Αυτό το έργο το ΄χεις ξαναδεί…
Επειδή το ταμείο της οικονομίας δεν το διαχειριζόμαστε όλοι μαζί, ως πληγέντες από την κρίση θα οριστούν οι ίδιοι που… επλήγησαν βαριά και από την προηγούμενη, δηλαδή μεγαλοβιομήχανοι, μεγαλοξενοδόχοι, έμποροι και τραπεζίτες. Οι εφοπλιστές εξαιρούνται διότι είναι ευπαθής ομάδα σε όλες τις φάσεις του οικονομικού κύκλου και επιδοτούνται σταθερά τα τελευταία 200 χρόνια.
Στα πρόθυρα της νέας οικονομικής κρίσης που εισέρχεται η ελληνική οικονομία, ένας λαός βασανισμένος ήδη από την προηγούμενη είναι κλεισμένος στο σπίτι του και, στο βαθμό που παρακολουθεί τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας, αυτομαστιγώνεται. Σε μια ανάπαυλα από το βούρδουλα της ατομικής ευθύνης, που χειρίζεται ο ίδιος με το τηλεκοντρόλ, αναρωτιέται ο ήρωάς μας αν υπάρχει ελπίδα να τη σκαπουλάρουμε με λίγους (ή περισσότερους) νεκρούς και μερικά μόνο (ή περισσότερα) δικαιώματα κομμένα. Συζητάει με τη σύντροφό του αν γίνεται να πληρώσουν 150 ευρώ πρόστιμο (έστω και το μήνα) και να τους αφήσουν να πηγαίνουν στο ναό της εκμετάλλευσής τους, να κοινωνήσουν προσβολές και τρομοκρατία από τον αρχιερέα της επιχείρησης όπου ανήκουν. Αναρωτιούνται οι έγκλειστοι βιοπαλαιστές μας αν γίνεται να πάρουν το μάθημα οι αστικές κυβερνήσεις και να ακούσουν το Στέφανο Μάνο και τους άλλους φιλελεύθερους που είδαν το φως το αληθινό και ζητούν μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους. Κάνουν τη μύχια σκέψη ότι η κρατική αυτή παρέμβαση θα εξασφαλίσει την παρουσία του παιδιού τους στον σταθμό χωρίς τροφεία, αλλά με παροχή αξιοπρεπούς τροφής, οπότε θα έχουν να σκέφτονται για ένα στόμα λιγότερο, τουλάχιστον για τη μισή μέρα. Κι ίσως να επεκταθεί κιόλας η κρατική παρέμβαση σε ένα κουπόνι για το σουπερμάρκετ: τόσα λεφτά κερδίζουν τα σουπερμάρκετ αυτόν το καιρό, όλη η δαπάνη έχει πάει σε σουπερμάρκετ και φαρμακοβιομήχανους, τι διάολο, δεν γίνεται να παίρνουν δυο βασικά φάρμακα δωρεάν;
Αλίμονο όμως! Οι φιλελεύθεροι ιδεολόγοι που ευαγγελίζονται τώρα ένα σύστημα με έντονη ή σημαντικότερη παρέμβαση του κράτους τελικά θα πλαισιώσουν με επιχειρήματα τη νέα διάσωση του μεγάλου κεφαλαίου από την επερχόμενη κρίση. Ανεξαρτήτως προθέσεων, το επιχείρημα της «αποτυχίας του ιδιωτικού τομέα» συνολικά ή σε συγκεκριμένους κλάδους θα αποτελέσει την εθνική γραμμή ενότητας για την κρατική επιδότηση των «πληγέντων». Επειδή όμως το ταμείο της οικονομίας δεν το διαχειριζόμαστε όλοι μαζί, ως πληγέντες θα οριστούν οι ίδιοι που… επλήγησαν βαριά και από την προηγούμενη κρίση, δηλαδή οι μεγαλοβιομήχανοι, οι μεγαλοξενοδόχοι, οι έμποροι και οι τραπεζίτες (οι εφοπλιστές εξαιρούνται διότι είναι ευπαθής ομάδα σε όλες τις φάσεις του οικονομικού κύκλου και επιδοτούνται σταθερά τα τελευταία 200 χρόνια). Ακόμα κι αν τελικά κρατικοποιηθούν κάποιες μονάδες, ο στόχος είναι αυτό να γίνει αφού πρώτα οι μέτοχοι πάρουν πίσω, όχι μόνο το κεφάλαιό τους φουσκωμένο μες στην αντάρα των καιρών, αλλά και μια παχυλή αποζημίωση για ψυχική οδύνη που αποχωρίστηκαν, έστω και προσωρινά, ένα σαπάκι τους.
Η πεποίθηση ότι για να βοηθήσει το κράτος έναν πολύ φτωχό πρέπει να επιδοτήσει ένα φιλάνθρωπο ζάπλουτο, έχει τις ρίζες της στον παραλογισμό του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας σε καιρούς πλήρους κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Όμως το πιο ενδιαφέρον είναι ότι, με αυτήν την πολιτική τελικά η οικονομία δεν βγαίνει ποτέ από την κρίση για να περάσει στην καπιταλιστική ανάκαμψη. Ας το δούμε αυτό το ζήτημα από πιο κοντά.
Η κρίση είναι μια χαρακτηριστική φάση του καπιταλισμού. Ανεξάρτητα από τη μορφή που αυτή θα πάρει, πηγάζει από τη βασική αντίφαση του συστήματος και γι’ αυτό είναι τόσο δεμένη με αυτό το σύστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα εκμεταλλευτικό σύστημα πριν τον καπιταλισμό (δουλοκτησία, φεουδαρχία) δεν αντιμετώπισε ποτέ οικονομική κρίση που να ξεπηδά από τη φύση του συστήματος. Όπως γράφαμε και στο σημείωμα για τη δύναμη της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας:
Στον αντίποδα, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να γνωρίσει τέτοια κρίση. Η παραπανίσια παραγωγική δυνατότητα και το επιπλέον προϊόν δεν μπορούν να είναι ποτέ πρόβλημα, αφού είναι ζητούμενο. Σε αυτές τις εξελίξεις, ο σοσιαλισμός απαντάει με μείωση των ωρών εργασίας και της εντατικότητας εργασίας, με έξτρα παροχές στο χώρο εργασίας και κατά τη διάρκεια της εργασίας. Αυτές δεν είναι αρχές που διατυπώνονται στη θεωρία, αλλά αποσπάσματα από την παγκόσμια ιστορία, από τις χώρες που ξεκίνησαν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Στο ίδιο σημείωμα επισημαίναμε ότι «ενώ καταστρέφεται συνολικά κεφάλαιο, με βεβαιότητα την πληρώνει μόνο ο εργάτης γιατί είναι φυσικά δεμένος με την εργατική του δύναμη, ενώ ο κεφαλαιοκράτης μπορεί να αποδεσμευτεί από το κεφάλαιό του, να το καταστρέψει μετατρέποντάς το σε χρήμα.» Με άλλα λόγια, ο εργάτης την πληρώνει, ο καπιταλιστής μπορεί να ρευστοποιήσει το κεφάλαιό του και ένας νέος κύκλος ευημερίας για το κεφάλαιο προαναγγέλλεται. Πού πήγε λοιπόν ο αναζωογονητικός για το κεφάλαιο χαρακτήρας της κρίσης; Γιατί έρχεται νέα κρίση πριν καλά-καλά εμπεδωθεί η άρση των capital controls στην Ελλάδα;
Από οικονομική σκοπιά, αποκτά μεγάλη σημασία η διαχείριση της κρίσης από το κράτος των κεφαλαιοκρατών ή τουλάχιστον της ηγετικής τους μερίδας. Προκειμένου να αποζημιωθούν όσο γίνεται περισσότερο, όσο γίνεται περισσότεροι κεφαλαιοκράτες, το κράτος εμπλέκεται σε μια περίπλοκη και παρατεταμένη διαδικασία διαχείρισης που στην Ελλάδα μόνο περιλάμβανε αρκετά μνημόνια, εκατοντάδες νόμους και αντίστοιχες διοικητικές διαδικασίες και πρακτικές. Εντυπωσιακά περίτεχνη διαχείριση, αν σκεφτεί κανείς ότι διεξήχθη από σειρά κυβερνήσεων και με την υιοθέτηση μορφών διακυβέρνησης που πριν ήταν άγνωστες για το ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Για να είμαστε δίκαιοι, αυτό όλο το κόλπο δεν θα μπορούσε να γίνει και να πετύχει ποτέ αν η Ελλάδα ήταν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης, κι αυτός είναι άλλος ένας καλός λόγος αποδέσμευσης από τις παραπάνω αγέλες. Με αυτόν τον τρόπο πάντως, ενώ ο λαός πεινούσε ματώνοντας για 10 χρόνια, το ξένο κεφάλαιο αποσύρθηκε σχεδόν χωρίς απώλειες και ενίοτε με κέρδη, ενώ οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις επέστρεψαν από το δεύτερο κιόλας χρόνο στην κερδοφορία.
