Γιώργος Φαρσακίδης – Κώστας Μαυρίδης: Ραντεβού με την Ιστορία…

«Λέμε για Εμφύλιο και Εμφύλιο… Τι Εμφύλιο; Η δεξιά είχε τους Αμερικάνους, είχε τους Άγγλους… ο ΔΣΕ πολεμούσε με όλους αυτούς… Ναπάλμ ρίχνανε, με αεροπλάνα σκοτώνανε… και αυτοί (δείχνει τον Φαρσακίδη) πολεμούσαν με χειροβομβίδες που τις ρίχνανε και δεν σκάγανε…»

Οι αναζητήσεις μου φέρνουν και τις εκπλήξεις. Εδώ ρωτώ, εκεί ψάχνω και πολλές φορές δεν προλαβαίνω. Ονόματα κρατώ και στη σειρά τα βάζω. Να, έναν, έναν θέλω να τους βρω, να τους γνωρίσω, να τους ακούσω. Έτσι ζωντανά, όπως αυτοί ξέρουν. Οι στιγμές είναι μεγάλες. Τους ακούω και δεν παίρνω τα μάτια μου από πάνω τους.

Διαβάζω τα ονόματα ανθρώπων που θέλω να συναντήσω. Αργώ και λίγο… Να που με προλαβαίνουν και καμιά φορά και οι εκπλήξεις. Αυτό συνέβη και με τον σ. Κώστα Μαυρίδη. Ένας κοινός φίλος μάς αντάμωσε.

Ήξερα πως δούλεψε στα χρόνια της παρανομίας εδώ στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Δεν μπορεί να μην πάει το μυαλό μου και στον πατέρα μου. Εδώ, της περιοχής ήτανε. Στα ίδια μονοπάτια και ο δικός μου πατέρας. Τώρα είμαι έτοιμη να συναντήσω τον σύντροφο Κώστα, 90 χρονών πια. Η λαχτάρα μου μεγάλη. Το χτυποκάρδι μου ασταμάτητο, όπως κάθε φορά.

Δε χωράει καθυστέρηση. Σε δύο μέρες είμαι στο σπίτι του μπάρμπα Κώστα. Έχω και παρέα τον φίλο μου τον Γιάννη Κουμποτή από τη Θέρμη. Δική του προσπάθεια ήταν τούτη η συνάντηση με τον αγωνιστή Κώστα Μαυρίδη. Φτάσαμε. Ανταμώσαμε στο σπίτι του κι όλοι μουδιασμένοι είμαστε όπως σε κάθε αρχή γνωριμίας.

Γρήγορα όμως μπήκαμε στο θέμα. Ιστορία και πάλι Ιστορία. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο τραπεζάκι. Μπα… βλέπω το βιβλίο της μητέρας μου. Έκπληξη μεγάλη. Μόλις ήμουν έτοιμη να του κάνω δώρο τούτο το βιβλίο. Ο μπάρμπα Κώστας διαβασμένος καλά βλέπω. Ξέρω, αγαπάει πολύ τα βιβλία. Αρχίζει το σχόλιο κι εγώ δεν παίρνω ανάσα. Με ενδιαφέρει άμεσα. Επιμελήθηκα τα χειρόγραφα της μητέρας μου. Δεν ήταν και εύκολη δουλειά… Τα γράφω όμως όπως τα άκουσα σήμερα, χωρίς κανένα «ΚΑΙ» παραπάνω.

Πολλές περιγραφές και εκτιμήσεις άκουσα για το βιβλίο αυτό, αλλά ο μπάρμπα Κώστας πιάνει και άλλες πτυχές. Να τι λέει :

«Λοιπόν, αυτό το γραπτό, έχει κανονική ροή… Από τη χειρόγραφη σελίδα καταλαβαίνω πως έχει μόνο το Δημοτικό Σχολείο. Τότε με το ζόρι συνεχίζανε τα παιδιά την μόρφωση… και ξέρω ότι δεν μπορούσαν. Δεν υπήρχε λόγος να μας εξηγήσει αν έγραψε έτσι ή αλλιώς… Εδώ η Τασούλα (Κεφαλέλη, η μητέρα μου) εξηγείται τίμια και παστρικά. Εγώ είμαι αυτή που βλέπετε, έκανα αυτή την διαδρομή, πέρασα αυτά που πέρασα, σας τα αφήνω… Δηλαδή, έγραψα αυτή την μαρτυρία και σας την αφήνω… Και μακάρι να το κάνανε και άλλοι, και θα ήτανε ένα τέεετοιο βουνό με καταθέσεις και μαρτυρίες ιστορικές. Από κάθε άποψη θα είχαμε εμπλουτίσει την ιστορική βιβλιογραφία μας. Και λέω εγώ… η Τασούλα συμπεριφέρθηκε πολύ τίμια εδώ, δεν κρύβεται. Σου λέει ΑΥΤΗ ΕΙΜΑΙ… Τώρα εδώ, ας είναι καλά και η κόρη»… ήταν το κλείσιμο του μπάρμπα Κώστα. Ναι, ήθελε να μου πει με αυτόν τον τρόπο ίσως το μπράβο του. Σε κάθε κουβέντα όμως ο μπάρμπα Κώστας μάς αραδιάζει προβληματισμούς και σκέψεις γι’ αυτό που έπρεπε να κάνουν οι Αγωνιστές, γι αυτούς που έπρεπε κάτι να μας αφήσουν…

«Μου έρχεται στο μυαλό, τόσος κόσμος που πέρασε από φυλακές και εξορίες κι άλλοι τόσοι που σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν, έφυγαν από τη ζωή… Τι θα τους πούμε; Ελάτε να κάνετε δουλειά; Αυτοί φύγανε τώρα. Όμως, αυτοί που μείνανε; Αν τους παρακινούσαμε κατάλληλα ή βοηθιόμασταν κατάλληλα προς την κατεύθυνση αυτή, ίσως να μένανε και κάποια γραπτά. Δηλαδή οι συνθήκες που περάσαμε στις φυλακές, θανατοποινίτες με απεργίες πείνας… Με απεργίες με νεκρούς και θύματα δίπλα μας… Όλο αυτό το πράγμα μπορώ να πω ότι στην πλειοψηφία του χάθηκε»…

Εμένα, όλος αυτός ο προβληματισμός με συγκινεί αφάνταστα. Ανυπομονώ να ακούσω τη δική του Ιστορία. Η κουβέντα μας δεν κρατάει σειρά. Θέλω με τον Γιάννη να ακούσουμε πολλά. Οι ερωτήσεις μας ανακατεμένες και η κουβέντα μας πάει πότε μπρος και πότε πίσω. Δεν κρατάμε ούτε τη συνέχεια των γεγονότων. Κάθε ιστορική αναφορά του μπάρμπα Κώστα έχει την αξία της για την επόμενη γενιά. Και συνεχίζει ο μπάρμπα Κώστας:

«Έκανα πολλά χρόνια φυλακές και εξορίες… θα σας περιγράψω λίγες στιγμές μελέτης μας μέσα εκεί… Δηλαδή, ξεκινούσε η μελέτη από κάποια βάση, κάποιο θέμα. Αρχίζαμε από το πώς να μελετάμε, από το βιβλιαράκι του Γληνού, το διάγραμμα, η βιβλιογραφία, ερωτηματολόγιο και μετά ακολουθούσαν τοποθετήσεις και σχόλια. Μετά επανέλεγχος των σημειώσεων που κρατήσαμε, επαλήθευση για να δούμε αν κάνουμε και λάθη. Μπορεί και οι πιέσεις που είχαμε ο καθένας (προσωπικές) να ήταν και αυτές διαφορετικές. Αφού τα περνάγαμε από τέτοιο κόσκινο ας πούμε, περνούσαμε στην επόμενη φάση. Δημιουργούσαμε ομάδες μελετών ανάλογα με τα θέματα και τα επαγγέλματα. Εδώ άρχιζε η κατανομή εργασίας: εσύ θα πάρεις το πρώτο μέρος, εσύ το δεύτερο… και το προχωράμε προς το τέλος όπου ακολουθούν και προτάσεις. Τώρα να δούμε και που καταλήγουμε. **Εκεί που γίνονταν οι προσπάθειες ήμασταν χωρισμένοι σε επαγγέλματα: μελισσοκόμοι, σιτοπαραγωγοί, ελαιοπαραγωγοί κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση είχαμε ορίσει το προϊόν μας. Παράδειγμα το μέλι: πρέπει να είναι καθαρό, με τα συστατικά που έχει και προφανώς μιλάμε για το ελληνικό. Πως το ξεχωρίζουμε από το μέλι άλλων χωρών»… Ακούω, ακούω και στο μυαλό μου βροχή οι ερωτήσεις.

Δειλά δειλά διακόπτουμε. Και πόσα χρόνια; Και πού οι γιάφκες; Και για το Δικαστήριο; Και για τα δρομολόγια από Θεσσαλονίκη προς Χορτιάτη και Χολομώντα;… Τι να προλάβουμε να πούμε;

Η Ιστορία σε δυο – τρεις ώρες δε χωράει. Και συνεχίζει ο μπάρμπα Κώστας: «Μπήκα είκοσι χρονών και βγήκα στα τριάντα δύο μου. Έκανα εξορίες αλλά έκανα και 12 χρόνια φυλακή. Εκείνη την εποχή, Φεβρουάριο του ’47, η καλή μου τύχη ήταν ότι στην Ελλάδα ήρθε  κλιμάκιο του ΟΗΕ προσκεκλημένο της Ελληνικής Κυβέρνησης για να διερευνήσει ένα θέμα. Δηλαδή, αν οι βόρειες χώρες, γείτονές μας, βοηθούν το Δ.Σ.Ε. Επειδή η επιτροπή αυτή θα πήγαινε στην Θεσσαλονίκη ακριβώς εκείνες τις μέρες… ήρθε ένα διάταγμα που έλεγε να μετατραπούν οι θανατικές ποινές σε ισόβια κάθειρξη. 

Και αυτό όχι λόγω καλοσύνης, αλλά, για να αποφευχθούν οι εκτελέσεις που σταματημό δεν είχαν. Το αδίκημα που μας βάρυνε εμένα και την ομάδα μου ήταν πολύ σκληρό. Ήταν το αδίκημα του στρατολόγου. Δηλαδή, σύμφωνα με την καταδίκη, στρατολογούσαμε άτομα προκειμένου να τους προωθήσουμε στο Βουνό, να επανδρώσουν τις αντάρτικες ομάδες. Επειδή η παρουσία των εκπροσώπων του ΟΗΕ εμπόδιζε τις εκτελέσεις που γίνονταν κάθε μέρα, ήταν αδύνατον να εφαρμόσουν τις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, η ποινή θανάτου κατέβηκε σε ισόβια. Δικάστηκα σε 12 χρόνια και τα έκανα ολόκληρα. Τίποτα λιγότερο. Όσο για τις διαδρομές, τι να σας πω; Ξεκινήσαμε με δύο μονοπάτια. Το ένα δρομολόγιο ήταν προς το Πάικο. Το ραντεβού μας ήταν στην οδό Ειρήνης και από εκεί, μέσω του Βασλή και άλλων συνδέσμων προς το Πάικο. Το δεύτερο δρομολόγιο ήταν προς το Χορτιάτη και από εκεί προωθούνταν προς Χολομώντα»… Ωχ, λέω μέσα μου, κάτι τέτοιο άκουγα από τον πατέρα μου. Ήταν οι διαδρομές αυτές από τα παιδικά μου ακούσματα. Θυμάμαι τις περιπέτειες που μας έλεγε, τους παράνομους και κυνηγημένους αριστερούς που προσπαθούσαν να τους φέρουν σε επαφή με τις αντάρτικες ομάδες.

Με συναρπάζει η κουβέντα. Δεν σταματώ να τρέχω από εδώ και από εκεί. Δε θέλω να χάσω την ευκαιρία. Δεν θέλω να τον κουράσω κιόλα. Αποφεύγω τη συνέχεια κι αλλάζω λίγο την κουβέντα.

Αρχίζω και ρωτώ μήπως γνωρίζει για ένα βιβλίο με τίτλο «Θητεία στο ΔΣΕ», του Αριστείδη Ιωαννίδη (Πλάτων)… Το ξέρω, έχω μόνο λίγες σελίδες με αναφορά στον πατέρα μου. Προσπάθησα πολύ να το βρω τούτο το βιβλίο. Δεν τα κατάφερα αλλά και δεν το ξέχασα. Τώρα ρωτώ και τον μπάρμπα Κώστα, κι ας μην ελπίζω και πολύ… Δεν πρόλαβα να τελειώσω και ο σ. Κώστας το φέρνει σε δύο λεπτά. Λες και το είχε κάτω από το μαξιλάρι.

Κι εγώ, πώς να μην τρέμω; Πώς να μην δακρύσω; Πώς να κάνω τον κόμπο να πάει λίγο πιο πέρα; Στιγμές που δεν περιγράφονται. Μού κάνει  τη χάρη. Θα το πάρω, θα το διαβάσω, θα το επιστρέψω. Ήταν το μεγάλο δώρο μας.

Και πριν αναχωρήσω ακολουθεί η επόμενη έκπληξη. Χαζεύω τα μικρά καδράκια στον τοίχο του σαλονιού. Βλέπω, είναι έργα του σ. Φαρσακίδη, ζωγράφου και συγγραφέα πολλών βιβλίων. Τι να πω; Τι να ρωτήσω; Αρχίζω και ρωτώ μουδιασμένη: τον ξέρεις; Μήπως… ήσασταν και μαζί; Στιγμές που η πένα σταματάει. Στιγμές που παγώνει το ΕΙΝΑΙ μου… Λίγη ανάσα παίρνουμε. Κρατώ το μικρό βιβλιαράκι, το αγκαλιάζω, το κοιτάω μπρος, πίσω και δεν το αφήνω. Ήταν η πρώτη έκπληξη που δεν την ξεχνάω και πάμε ένα βήμα παρακάτω. Η δυσκολία μεγάλη. Πού; Μήπως ανταμώσατε πουθενά; Και τότε ξανά κάθομαι. Ακούω το ΝΑΙ, στην Μακρόνησο, εκεί που γνώρισα πολλούς… Βιάζομαι να του πω ότι τον ξέρω, τον βλέπω, τον αγαπώ πολύ. Όπου νάναι θα τον ξαναδώ. Και ο μπάρμπα Κώστας, ο Μακρονησιώτης  λαχτάρησε. Θέλει να τον δει. Θέλει να δει τον συναγωνιστή, τον Μακρονησιώτη Φαρσακίδη. Έχει λίγα χρόνια να τον δει.

Φοβάμαι να το υποσχεθώ. Φοβάμαι να μην βιαστώ. Φοβάμαι μην εκτεθώ. Με μια μικρή υπόσχεση «θα προσπαθήσω» τον χαιρετάω. Και το βιβλιαράκι στο χέρι σφιχτά κρατούσα. Και όλα έγιναν γρήγορα, γρήγορα, και το βιβλιαράκι ρούφηξα μέχρι το πρωί, και το ραντεβού στο σπίτι μου άρχισα να ονειρεύομαι.

Και όπως πάντα ο σ. Φαρσακίδης μου απλώνει το χέρι. ΝΑΙ, ΝΑΙ, το δέχεται, το θέλει πολύ. Θα βρεθούμε και γρήγορα. Ανυπομονώ.

Τι είναι και αυτό; Γίνομαι παιδί και το θέλω αμέσως. Κάνω όνειρα και σκέψεις. Να, θα ανταμώσουν εδώ πάλι, δύο συναγωνιστές, γνώριμοι από τα πέτρινα χρόνια της παρανομίας, από τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης… από τα ραντεβού τους και τους κίνδυνους…

Τα καταφέραμε, ίσα, ίσα που τελείωσα το βιβλίο, να ξενυχτήσω και λίγο, να περπατήσω λίγο νοητά στα ίχνη του πατέρα μου. Να με πιάνει και να μου δείχνει, να εδώ, να εκεί, να παραπέρα… Και όλα στο ταξίδι της νύχτας… Τώρα έχω μπροστά μου την υπόσχεση.

Δύο συναγωνιστές περιμένουν, ανυπομονούν και τα καταφέρνουμε. Είμαστε έτοιμοι. Στις 17-01-2016, όλα είναι έτοιμα.

Το πρώτο μας αντάμωμα εδώ στη Θέρμη. Εγώ την προετοιμασία και ο σύζυγος τα δικά του τρεξίματα και όλοι μαζί για τούτη τη στιγμή.

Γιώργος Φαρσακίδης - Κώστας Μαυρίδης: Ραντεβού με την Ιστορία...

Γιώργος Φαρσακίδης – Κώστας Μαυρίδης: Ραντεβού με την Ιστορία…

Μαζί έρχονται οι σύντροφοι. Περιμένω και την κυρά Δέσποινα, σύζυγο του Μιχάλη Σανίδα από την Θέρμη. Άλλος πάλι συνεξόριστος του μπάρμπα Κώστα. Μαζί και στην παρανομία εδώ στη Θεσσαλονίκη. Τον πρόλαβα, τον γνώρισα τον μπάρμπα Μιχάλη εδώ στη Θέρμη. Έμαθα πως ήταν μαζί με τον πατέρα μου… Δεν πρόλαβα όμως να τον έχω εδώ στην παρέα μας. Δεν πρόλαβα να ακούσω αναφορές στην Ιστορία. Την αρχή την κάνει ο σ. Φαρσακίδης και η κουβέντα μάς πάει στον Χορτιάτη. «Εκεί έγινε μακελειό. Κάνανε έφοδο. Σκοτώσανε τρεις. Τους εκτέλεσαν εν ψυχρό». Ο Γιάννης Κουμποτής στην παρέα μας. Διακόπτει, θέλει να μάθει: ήταν τρεις, ήταν τέσσερις; Τελικά πόσοι; Και ο σ. Φαρσακίδης  Γιώργος που τα έζησε όλα μάς λέει: «ήταν τρία παλικάρια και μία γυναίκα, η Σοφία Κασιμάτη. Και συμπληρώνει: τους τρεις τους εκτέλεσαν, η Σοφία αυτοκτόνησε».

Και το μυαλό μου τρέχει πάλι στο βιβλίο Έπεσαν για τη ζωή. Ψάχνω να δω αν υπάρχουν έστω δύο αράδες για την Σοφία Κασιμάτη, και βρίσκω στη σελ. 359 του βιβλίου: «Κασιμάτη Σοφία από την Τούμπα της Θεσσαλονίκης. 23 χρονών. ΕΛΑΣίτισσα στην Κατοχή. Σκοτώθηκε το Νοέμβριο 1946 σε εχθρική ενέδρα στο Χορτιάτη, ενώ έβγαινε από τη Θεσσαλονίκη για να πάει στο Δ.Σ.Ε».

Δεν προλαβαίνω την κουβέντα. Λαχανιασμένη τρέχω στον επόμενο, μπας και βρω αναφορά για τον νεαρό Κομνηνό της παρέας. Σα να με περιμένουν. Ούτε να κουραστώ δεν με αφήνουν. Τον συναντώ στη σελ. 498 του ίδιου βιβλίου, τόμος 7γ με τα παρακάτω: «Κομνηνός Σπύρος (αδερφός του Αντρέα) – Φοιτητής Ιατρικής, κάτοικος Θες/νίκης. ΕΠΟΝίτης. Μέλος του ΚΚΕ. Σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τμήμα κυβερνητικού στρατού στο Χορτιάτη, καθώς έβγαινε από τη Θεσ/νίκη στο βουνό, στις 17/9/1946, για να καταταγεί στο Δ.Σ.Ε, μαζί με άλλους συντρόφους του. Ύστερα από προδοσία, η ομάδα του κυκλώθηκε από απόσπασμα Χωροφυλακής. Πιάστηκε τραυματίας και εκτελέστηκε επί τόπου, αφού βασανίστηκε».

