Κορονοϊός: Αιτία ή αφορμή;
Ο κορονοϊός αποτελεί αρνητική συγκυρία που απλώς ενισχύει και πυροδοτεί μία προϋπάρχουσα τάση. Σε καμία περίπτωση δεν είναι η πραγματική αιτία της κρίσης που έρχεται, καθώς η Παγκόσμια οικονομία συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής, παρουσίαζε πολύ ανησυχητικά σημάδια πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Τις τελευταίες μέρες ολόκληρος ο πλανήτης δοκιμάζεται σκληρά από μία μεγάλη κρίση δημόσιας υγείας. Η μία χώρα μετά την άλλη παίρνουν έκτακτα μέτρα, πρωτοφανή για καιρό ειρήνης. Οι μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου, έχουν μετατραπεί σε πόλεις φαντάσματα. Ο κορονοϊός που μέχρι πρότινος φάνταζε σαν κάτι μακρινό για τους περισσότερους, γρήγορα μετατράπηκε σε πανδημία. Ο αριθμός των κρουσμάτων ειδικά στην Ευρώπη συνεχώς μεγαλώνει, εντείνοντας το φόβο και την ανησυχία. Τα συστήματα υγείας των μεγάλων χωρών δοκιμάζονται όσο ποτέ άλλοτε.
Μέσα σε όλον αυτόν το χαμό, γίνεται και μία συζήτηση για την οικονομία. Πολλοί φοβούνται ότι ο κορονοϊός με το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας που έχει επιφέρει καθώς και με τα έκτακτα μέτρα ενίσχυσης της κρατικής χρηματοδότησης για την αντιμετώπισή του, θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε νέα ύφεση. Η χώρα μας δεν εξαιρείται από όλη αυτήν την κουβέντα. Συγκεκριμένα η Αμερικανική τράπεζα Morgan Stanley προβλέπει για φέτος μία ύφεση στην Ελλάδα της τάξεως του 5,3%, ενώ οι ξένοι οίκοι όπως η Capital Economics και η Nordea Asset Management εκτιμούν ύφεση έως 8%. Ο Γιάνης Βαρουφάκης πρόσφατα έκανε λόγο για μία ύφεση κοντά στο 10%, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη το αισιόδοξο σενάριο στους υπολογισμούς του. Η Ελληνική Κυβέρνηση δράττεται της ευκαιρίας να παρουσιάσει τις αρνητικές εξελίξεις που θα έρθουν αναπόφευκτα ως ένα εξωγενές σοκ, δηλαδή ως ένα απρόβλεπτο περιστατικό που έρχεται να ταράξει τα ήσυχα νερά της λίμνης. Στην προσπάθειά της να αποποιηθεί κάθε ευθύνης, πασχίζει να αποδείξει πως όλα πήγαιναν καλά, μέχρι να έρθει η πανδημία του κορονοϊού.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν ισχύει. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2019 παρουσίασε μείωση κατά 0,7% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο του 2019, παρά τις θετικές προβλέψεις. Ακόμα όμως και η παραπάνω εξέλιξη δεν έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία. Το ΑΕΠ της χώρας τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μία στασιμότητα. Σύμφωνα με την Eurostat, το 2016 το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 184,4 δις ευρώ, το 2017 σε 187,1 δις ευρώ, το 2018 σε 190,8 δις ευρώ και το 2019 σε 194,3 δις ευρώ. Επιπλέον αυτά τα νούμερα δεν θυμίζουν σε τίποτα τα προ κρίσης επίπεδα, όπου το ΑΕΠ είχε φτάσει μέχρι και τα 250,7 δις ευρώ το 2007.
Τα στοιχεία δεν τελειώνουν όμως εδώ. Η καθαρή προστιθέμενη αξία στην Ελληνική Οικονομία παρουσίασε μία απειροελάχιστη αύξηση από 169,7 δις ευρώ το 2018 σε 171,3 δις ευρώ το 2019, ενώ και αυτός ο δείκτης δεν έχει καμία σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Το 2007 η καθαρή προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας έφτανε τα 219,4 δις ευρώ. Ο δείκτης του Ακαθάριστου Σχηματισμού Κεφαλαίου που μας δίνει μία καλή εικόνα των επενδύσεων, αγγίζει σήμερα τα 23 δις ευρώ ενώ το 2008 είχε φτάσει περίπου τα 59 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι παρουσιάζει μία μείωση μεγαλύτερη από 50% σήμερα σε σχέση με το 2008. Επίσης παρουσιάζει στασιμότητα σε σχέση και με το 2018, όπου ο αντίστοιχος δείκτης έδειχνε 22.8 δις ευρώ.
Είναι φανερό ότι το επιχείρημα της εύρωστης και ταχέως αναπτυσσόμενης ελληνικής οικονομίας που βγήκε εκτός πορείας λόγω της πανδημίας, δεν στέκει καθόλου. Οι δείκτες δείχνουν ξεκάθαρα ότι αν η οικονομία της Ελλάδας ήταν ήδη πριν τον κορονοϊό σε φάση ανάκαμψης, αυτή ήταν πολύ αναιμική, που σημαίνει πως όχι μόνο δεν έχει συνέλθει από τη σχετικά πρόσφατη οικονομική κρίση, αλλά είναι πιθανό να βρίσκεται και σε τροχιά προς μία νέα. Αν συνδυάσει κανείς τα παραπάνω με τις εξελίξεις στις παγκόσμιες υπερδυνάμεις, θα διαπιστώσει πως αυτή η τάση αφορά το καπιταλιστικό σύστημα συνολικά. Η Κίνα εμφάνισε το χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης (περίπου 6,1%) από το 1990. Η Γερμανία με ρυθμό ανάπτυξης 0,6% το 2019 παρουσίασε το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων έξι χρόνων, ενώ οι ΗΠΑ σημείωσαν σημαντική επιβράδυνση, υποχωρώντας από το 2,9% του 2018 στο 2,3% το 2019.
Όσον αφορά τους εργαζόμενους, φαίνεται πως η κυβέρνηση βρήκε μία καλή ευκαιρία για να τσακίσει τα εργασιακά τους δικαιώματα και να ρίξει το βιοτικό τους επίπεδο. Μέσα από Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου οι εργοδότες για τους επόμενους 6 μήνες θα έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν κατά 50% τους μισθούς των εργαζομένων. Η ρήτρα μη απόλυσης την οποία πλασάρει η κυβέρνηση ως το πιο φιλεργατικό της μέτρο, θα ισχύει μόνο για το μήνα που διανύουμε. Επίσης προβλέπονται ακόμα πιο ευέλικτα ωράρια, καθώς οι εργοδότες θα μπορούν να απασχολούν έναν εργαζόμενο είτε δύο συνεχόμενες εβδομάδες είτε μία εβδομάδα με μία εβδομάδα αργίας εναλλάξ.
Ωστόσο η κατάσταση στην αγορά εργασίας δεν ήταν καθόλου ελπιδοφόρα και πριν τον κορονοϊό. Από τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, συγκεκριμένα στο 16,3%. και είναι σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με τα ποσοστά των ανεπτυγμένων χωρών. Το απόλυτο μέγεθος των ανέργων, υπολογίζεται στα 774.800 άτομα. Η ανεργία στους νέους παραμένει πολύ υψηλή, συγκεκριμένα υπολογίζεται στο 35% στις ηλικίες 15-24. Επιπλέον σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat η μερική απασχόληση έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα και το ποσοστό ακούσιας ημιαπασχόλησης στη χώρα μας είναι κοντά στο 70%.
Το συμπέρασμα από τα στοιχεία που παρατέθηκαν είναι ότι ο κορονοϊός αποτελεί αρνητική συγκυρία που απλώς ενισχύει και πυροδοτεί μία προϋπάρχουσα τάση. Σε καμία περίπτωση δεν είναι η πραγματική αιτία της κρίσης που έρχεται, καθώς η Παγκόσμια οικονομία συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής, παρουσίαζε πολύ ανησυχητικά σημάδια πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Αυτή η κρίση δεν είναι ένα εξωτερικό (ως προς τη λειτουργία του συστήματος) φαινόμενο, αλλά αποτελεί μία φάση του οικονομικού κύκλου. Με αυτήν την έννοια είναι μία δομική κρίση που οφείλεται στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού, στο ίδιο το DNA του. Η καπιταλιστική οικονομία διαφέρει από τις προκαπιταλιστικές στο ότι οι κρίσεις δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων όπως μία κακή σοδειά ή μία πανδημία. Τα τελευταία σαφώς και μπορούν να παίξουν κάποιον ρόλο. Σίγουρα όμως δεν έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν μία κρίση από μόνα τους.
Για αυτόν το λόγο οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να δεχτούν να αναλάβουν καμία ευθύνη για αυτήν την κρίση στο όνομα του κορονοϊού. Αντιθέτως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να καταλάβουν πως δεν πρόκειται ποτέ να καλυφθούν οι ανάγκες τους σε ένα σύστημα που προτιμά να ξοδεύει δισεκατομμύρια για αμυντικές δαπάνες αντί για νοσοκομεία. Η πάλη για την ανατροπή αυτού του συστήματος δεν είναι μόνο εφικτή, αλλά απόλυτα αναγκαία για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Τι παραπάνω περιμένει να δει κανείς για να πειστεί;