Πέρα από τον κορονοϊό
Μαρτυρία ενός ΑμεΑ: “Όπως οι λαοί, με τον κορονοϊό, πληρώνουν το τίμημα της απαξίωσης της Δημόσιας Υγείας προς όφελος της ιδιωτικής, έτσι ακριβώς τα ΑμεΑ και τα οικεία τους πρόσωπα υφίστανται ψυχική και σωματική ταλαιπωρία και την κοινωνική περιθωριοποίηση.”
Είναι κοινή παραδοχή ότι η πανδημία του κορονοϊού είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη απειλή που αντιμετωπίζουν τα υγειονομικά συστήματα παγκοσμίως. Συνεπώς, είναι απολύτως λογικό η καταπολέμησή του να αποτελεί άμεσο και κατεπείγον καθήκον. Ωστόσο, ακόμη και αν αυτό εκπληρωθεί επιτυχώς, η ταυτόχρονη υγειονομική και οικονομική κρίση που προκαλεί θέτει θεμελιακά ερωτήματα που αφορούν στα δικαιώματα και το βαθμό προστασίας ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων τα οποία για διάφορους λόγους βρίσκονται σε ευάλωτη θέση. Τα ερωτήματα αυτά θα συνεχίσουν να μας ταλανίζουν και να απειλούν άμεσα τη ζωή και την αξιοπρέπειά μας μετά την παρούσα υγειονομική κρίση και για όσο δεν αμφισβητείται ριζικά το κυρίαρχο οικονομικοκοινωνικό σύστημα, ο τρόπος λειτουργίας και οι προτεραιότητές του.
Μια τέτοια ευάλωτη κοινωνική ομάδα που χρήζει ειδικής μεταχείρισης και προστασίας και στην οποία ανήκω κι εγώ είναι τα ΑΜΕΑ. Θα αναφερθώ λοιπόν εν συντομία στην προσωπική μου εμπειρία, που τη θεωρώ αποκαλυπτική όσων ανέφερα παραπάνω. Καταρχάς, ως ΑΜΕΑ, και συγκεκριμένα ως τετραπληγικός, δικαιούμαι ένα μηνιαίο επίδομα, που για να το λαμβάνω, ήμουν μέχρι και το 2016 υποχρεωμένος να περνώ κάθε τρία χρόνια από ειδική επιτροπή, κάτι εντελώς παράλογο, αφού είναι ιατρικά επιβεβαιωμένο ότι η σπαστική τετραπληγία είναι μη ιάσιμη. Το ακόμη πιο παράλογο και εξοργιστικό είναι ότι η χορήγηση του επιδόματος αιτιολογείται με την υποτιθέμενη ανικανότητά μου για αμειβόμενη εργασία. Εκτός του ρατσισμού εις βάρος των ΑΜΕΑ ως συλλογικά ανίκανων για εργασία, που αγνοεί ότι παρά τους όποιους περιορισμούς τα ΑΜΕΑ μπορούν κάλλιστα να εργαστούν και να διαπρέψουν σε τομείς που απαιτούν διανοητική και όχι σωματική δραστηριότητα, όπως π.χ. η έρευνα και η διδασκαλία, η αντιμετώπιση αυτή εκ μέρους του αστικού κράτους τα καταδικάζει ουσιαστικά σε εφόρου ζωής οικονομική εξάρτηση, αφού ακόμη και σε περίπτωση εύρεσης εργασίας και με δεδομένες τις διεθνώς επικρατούσες τάσεις συμπίεσης του μισθολογικού και εργατικού κόστους ελέω καπιταλιστικής «ανταγωνιστικότητας», ο μισθός είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα αρκεί για να καλύψει τις επιπρόσθετες ανάγκες μετακίνησης και γενικότερης φροντίδας των ΑΜΕΑ, τις οποίες καλύπτει σε σημαντικό βαθμό το επίδομα που χορηγείται αντί του μισθού.
Το ίδιο παράλογη και προκλητική είναι και η αντιμετώπιση όσων ζουν με ΑΜΕΑ και αναλαμβάνουν το καθήκον συντήρησης και βοήθειάς τους. Εδώ θα επικαλεστώ ξανά το παράδειγμα του στενού οικογενειακού μου κύκλου, και συγκεκριμένα της μητέρας μου. Έχοντας συμπληρώσει 32 ασφαλισμένης εργασίας ως καθηγήτρια αρχικά στον ιδιωτικό και έπειτα στο δημόσιο τομέα, με βάση τις ισχύουσες ρυθμίσεις δεν έχει δικαίωμα πλήρους σύνταξης προτού συμπληρώσει τα 65 χρόνια ηλικίας, αλλά μπορεί κατ’ εξαίρεση να την λάβει νωρίτερα ως προστάτιδα ΑΜΕΑ. Και πάλι όμως για να βεβαιωθεί αυτή η ιδιότητα δεν αρκεί η γνωμάτευση των επιτροπών από τις οποίες έχουμε περάσει όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά πρέπει να περάσουμε ξανά από άλλη μια επιτροπή, την Ανώτατη Στρατιωτική Υγειονομική Επιτροπή (!), που εδρεύει στην Αθήνα. Και το κερασάκι στην τούρτα: η μητέρα μου θα πάψει να λαμβάνει τη σύνταξή της σε περίπτωση που εγώ πιάσω οποιαδήποτε δουλειά, ανεξαρτήτως αποδοχών και εργασιακού καθεστώτος (μόνιμη, με σύμβαση κτλ). Τα προσωπικά αυτά παραδείγματα δείχνουν κάτι πολύ πιο βαθύ και γενικό. Ακριβώς όπως στην αντιμετώπιση του κορονοϊόυ οι λαοί μερικών από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες (Ισπανία, Ιταλία και εσχάτως Αγγλία και ΗΠΑ), πληρώνουν το τίμημα της ανυπαρξίας ή της συστηματικής επί δεκαετίες υποχρηματοδότησης, υποβάθμισης και απαξίωσης του δημόσιου συστήματος υγείας προς όφελος της ιδιωτικής με χιλιάδες θύματα και νέα κρούσματα καθημερινά, έτσι και οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες όπως τα ΑΜΕΑ και οι οικείοι τους υφίστανται το κόστος της βίαιης υπαγωγής τους στους καταναγκασμούς της αγοραίας μισθωτής εργασίας με τη μορφή της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας, ενός άτυπου οικονομικού εκβιασμού και εν τέλει της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Και στις δύο περιπτώσεις λοιπόν η ρίζα του προβλήματος είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και οι κυβερνήσεις που το υπηρετούν.
Ως εκ τούτου, αν θέλουμε να αντλήσουμε κάτι ουσιαστικό από την παγκόσμια πρόκληση του κορονοϊόυ, αυτό είναι χωρίς αμφιβολία η διεκδίκηση ενός μέλλοντος ελεύθερης, ισότιμης και αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους, χωρίς ταξικές και άλλες δυσμενείς διακρίσεις. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει άμεσα την μαζική ρήξη και ανατροπή του καπιταλισμού, μακριά από τις σειρήνες της «εθνικής ενότητας» και της «ατομικής ευθύνης». Και επειδή πάντα βρίσκονται χιλιάδες συνήθεις ύποπτοι οι οποίοι, είτε από σκοπιμότητα είτε από άγνοια, υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο ή επικίνδυνο, επικαλούμενοι το ιστορικό προηγούμενο των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, αξίζει κλείνοντας να τους υπενθυμίσουμε με δύο σύντομα παραδείγματα τα πεπραγμένα των χωρών αυτών στους τομείς της υγείας, της πρόνοιας και της κοινωνικής ασφάλισης.
Αφενός, η ΕΣΣΔ, χάρη στη δημιουργία ενός συστήματος αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν υγείας για όλους βασισμένου στην πρόληψη και στον πανεθνικό κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό, κατάφερε μέσα σε 15 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση να εξαλείψει τα ποσοστά θνησιμότητας της τσαρικής Ρωσίας και όλες τις θανατηφόρες ασθένειες στις οποίες οφείλονταν, με κυριότερη μεταξύ τους τη φυματίωση, που σημειωτέον ότι στην «ανεπτυγμένη» καπιταλιστική Ελλάδα θέριζε κόσμο μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Είναι το ίδιο αυτό σύστημα που επιτρέπει σήμερα στη σοσιαλιστική Κούβα, παρά τις εξοντωτικές συνέπειες του εγκληματικού δυτικού εμπάργκο, όχι μόνο να έχει οχυρωθεί πλήρως απέναντι στον κορονοϊό, αλλά και να πρωτοπορεί στη δωρεάν αποστολή φαρμακευτικού υλικού και ιατρικού προσωπικού σε χώρες που πλήττονται σκληρά από την πανδημία, την ώρα που συγκριτικά η «μεγάλη οικογένεια» της ΕΕ λάμπει δια της απουσίας της.
Αφετέρου, στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, ήδη από το 1928 η σοβιετική κυβέρνηση καθιέρωσε ανώτατο ηλικιακό όριο για πλήρη συνταξιοδότηση τα 60 έτη για τους άνδρες και τα 55 για τις γυναίκες, που μειώνονταν μέχρι και τα 40 ή 45 χρόνια σε ειδικές περιπτώσεις. Αν αυτό συνδυαστεί με την μόνιμη και σταθερή δουλειά και τη δωρεάν καθολική παροχή βασικών κοινωνικών αγαθών από το κράτος (στέγαση, σίτιση, ιατρική περίθαλψη, παιδεία κα) γίνεται αντιληπτό ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες πρώην σοσιαλιστικές χώρες είναι μέχρι και τις μέρες μας άπιαστο όνειρο για τη συντριπτική πλειοψηφία των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων του καπιταλιστικού κόσμου.
Πρέπει δε να τονίσουμε ότι τα εν λόγω δικαιώματα αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα των σοσιαλιστικών καθεστώτων, που έμεινε σχετικά ανεπηρέαστος από τη διαδικασία αυταρχικού και γραφειοκρατικού εκφυλισμού τους σε πολιτικό-διοικητικό επίπεδο, η οποία και τα οδήγησε στην κρίση και την κατάρρευση. Ενδεικτικό είναι ότι η ασφαλιστική νομοθεσία του 1928 άντεξε στους κραδασμούς της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και αναθεωρήθηκε επί το αντιδραστικότερο πολύ πρόσφατα, μόλις το 2018.
Έχοντας λοιπόν υπόψη τους σημαντικούς περιορισμούς και τις αντιφάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του 20ου αιώνα (οικονομική καθυστέρηση, χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας συγκριτικά με την καπιταλιστική δύση, διεθνής απομόνωση), τα επιτεύγματά της στον τομέα των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία και συνιστούν ατράνταχτη απόδειξη της ανωτερότητας και του σοσιαλισμού- κομμουνισμού έναντι του καπιταλισμού. Η σημερινή πολύπλευρη, οικονομική, πολιτική και υγειονομική κρίση αποδεικνύει εκτός από την ανωτερότητα και την ιστορική αναγκαιότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.