Την ίδια μοίρα είχε και ο αδερφός του Αντρέας, σκοτώθηκε 19/8/1949 στο ανατολικό Μπέλες.

Και τι να πούμε; Οι αναμνήσεις πολλές, οι ώρες λίγες… Ακούμε και μαθαίνουμε. Να, για την χειροβομβίδα μάς μιλάει ο σ. Γ.Φ. Την  ρίξανε στο Αστυνομικό τμήμα. «Ο άνθρωπος που την έριξε ήταν εκείνος που με κουβάλησε μετά στο Στρατοδικείο για συμμετοχή σε ομάδα και μετά έγινε μάρτυρας υπεράσπισης… Αυτή την ιστορία την έγραψα στα κείμενά μου, στα βιβλία μου» μας λέει ο σ. Γιώργος. «Ξέρετε, αυτός πήρε και Μετάλλιο Ανδρείας πολεμώντας τους αντάρτες μέσα από τις γραμμές του Εθνικού Στρατού. Πήγε και τον βρήκε η αδερφή μου η Έλλη και του είπε: φέρανε τον Γιώργο από τον Αη Στράτη να τον δικάσουν. Ήμουν η πρώτη περίπτωση που πέρασε παράπλευρη στο τακτικό Δικαστήριο. Δηλαδή δεν πέρασα από Στρατοδικείο τελικά».

Ένα πείραγμα του μπάρμπα Κώστα ήταν αρκετό να μας ξεμουδιάσει.

«Ε, Γιώργο… απ’ ότι φαίνεται, την μάνα σου… της έβγαλες την Παναγία, ε;… Ξεροκέφαλος ήσουν, αυτός ήσουν… τα γράφεις και στα βιβλία». Και γρήγορη η απάντηση του Γ.Φ: «ναι, αλλά κέρδισε την συμπάθεια των δικαστών… και την αφήσανε μέσα… Και αφού την αφήσανε μέσα, ήρθε κοντά μου και μού λέει ψιθυριστά «πέστα στα ρούσικα» (ήταν Ρωσίδα η μάνα) «σε χτύπησαν πολύ»; Με ρωτάει… «όχι όσο εσύ»… «Αχάριστε άνθρωπε» μού λέει». Και συμπληρώνει ο μπάρμπα Κώστας: «Δέστε τι βγάζει η μηχανή του χρόνου»… Λίγα, λίγα τα σκαλίζουμε και προχωράμε. «Λοιπόν, για την χειροβομβίδα που πετάχτηκε  στο Αστυνομικό τμήμα δεν ήμουν εγώ. Η χειροβομβίδα έφτασε στα χέρια του Παπατσώρη και δεν έσκασε… άντε και μετά να πέσεις στα χέρια του…» Ο μπάρμπα Κώστας συμπληρώνει: «Τότε ήταν της μόδας… οι χειροβομβίδες να μην σκάνε»… Θυμάται ο Γιώργος το ομορφόπαιδο που έριξε την χειροβομβίδα κραυγάζοντας: «Να και το παράσημο που πήρες πολεμώντας τους αντάρτες. Η αδερφή μου πήγε και βρήκε τον Βουτσαλάκη και μόλις την είδε, αυτός έβαλε τα κλάματα μπροστά της. Ξέρετε, βασανίστηκα άγρια από τον Παπαλέξη και το ξέρανε όλοι εκεί γύρω. Ο Βουτσαλάκης, κι αυτός ήξερε για τα βασανιστήρια και είπε στην αδερφή μου πως δεν έβγαλα τσιμουδιά… κι ας ήταν όλοι στο χέρι μου όπως έλεγε. Υποσχέθηκε όμως ότι όταν θα γίνει η δίκη θα έρθει και θα με υπερασπίσει. Στο δικαστήριο ένας από τους συνεργάτες μου είπε ότι, ο Φαρσακίδης ήταν μαζί μας  κείνο το βράδυ. Τώρα έπρεπε να το επιβεβαιώσει και ο Βουτσαλάκης. Και τον ακούω να λέει, ήταν νύχτα, με κοιτάει κείνη τη στιγμή και λέει αυτός πρέπει να ήτανε. Εγώ πάγωσα. Καθόμουνα και τον κοίταγα. Λέω μέσα μου γαμώτο … Στεναχωρήθηκα. Έδωσε λόγο στην αδερφή μου ότι θα με καλύψει, ότι θα πει πως εκείνο το βράδυ δεν ήμουνα εγώ εκεί… και τώρα, τι να πω; Μόνο τον κοιτάω. Και αφού τελείωσε την κατάθεση, κάνει λίγα βήματα, δήθεν απομακρύνεται, και ξανά γυρίζει. Φωνάζει και λέει: Κύριε Πρόεδρε, μπορώ να ψιθυρίσω μια κουβέντα στον κατηγορούμενο παρακαλώ; Πλησιάζει, κάτι με ρωτάει κείνη τη στιγμή. Ούτε που θυμάμαι τώρα τα λόγια του. Ξέρω μόνο πως ήταν άσχετο με την υπόθεση. Και σηκώνεται ο Βουτσαλάκης ο Κώστας και λέει: Κύριε Πρόεδρε, ανακαλώ αυτά που είπα. Δεν είναι ο κατηγορούμενος, γιατί εκείνη τη φωνή σαν να την ακούω μέσα μου»…

Τι να πω και τι να γράψω τώρα εγώ; Βλέπω τον Γιώργο Φ. να τα περιγράφει τόσο ζωντανά, τόσο φορτισμένα και με τα δάκρυα της ψυχής που δύσκολα θα τα καταφέρω να τα στρώσω στο χαρτί, να τα μεταφέρω με τα συναισθήματα που εκείνος ζούσε. Περάσανε τα χρόνια και ο Γ.Φ τον βρήκε σε μια μικρή βιοτεχνία. «Κάνα δύο φορές πήγα και τον είδα. Του χρωστάω τη χάρη. Μού έσωσε τη ζωή και δεν το ξεχνάω.  Αλλά μετά δεν είχαμε τίποτα να πούμε. Ήμουν σε πολύ δύσκολη θέση».

Εμείς, τι να πούμε; Ίσως είναι και αυτό που συμπληρώνει ο μπάρμπα Κώστας: «Εξαρτάται τι συνέχεια είχε πάρει η ζωή του τότε… κατάλαβες»; Τώρα μιλάμε για καιρούς πολύ δύσκολους. Και συνεχίζει ο σ. Κώστας:

«Λέμε για Εμφύλιο και Εμφύλιο… Τι Εμφύλιο; Η δεξιά είχε τους Αμερικάνους, είχε τους Άγγλους. Και οι Άγγλοι βάλανε το χεράκι τους, και οι Αμερικάνοι το ίδιο. Άρα… ο Δ.Σ.Ε πολεμούσε με όλους αυτούς… Ναπάλμ ρίχνανε, με αεροπλάνα σκοτώνανε… και αυτοί (δείχνει τον Φαρσακίδη) πολεμούσαν με χειροβομβίδες που τις ρίχνανε και δεν σκάγανε… ΟΤΑΝ, γίνουν όμως οι ανασκαφές της Ιστορίας ας πούμε, και ξανακοιταχτεί αυτή η χρονική περίοδος… θα δείτε ονόματα και περιπτώσεις πολλές… Και τότε, τα βάζεις όλα σε μία σειρά, σε μία τάξη. Αρκεί να σας πω ένα πράγμα. Παράδειγμα: σ’ ένα χαρτοκιβώτιο τόσο δα ας πούμε, υπάρχουν σημειώματα εκτελεσμένων, σκοτωμένων, κυνηγημένων… όπου χαιρετούσαν την μάνα, τον πατέρα, τα αδέρφια τους… Άρα τι έγιναν αυτά τα πράγματα; Πού είναι; Φυλάχτηκαν καλά άραγε; Αυτά τα τεκμήρια υπάρχουν; Και πού είναι; Είναι σε καλό μέρος; Αντέχουν ακόμα;… Γιατί… υπάρχει και η φθορά του χρόνου… ε;»

Βροχή οι ερωτήσεις, μεγάλη η ανησυχία τώρα στα 90 του χρόνια. Και δε σταματά. Λες και τα έχει γραμμένα ο μπάρμπα Κώστας: «Άραγε ποιος χώρος θα τα φιλοξενήσει; Και… ξέρετε ε; Πηγαίνοντας για την εκτέλεση, έστελνε αυτό το τεκμήριο. Και βέβαια, όχι να πούμε αργότερα ότι τα χάσαμε και τέτοια… Πρέπει να διασωθούν με όλα τα μέσα που υπάρχουν σήμερα. Και μετά, όταν πάνε να σκαλίσουν το παρελθόν, δεν ξέρω πότε… ίσως το 2000 τόσο… ίσως το 3000 θα πάμε»…

Και η κουβέντα μας δεν σταματά. Από το ένα θέμα στο άλλο και όλοι μαζί τσιμουδιά. Καρφωμένα τα μάτια μου πάνω τους. Πότε στον έναν και πότε στον άλλον. Το ίδιο και ο φίλος μου ο Γιάννης. Δεν μας παίρνει ούτε ανάσα να πάρουμε, αλλά ούτε και πολλές ερωτήσεις. Μόνο ακούμε με γουρλωμένα τα μάτια μας, τους δύο συναγωνιστές Κ. Μαυρίδη και Γ. Φαρσακίδη. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον και το παζλ  των γνώσεών μας όλο και γεμίζει. Τους ακούμε συλλογισμένοι. Τη σιωπή μας τη σπάει ο Γ. Φ.:

«Ο Βεργάκης με κατέρρευσε. Ήρθε στο κρατητήριο της Ασφάλειας με κάποιον Υπουργό. Όταν ανέφερε για βασανιστήρια στην Ασφάλεια, με ρώτησε σε πόνεσε πολύ; Ξέρετε πού με βασάνισαν; Να, εκεί, στην οδό Απολλωνίας, εδώ στη Θεσσαλονίκη, εκεί, πίσω από την Αγ. Σοφίας… Με κρέμασαν κάποια φορά με το κεφάλι κάτω και φωνάζανε: πέφτει, πέφτει, φύγε, πέφτει… και δήθεν έρχονται από κάτω τρομαγμένοι… τάχα φωνάζουν φύγετε, φύγετε, πέφτει, φύγετε… Δημιουργούσαν πίεση και ατμόσφαιρα εκφοβισμού στον κρατούμενο… Εγώ δεν το πίστεψα ούτε στιγμή. Τους ακούω να λένε ίσως αυτό είναι το λιγότερο… Αλλά, πώς μπορείς να το δεις αυτό; Και που να δεις έναν Αβραμόπουλο πάλι… Ήταν η κακιά οχιά. Σαν φίδι ερχότανε να εκμαιεύσει πληροφορίες. Ούρλιαζε, θα σου βάλω καρφάκια στα νύχια, θα σε πάω στη Μίκρα, θα σε πάω στη Θάλασσα και θα βγεις με το Βοριαδάκι και θα πας από πνευμονία, και τότε… ούτε βασανιστήρια, ούτε τίποτα».

Ήταν ο πιο πονηρός συμπληρώνει ο μπάρμπα Κώστας: «όταν με πιάσανε εμένα, και με πήγαν στην Καλαμαριά, ήρθε και αυτός ο Αβραμόπουλος. Αυτός δεν ήταν κανένας άντρας γεροδεμένος ας πούμε. Ήταν μικρών διαστάσεων και ήπιων τόνων. Πρωτοστατεί χτυπώντας παλαμάκια… είσαι τυχερός. Ήρθε να μου τις βρέξει… αλλά δεν ήταν εκείνος ο παλαιστής… να με δείρει… και δήθεν εδώ ήταν παρθεναγωγείο… Με πήγαν στο αποχωρητήριο. Με ένα σπασμένο κουπί ακολούθησε η φάλαγγα  που λέμε, εκεί, στην πράξη. Βέβαια, άλλο να τα έχεις ακούσει και άλλο να τα ζεις στο κορμί σου. Και αφού τα δοκιμάζεις, σχηματίζεις και άλλη γνώμη. Με σπασμένο κουπί να σου τη ρίχνουν αβέρτα και να μην σταματάνε. Να σε χτυπάνε με μίσος κι εσύ να είσαι ανήμπορος. Να προσπαθείς να κουνάς τα πόδια να μην γίνει καμιά θρόμβωση και μετά… ακολουθούν άλλα προβλήματα»…

Ρωτάω παγωμένη, μουδιασμένη από την κουβέντα μας, πόσες μέρες εκεί… στα βασανιστήρια; Μέχρι να γίνει η δίκη, μού απαντούνε.

Και παίρνει τη σειρά ο Γ.Φ. και συμπληρώνει:

«Δέστε τώρα μία άλλη σκηνή. Με φέρανε πρώτη φορά στο Αστυνομικό τμήμα, στη λεωφόρο Νίκης, εδώ στη Θεσσαλονίκη.  Με βάζουν σε μία μεγάλη αίθουσα, μισοσκότεινη. Δύο πάγκοι μέσα. Στον έναν εγώ, στον άλλον η Κούλα Ελευθεριάδου. Η Κούλα καθόταν απέναντι. Αμίλητη αυτή και οι χωροφύλακες γουρλωμένοι γύρω, γύρω να πιάσουν κανένα νεύμα επικοινωνίας μεταξύ μας. Θέλουν κάτι να δούνε… Θέλουν να μάθουν αν γνωριζόμαστε, αν έχουμε κάποια σχέση συνεργασίας. Εγώ όμως θυμόμουνα αυτά που μας λέγανε στην παρανομία: στην Ασφάλεια, θα κλείνεις το στόμα, θα κατεβάζεις το κεφάλι και δε θα μιλάς. Εγώ, να προσπαθώ να μην κάνω ούτε νεύμα, ούτε βλέμμα προς την Κούλα. Μας κατέβαζαν πότε στον κάτω όροφο και πότε στον απάνω. Μετά, μάς πετάξανε… Ζήτησα να κατουρήσω. Όσο για τόσο, σε πάνε να κατουρήσεις… μην κατουρήσεις και πάνω σου και βρωμήσει ο τόπος, ε; Λοιπόν, με πήγαν δύο από τις μασχάλες και με πήγαιναν μισοσέρνοντας να πάω να κατουρήσω στην αυλή. Εκεί ήταν και η Κούλα. Και μου μιλάει. Αυτό που σας λέω τώρα είναι φοβερό. Να είναι κοπέλα απέναντί σου, να προσπαθεί να σου γνέψει κράτα γερά, κουράγιο… σύντροφε… Μου έδινε κουράγιο η Κούλα. Πήγα να κατουρήσω. Με σέρνανε από της μασχάλες και βλέπω την Κούλα να κουβεντιάζει με κάποιον. Κρατούσε στα χέρια ένα δέμα. Επέμενε να μου το δώσει. Να, παρ’ το. Είσαι από βασανιστήρια. Για δες, να σε σμπαραλιάζουν… και μπροστά να έχεις μία όμορφη κοπέλα, να σου γνέψει κουράγιο και να σου δώσει και δέμα. Και μέσα στο δέμα τι… μισή φραντζόλα ψωμί και δύο φέτες χαλβά (της είχανε φέρει από το σπίτι οι δικοί της άνθρωποι). Λοιπόν, μου το φέρανε το δέμα. Εγώ διαλυμένος από τα βασανιστήρια, το βλέπω. Κοιτάω πότε το πακέτο και πότε την Κούλα πιο εκεί και σκέφτομαι διάφορα. Δεν το πήρα να το φάω. Το πήγα κατευθείαν στο μάγουλό μου, το φίλησα… σαν να φιλούσα κοπέλα. Μεγάλη συγκίνηση. Βρέθηκε μπροστά μία κοπέλα και να σού δώσει ένα πακέτο σε τέτοιες συνθήκες, και να σου λέει συναγωνιστή… Αυτό πια δεν περιγράφεται. Ξέρετε πως τότε, όποιος φύλαγε για απόκρυψη κανέναν αντάρτη υπήρχε μία προθεσμία τεσσάρων ημερών από τη σύλληψη μέχρι την καταδίκη και εκτέλεση. Και ο Παπατσώρης, αυτή η οχιά, μάς το έλεγε συχνά. Και τώρα να μετράς μία, μία τις μέρες… ώσπου να έρθει το τέλος σου, η σειρά σου… Η νέα γενιά τα ακούει αυτά σαν  μύθο. Κι εμείς λέγαμε πόσο θα ζήσουμε; Ξέρεις ποιος ήτανε κοντά μου; Ο Νίκος, ο Λιότας. Φοιτητής τότε, με πολλές αποδράσεις, ήρωας τότε. Ζήτησα λίγο φαγητό για να έχω κουράγιο και δύναμη, για να αντέξω λίγο ακόμα στα βασανιστήρια… Μέσα εκεί, σε λίγους είχες και εμπιστοσύνη γιατί φοβόσουν κιόλας, μήπως υπάρχει μεταξύ μας και κανένας χαφιές… Πολύ πιθανόν βέβαια. Ο μόνος που του είχα μεγάλη εμπιστοσύνη ήταν ο Λιότας. Να, εκεί μέσα βρήκε τον τρόπο και μου έριξε ξυραφάκι. Το θυμάμαι, το έσπασε στα δύο και μου το πέταξε. Το έκρυψα με σκοπό αν δεν αντέξω… να μπορώ να το χρησιμοποιήσω… Και βλέπω την Κούλα να κόβει βόλτες. Οι εκτελέσεις συνεχίζονται. Ξέρεις τι έλεγε; «Δεν θα ξαναδώ τον ήλιο». Κι εγώ να λέω μέσα μου: η Κούλα θα τον ξαναδεί… Που να ξέρω πως η Κούλα Ελευθεριάδου θα εκτελεστεί πριν από μένα κι εγώ θα είμαι ελεύθερος»…

Τι να πω; Βάρυνε η ψυχή μας που τα ακούγαμε. Μα οι αγωνιστές τίποτα. Τι 90 χρονών, τι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, τι αναμνήσεις είναι αυτές έλεγα μέσα μου. Τους κοίταγα κι ένοιωθα περηφάνια.  Μιλούσαν για το ΧΤΕΣ κι ένοιωθες τα λόγια τους μετρημένα, σαν να ήθελαν να μας πούνε: Ε… δεν κάναμε και τίποτα… το καθήκον μας κάναμε. Αγώνας, Αγώνας, Αγώνας. Συνεχίστε, μην περιμένετε.

Κι έμειναν όρθιοι. Πορεύονται με τους αγώνες των Κομμουνιστών. Συμπορεύτηκαν με το Κομμουνιστικό Κόμμα όλα τα χρόνια. Τίποτα δεν τους λύγισε. Τους ατσάλωσε. Τους έχουμε δίπλα μας και ακουμπάμε πάνω τους. Τίποτα. Να, λίγο συλλογιέμαι. Κάπου χάνομαι στην Ιστορία, σ’ αυτούς που δεν πρόλαβαν να μας πούνε κάτι, να γράψουν κάτι. Και ξαφνικά ακούω τον μπάρμπα Κώστα να λέει:

«Είμαστε επιζώντες. Του χρόνου δεν ξέρουμε πού θα είμαστε εμείς. Τώρα είμαστε υπό προθεσμία… μας δόθηκε παράταση»…

13/01/2017
Θέρμη-Θεσσαλονίκη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: