Μίλτος Σαχτούρης: «Κοιτάμε με τα δόντια…» – 5 ποιήματα του δύσκολου καιρού

“Όμως υπάρχουν ακόμα
λίγοι άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση
η ζωή τους

ψάξε καλά
βρες τους, Ποιητή!”

Μίλτος Σαχτούρης: «Κοιτάμε με τα δόντια…» - 5 ποιήματα του δύσκολου καιρού

«Τον ποιητή τίποτε δεν τον εγγίζει, ούτε ο χρόνος. Γιατί έχει μέσα του το παιδικό, το γεροντικό και το δαιμονικό συγχρόνως».

Μίλτος Σαχτούρης

Ο Μίλτος Σαχτούρης  γεννήθηκε στις 29 του Ιούλη 1919 και έφυγε από τη ζωή στις 29 του Μάρτη 2005. Ανήκει στους μεγάλους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

«Ο Μίλτος Σαχτούρης δεν είναι αυτού του κόσμου ή του άλλου. Είναι επισκέπτης. Μόνο η μάνα του γνωρίζει πως δεν επρόκειτο για γέννα αλλά για επίσκεψη.

Ο Σαχτούρης διάλεξε να είναι ακίνητος μέσα στο δωμάτιό του. Ακίνητος και στο αγαπημένο του καφενείο. Στους ανθρώπους στέρησε την απόλαυση να του κάνουν κακό, γιατί, όπως κάθε μεγάλος ποιητής, τα χειρότερα τα κάνει μόνος του για τον εαυτό του». (Γιώργος Κακουλίδης)

«Ο ποιητής δεν κάνει επίδειξη της φθοράς του, δεν συναλλάσσεται, δεν ενδιαφέρεται για τις εντυπώσεις. Αξιοπρεπής σ’ αυτό που είναι, εξοφλεί το χρέος του, πληρώνει το φόρο του στην παγκόσμια μοίρα – όπως πιστεύει». (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Τ’ αδέρφια μου

Τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον
κόσμο
είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα
στον ουρανό
και νά ο μεγαλύτερος
με μια ανοιξιάτικη μαύρη γραβάτα

που χάθηκε μέσα σε σπηλιές θεόστραβες
καθώς κυλούσε παίζοντας
πάνω σε ανεμώνες κόκκινες
γλίστρησε
μες στου θηρίου τ’ άγριου τα ματωμένο στόμα

ύστερα ο άλλος μου αδερφός που κάηκε
πουλούσε κίτρινα βεγγαλικά
πουλούσε κι άναβε κίτρινα βεγγαλικά
—Όταν ανάβουμε —έλεγε— φωτιά
θα διώξουμε από τους κήπους τα φαντάσματα

θα πάψουν να μολύνουν τους κήπους τα φαντάσματα
—Όταν ανάβουμε —έλεγε— κίτρινα βεγγαλικά
μια μέρα θ’ ανάψει ο ουρανός γαλάζιος
κι ύστερα ο τρίτος και ο πιο μικρός
που έλεγε πως είναι νυχτερίδα

γι’ αυτό αγαπούσε τα φεγγάρια
και τα φεγγάρια μια νύχτα τον εζώσανε
κόλλησαν γύρω γύρω και τον έκλεισαν
κόλλησαν γύρω γύρω και τον έπνιξαν
τον έλιωσαν γύρω γύρω τα φεγγάρια

Τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω
στον κόσμο
είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα
στον ουρανό

(Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο)

***

Σπουργίτια

Ευτυχισμένες οι στιγμές
όταν μες στο μυαλό περνούν
ζεστά σπουργίτια
όταν τα χείλια μεγαλώνουνε ζεστά

στο αίμα κερδίζουνε ιδανικά λαχεία
και τα τσιγάρα βγάζουν κόκκινους καπνούς
και τα μαλλιά μεγαλώνουν σαν το παραμύθι
τί σπάνιο θέαμα στους στυγερούς καιρούς
που και οι κούκλες των μικρών παιδιών

μαυρίζουν από τρόμο

(Το σκεύος)

***

Κοιτάμε με τα δόντια

Δε φταίει το φεγγάρι για την πίκρα μας
καθώς στριφογυρνάει δαιμονισμένα
μέσα στο φωσφόρο
σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά του
καθώς και μεις στριφογυρνάμε στο σκοτάδι μας

σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά του
δε φταίει το φεγγάρι για τους λεμονανθούς
δε φταίει το φεγγάρι για τα χελιδόνια
δε φταίει το φεγγάρι για την Άνοιξη και τους
σταυρούς
δε φταίει αν πάνω στα μάτια μας φύτρωσαν δόντια

(Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη)

***

Ένας κόσμος νεκρός

Ένας κόσμος νεκρός
πίνει το παγωμένο γάλα του
βάρκες πηγαίνουν έρχονται
φέρνουν κι άλλους νεκρούς
μητέρες χάνουν τα παιδιά τους
παιδιά κλαίνε γιατί χάσαν τις μητέρες τους
τέρατα χαρτοπαίζουν:
—Ρίξε το πέντε! ουρλιάζει ο νεκρός δολοφόνος
ξάφνου πάλι μιλάει
η κυρία σκατό και καρπούζι
ώσπου να βγάλει η κόκκινη σελήνη το μαχαίρι της
και ν’ αρχίσει να σφάζει.

(Εκτοπλάσματα)

***

Οι απομείναντες

Όμως υπάρχουν ακόμα
λίγοι άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση
η ζωή τους

υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης
η Fräulein Ramser
και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες
οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι

ψάξε καλά
βρες τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικά
γιατί όσο παν και λιγοστεύουν

λιγοστεύουν

(Χρωμοτραύματα)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: