Δε θα περά – Δε θα περάσει ο Φασισμός!
Ήταν πεσμένος καταής και φώναζε στους μπάτσους ποιος είναι ο δολοφόνος! Εκείνο το βράδυ, ο Παύλος έπαιζε «ακορντεόν» και ο Ρουπακιάς, έχοντας ναζιστικό οργασμό του το σταμάτησε με μια μαχαιριά, γιατί δεν είχε αυτόματο για να ρίξει ριπή.
18 Σεπτέμβρη, 2017
Ώρα: 4:30 το πρωί
Θα σας πω μια ιστορία, για έναν άνθρωπο που δε γνώρισα ποτέ. Έναν άνθρωπο που αν τον γνώριζε τότε, θα τον είχε τραγουδήσει ο Λοΐζος, που σαν σήμερα μετράμε τα 35 χρόνια απ’ το φευγιό του. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο μόνο μια φορά άκουσα, μια νύχτα σαν κι αυτή και μ’ εντυπωσίασε πολύ, πώς ένας άνθρωπος κρύβει τόση καρδιά μέσα του. Μια νύχτα σαν κι αυτήν, πριν από τέσσερα χρόνια…
Τον γνώρισα μετά το θάνατό του. Τη δολοφονία του, δηλαδή. Τη δολοφονία του, γιατί είχε τα κότσια να τα βάλει με δυο διμοιρίες τέρατα, να κάτσει να παλέψει ντόμπρα με τη σαπίλα όλου του ντουνιά που περικλείεται στη λέξη «φασίστας» ή «χρυσαυγίτης». Και τον γνώρισα μέσα απ’ τη μουσική του, όταν μου φώναξε Γάμα τους κρατώντας τον Πειραιά στην πλάτη του, πάνω στα Ηλιοκαψίματα που του άφησε η Ν/Ζ Περάματος.
Έμαθα ότι εκεί δούλευε, δίπλα στον πατέρα του. Εκεί μεγάλωσε και εκεί είδε τι πάει να πει να πουλάς τα χέρια σου για ένα κομμάτι ψωμί. Εκεί έμαθε να δουλεύει λοιπόν, εκεί έμαθε και να δουλεύει ψιλό γαζί κάθε φασίστα λωποδύτη.
Απ’ τα τραγούδια του καταλαβαίνω ότι το παλικάρι δε μασούσε πουθενά. Δε κώλωνε να υπερασπιστεί αυτό που πίστευε και όσους αγαπούσε και σίγουρα δεν κώλωνε ν’ ανοίξει τα φτερά του και να χωρέσει τον καθ’ έναν από κει κάτω, είτε μέσα απ’ τη μουσική, είτε στην παρέα και την φιλία, είτε στη δουλειά, είτε, όπου θες.
Αρκετά όμως. Εγώ είπα πώς και πότε τον γνώρισα και δεν είναι δουλειά μου να μιλήσω γι’ αυτά.
Πήγανε παρέα, αυτός και η κοπελιά του με άλλα παιδιά να δούνε τον Ολυμπιακό, να πιούνε τις μπυρίτσες τους, χαλαρά φάση. Η παρουσία του ενοχλούσε, γιατί τους έβαζε στη θέση τους. Τους καθότανε στο λαιμό οι Πειραιώτες απ’το παράθυρό τους, να κάνουν τον κόσμο δικό τους, για να τον δώσουν κληρονομιά στο γιο τους και να έχουν κάθε χρυσαυγήτη στο τρέξιμο σε ανηφόρα.
Το παλικάρι είχε νεύρο. Μαζεύτηκαν οργανωμένα με ρόπαλα και σιδερογροθιές, με εντολή του Μιχαλοβλάκα, 50-60 άτομα, οι μπάτσοι στη γωνιά απλά κοιτούσαν και τους κράτησε ολομόναχος, μέχρι να φάει τη μαχαιριά. Πες το όπως θες, ρε μεγάλε, ο τύπος είχε καρδιά, είχε κότσια, νεύρο, είχε ψυχούλα μέσα του και χάρις σ ‘αυτόν δε θρηνήσαμε παραπάνω. Εκείνη την ημέρα, ένας τα ‘βαλε με όλη τη σαπίλα του κόσμου, όλη τη μαυρίλα και μούχλα που κουβαλάνε πάνω τους οι τρόμπες με τις σβάστικες. Τους ξεφτίλιζε ζωντανός, τους ξεφτιλίζει και δολοφονημένος. Μπορεί να τον σκοτώσανε, δε σκοτώσανε το παράδειγμά του. Ένας χάθηκε, πολλοί έζησαν. Ένας για όλους και όλοι για έναν, φίλε. Και ψηλά το κεφάλι. Αυτό μας δίδαξε ο Παύλος εκείνη τη νύχτα έξω απ’ το “mistral”. Αυτό είδαν και χέστηκαν πάνω τους τα καθάρματα και τον μαχαίρωσαν.
Ήταν πεσμένος καταής και φώναζε στους μπάτσους ποιος είναι ο δολοφόνος! Εκείνο το βράδυ, ο Παύλος έπαιζε «ακορντεόν» και ο Ρουπακιάς, έχοντας ναζιστικό οργασμό του το σταμάτησε με μια μαχαιριά, γιατί δεν είχε αυτόματο για να ρίξει ριπή.
Τον θυμόμαστε για τα τραγούδια του, για τα χαμόγελά του… Τον θυμόμαστε και για το «ακορντεόν» του.
Ο Πέτρος ο Πουντίδης, ο Τοτέμ στη συνέντευξη είπε «Ο Παύλος δεν πέθανε άδικα. Πέθανε πολεμώντας το άδικο. Σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε και μακάρι κι εγώ να δολοφονηθώ έτσι. Να πεθάνω κι εγώ προστατεύοντας τα παιδιά απ’ τους φασίστες.» Το ίδιο πιστεύω κι εύχομαι κι εγώ για εμένα.
(Στο βίντεο: Πέτρος Πουντίδης – λεπτό 35:53)
Τέσσερα χρόνια μετά, δικαιοσύνη, κράτος και χρυσαυγίτες το παίζουν Τομ και Τζέρι και κάθε μέρα μια μάνα κλαίει πάνω από ένα τάφο κι ένας πατέρας βλέπει το γιο του από φωτογραφίες. Οι Χρυσαυγίτες ψηφίζουν νομοσχέδια στη Βουλή και τα κοπάδια τους ακόμη γυρνάνε στους δρόμους και μοιράζουν φυλλάδια, τρομοκρατούν εργατόκοσμο και ξερνάνε όπου σταθούν κι όπου βρεθούν το δηλητήριό τους. Ένα εργατόπαιδο νεκρό, οι δολοφόνοι σουλάτσα, οι εφοπλιστές κοιμούνται ήσυχοι. Στη μνήμη του Παύλου και κάθε Παύλου που υπήρξε και κάθε Παύλου που θα υπάρξει, κάνε τους τον ύπνο εφιάλτη, ρε φίλε, κάνε τους τον ύπνο εφιάλτη και την σουλάτσα ναρκοπέδιο!
Τίμα αυτόν που χάθηκε, τίμα την τάξη σου, τίμα και τον εαυτό σου!
Σαν χθες, 17 Σεπτέμβρη, κλείνουν 35 χρόνια απ’ το φευγιό του Μάνου Λοΐζου. Εγώ πιτσιρικάς είμαι, σε σχέση τουλάχιστον με τους ανθρώπους που ήταν εκεί, τη δεύτερη μέρα στο 8ο Φεστιβάλ. Εκείνοι θα θυμούνται την ανακοίνωση του ΚΣ της Οργάνωσης. Ο Μάνος Λοΐζος μελοποίησε αυτούς τους στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Τ’ ακορντεόν. Αυτή η ιστοριούλα. Αυτή η τραγική, μα τόσο όμορφα μελοποιημένη ιστοριούλα μάς διηγείται μια πράξη ηρωισμού τα χρόνια της Κατοχής, που ένας πιτσιρικάς έπαιζε το ακορντεόν για να ενημερώσει τους συντρόφους του πότε περνάνε οι ιδεολογικοί και φυσικοί πρόγονοι των χρυσαυγιτών. Στις 18 Σεπτέμβρη τιμούμε έναν ίδιο ήρωα, που έπαιξε το δικό του «ακορντεόν» για να σώσει τους δικούς του συντρόφους.
“Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ’ ακορντεόν
Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ’ ακορντεόν
Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός”
ΠΑΥΛΟΣ ΦΥΣΣΑΣ
Ετών 34
ΠΑΡΩΝ
Υ.Γ.: Μερικές μέρες πριν τη δολοφονία, χτυπήσανε συνεργείο του Κόμματος και της ΚΝΕ στην ίδια περιοχή, στο Πέραμα. Το κάνανε με τον ίδιο τρόπο, οργανωμένα σαν παραστρατιωτική μονάδα, με ρόπαλα με καρφιά, σιδερογροθιές, με στόχο να δολοφονήσουν Κομμουνιστές. Απολογισμός, 8 τραυματίες, ανάμεσά τους και ο Σωτήρης ο Πουλικόγιαννης του Συνδικάτου Μετάλλου. Ούτε εκεί κουνήθηκε η αστυνομία. Γιατί άραγε; Δεν είναι δολοφόνοι γιατί είναι παλαβοί, ή τρελοί. Είναι συνειδητά εχθροί του λαού, είναι δολοφόνοι γιατί είναι εθνικοσοσιαλιστές, ναζί και πάντα, όπως και τ’ αφεντικά τους, θα τους τρομάζουν οι πρωτοπόροι αγωνιστές, οι πρωτοπόροι εργάτες και οι Κομμουνιστές, που όπως και τότε, έτσι και τώρα, θα τους καρφώσουν τη σημαία με το σφυροδρέπανο στην καρδιά.