Όπως γράφαμε με αφορμή το εκλογικό αποτέλεσμα των πολλαπλών καλπών της 26ης Μάη 2019:
Η οικονομία αυτή τη στιγμή [το Μάη του 2019], αν και σε φάση ύφεσης, αντιμετωπίζει έντονα το ενδεχόμενο νέας κρίσης. Ανεξάρτητα όμως από τι θα γίνει, ήδη αναφερόμαστε σε μια πολύ μεγάλη χρονική έκταση της κρίσης. Αυτό γίνεται λόγω της διαχείρισης της κρίσης από το κράτος που φορτώνει το βάρος στα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενορχηστρώνει την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, διαθέτει αμορτισέρ στην κατάρρευση των μεγάλων επιχειρήσεων, ειδικά των εισηγμένων στο χρηματιστήριο, ώστε οι μεγάλοι μέτοχοι να προλάβουν να πάρουν τα χρήματά τους, ανακεφαλαιοποιεί επιχειρήσεις (βλέπε ελληνικές τράπεζες), δίνει επιδοτήσεις και άμεση βοήθεια στο μεγάλο κεφάλαιο.
Αλλά, υπάρχει ένα «αλλά»… Δεν γίνεται να έχεις και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Ο αναζωογονητικός χαρακτήρας της κρίσης έγκειται στην αυξημένη παραγωγικότητα που ακολουθεί την καταστροφή κεφαλαίου. Για να το πούμε εντελώς σχηματικά, όταν ένα μηχάνημα παλιώσει και αχρηστευτεί, τότε ο βιομήχανος αγοράζει ένα καινούριο που δεν αναπληρώνει απλά το παλιό, αλλά είναι πολύ πιο παραγωγικό. Φανταστείτε να χαλάσει πέραν επιδιόρθωσης ένα αμάξι 20ετίας από το στόλο μιας εταιρείας. Το νέο αμάξι που θα το αντικαταστήσει θα μοιάζει με διαστημόπλοιο μπροστά στο παλιό. Η κρίση είναι η διαδικασία όπου αλλάζουν όλοι ταυτόχρονα, όλα τα αμάξια τους, μέσα από μια διαδικασία όπου σταματάει η παραγωγή ώστε και αυτά τα αμάξια που τσούλαγαν ακόμα να χαλάσουν από την ακινησία. Η αντικατάσταση αυτή των οχημάτων οδηγεί στην ανάγκη νέων δρόμων, συστημάτων ασφαλείας κι επικοινωνίας, χρηματοδότησης κλπ. Αν το αμάξι ήταν το καίριο μέσο παραγωγής σε ένα κλάδο, αυτή η διαδικασία θα αναβάθμιζε όλο τον κλάδο και την λεγόμενη αλυσίδα αξίας στην οποία εμπλέκεται. Αυτή η αντικατάσταση όμως δεν γίνεται οικειοθελώς, πολλές μονάδες κλείνουν εντελώς, άλλες εξαγοράζονται και γενικώς γίνεται μια βίαιη παύση της παραγωγικής διαδικασίας. Μαζί με τους εργάτες που χάνουν τις δουλειές τους, κάποιοι καπιταλιστές καταστρέφονται και κάποιοι γιγαντώνονται.
Όταν όμως το κράτος επιδοτεί τον βιομήχανο για να περάσει την κρίση, αυτός δεν έχει κανένα κίνητρο να αλλάξει τα αμάξια του. Όταν μάλιστα του επιτρέπει ταυτόχρονα να στύψει τον εργάτη του όσο θέλει, τότε αυτός αυξάνει την εντατικότητα της εργασίας κι αναπληρώνει έτσι το χαμένο έδαφος από τον ανταγωνιστή του με το πιο παραγωγικό κεφάλαιο. Όταν μάλιστα οι 4 εργάτες που σπρώχνουν ένα μισοχαλασμένο αμάξι δεν καταφέρνουν να το κάνουν να φτάσει ένα σύγχρονο αμάξι που το οδηγεί ένας, τότε αυτοί βαφτίζονται τεμπέληδες, χωρίς εθνική συνείδηση για τον κοινό στόχο.
Τώρα δεν θα γίνει το ίδιο – γίνεται το ίδιο. Όπως έγραφε κι ο Ριζοσπάστης, την Πέμπτη 26 Μάρτη, «η κυβέρνηση αντί να προχωρήσει άμεσα στην επίταξη των ιδιωτικών μονάδων Υγείας και στην ένταξή τους στον κρατικό μηχανισμό, δίνει νέα «δωράκια» στους κλινικάρχες, ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, για υπηρεσίες που θα δώσουν «κατόπιν σχετικής συναίνεσης και αποδοχής περιστατικού από την ιδιωτική κλινική», όπως αναφέρει απόφαση του υπουργείου Υγείας (23/3/2020), βάσει του σχετικού ΦΕΚ (13/3/2020, αρ. φ. 848).» Η συζήτηση για το κορωνο-ομόλογο βρίσκεται στην ίδια βάση. Η κυβέρνηση της Γερμανίας τσινάει στο να χρεωθεί την ενίσχυση των καπιταλιστών άλλων χωρών, κι όχι των λαών, ενώ είναι βέβαιο ότι θα στηρίξει το κεφάλαιο που έχει σαν χώρα αναφοράς τη Γερμανία. Το πλήρες κλείσιμο των συνόρων είναι μια μορφή προστατευτισμού του ντόπιου κεφαλαίου που θα ενταθεί το επόμενο διάστημα. Με λίγα λόγια, το κράτος παρεμβαίνει παντού για να προστατεύσει τους κεφαλαιοκράτες.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση είναι σαφής για τις επιλογές της με την περικοπή επιδομάτων σε όσους έχουν άσυλο, την παντελή απουσία ελέγχου στα όργια που γίνονται στους χώρους εργασίας, στην καταστολή και τον περιορισμό των εργασιακών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, την επερχόμενη μείωση μισθών, πιθανώς και στο Δημόσιο.
Η κατάσταση είναι τόσο, μα τόσο προβλέψιμη. Το αστικό κράτος θα σταθεί στο πλευρό των αστών: μαζί θα επιτεθούν στους εργάτες και το λαό άλλη μια φορά για να μείνουν τα κέρδη των τελευταίων αλώβητα. Κι ευελπιστούν να τα καταφέρουν με το λαό κλειδωμένο στο σπίτι. Όμως οι ήρωές μας δεν έχουν πει την τελευταία τους κουβέντα. Αυτός κι αυτή είναι οι απρόβλεπτοι παράγοντες στο σενάριο της ταινίας που παίζουμε όλοι. Όσο προχωράει το έργο, τόσο πιο πολύ ξεκαθαρίζει ποιος είναι ο κακός της υπόθεσης. Τώρα δεν διακυβεύονται οι αλυσίδες, αλλά η ίδια η ζωή σαν προϋπόθεση για να τις φοράει κανείς. Η λύση, εξαιρετικά απλή στη σύλληψη, δύσκολη στην υιοθέτηση, θα αρχίζει να φαντάζει σαν εκείνο το σάλτο μορτάλε που κάνει ο υπερήρωας λίγο πριν σώσει τον πλανήτη από την καταστροφή, δηλαδή: σίγουρη επιτυχία. Κι η λύση είναι οι ήρωές μας να αφήσουν το ρόλο του κομπάρσου που τους δίνουν τ’ αφεντικά τους για τρεις κι εξήντα και να πουν τις ατάκες πρωταγωνιστή, με έπαθλο μια ανθρώπινη ζωή και το αληθινό χειροκρότημα όλων των λαών.