γιάννης, Φασιανός Αλέκος κ.ά. Το 1982 στο Τορόντο του Καναδά παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση με έργα που ζωγραφίζει εκεί.
Ο Βασίλης Βλασίδης «έφυγε» στις 15 Φλεβάρη 1997 σε ηλικία ενενήντα χρόνων.
Στο καλαίσθητο λεύκωμα που κυκλοφορεί και έχει ετοιμαστεί με πολλή αγάπη για τον άνθρωπο Βλασίδη και τα έργα του, ο αναγνώστης μπορεί να θαυμάσει και τη δουλειά του ζωγράφου, αλλά και να μάθει, διαβάζοντας τα κατατοπιστικά σημειώματα των Κώστα Λυγιαζή, Γιάννη Παπαοικονόμου, της Εύας Μελά, προέδρου του Εικαστικού Επιμελητηρίου Τεχνών Ελλάδος, αλλά και του συνεξόριστού του Γιώργου Φαρσακίδη.
Η Ευ. Μελά γράφει χαρακτηριστικά για τον Βασίλη Βλασίδη: «Οταν είδα για πρώτη φορά το πορτραίτο του εξόριστου Νίκου Πασχαλίδη που έφτιαξε το 1955 ο Βασίλης Βλασίδης στην εξορία, συνειδητοποίησα ακόμα μια φορά τη μαγική δύναμη που έχουν κάποια – λίγα – έργα τέχνης στην Ιστορία, να καθρεφτίζουν βαθιά την ψυχή των ανθρώπων και χωρίς λόγια να δίνουν όλο το μέγεθος του συναισθήματος, όλο το πάθος και τη δίνη μιας ολόκληρης εποχής. Στα μάτια του εξόριστου Νίκου Πασχαλίδη βλέπεις το θάνατο, τον απέραντο πατρικό πόνο για την εκτέλεση του γιου, βλέπεις το απόλυτο κενό μετά την εκτέλεση, την αξιοπρέπεια και την περηφάνεια, βλέπεις την Ελλάδα, την μαχόμενη εργατική τάξη μιας ολόκληρης εποχής. Και όλα αυτά, πώς θα μπορούσε να τα δώσει ένα πινέλο; Και μάλιστα ένα πινέλο στα χέρια ενός ζωγράφου “αυτοδίδακτου”;
Κι όμως μπόρεσε. Μπόρεσε με τη δύναμη που δίνει η ζωή η “γεμάτη” αρχές, η πίστη σε ιδανικά, η αυτοθυσία, η συντροφικότητα, η αγάπη για τον άνθρωπο της δουλειάς, ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο αγώνας για τη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά, η επανάσταση…
Αυτά καθρεφτίζονται στη ζωγραφική του Βασίλη Βλασίδη σε όλα του τα έργα. Στα σεμνά τοπία που αποδίδουν με σεβασμό τους ιερούς τόπους που πέρασε και κατέγραψε, μα πάνω από όλα – κατά τη γνώμη μου – στα πορτραίτα. Στα πορτραίτα που μας αποκαλύπτουν, μέσα από ένα στιβαρό, σφιχτό, σχέδιο, τη γενιά των “αδούλωτων” της ταξικής πάλης, μπαίνοντας στο βάθος της ψυχής τους, όχι περιγραφικά. Μέσα από τα μάτια του ζωγράφου που “ελεύθερος” από “στυλ” και επιστημονικοφανείς προκαταλήψεις “γράφει” σεμνά και αποφασιστικά τη ζωή που έζησε, τη Ζωή…».