Μετά όμως, τι;
Το ερώτημα λοιπόν που θα πρέπει να μας ταλανίζει αφορά στο εγγύτερο αλλά και στο απώτερο μέλλον: Τί θα μείνει μετά την καταιγίδα; Μήπως ένα τμήμα της βάσης θα βρεθεί παροπλισμένο και με εξαρτημένα αντανακλαστικά που θα αρνούνται τη συλλογική ζωή, βυθίζοντάς το στην ιδιωτεία και τον πιό ακραίο ατομικισμό;
Ο ιός βρίσκεται πια στην ημερήσια διάταξη. Μέσα στα σπίτια φώλιασε ο φόβος κι η ανησυχία, πάνω από τις πόλεις και έξω στους δρόμους πλανάται η σκιά του. Πέρα απ’ το υπαρκτό ζήτημα της πανδημίας το οποίο εντείνεται ολοένα εξαιτίας της εγγενούς αδυναμίας του καπιταλιστικού συστήματος να την αντιμετωπίσει, ο ιός παρέχει και μια μοναδική ευκαρία να χρησιμοποιηθεί ένας καλοφτιαγμένος Δούρειος Ίππος, που θα βοηθήσει την εργοδοσία και το κράτος της στην μετωπική αντιλαϊκή-αντεργατική επίθεση που εξαπολύουν. Το ερώτημα λοιπόν που θα πρέπει να μας ταλανίζει αφορά στο εγγύτερο αλλά και στο απώτερο μέλλον: Τί θα μείνει μετά την καταιγίδα; Μήπως ένα τμήμα της βάσης θα βρεθεί παροπλισμένο και με εξαρτημένα αντανακλαστικά που θα αρνούνται τη συλλογική ζωή, βυθίζοντάς το στην ιδιωτεία και τον πιό ακραίο ατομικισμό; Άλλωστε, και η ιδιωτική περιχαράκωση και ο ατομικισμός είναι καθόλα συμβατές ιδεολογίες και πρακτικές με τον κυρίαρχο, καπιταλιστικό ανθρωπότυπο.
Μήπως κι απ’ την αντίθετη, δε θα ‘χουμε ένα άλλο τμήμα του κοινωνικού συνόλου, που θα ριζοσπαστικοποιηθεί, ανταποκρινόμενο στα επιτακτικά κελεύσματα των σύγχρονων αναγκών και στην ιστορική προοπτική της συνολικής άρνησης του υπαρκτού; Δυνητικά ναι.
Το θέμα άρα περιστρέφεται ως πάντα γύρω απ’ τον συσχετισμό δύναμης και τα όπλα που θα ‘χει στη φαρέτρα της η κάθε παράταξη. Μιλάμε με στρατιωτικούς όρους, γιατί πρόκειται για στρατιωτική σύγκρουση, για την ταξική πάλη που διεξάγεται σε όλα τα μέτωπα, συχνά και κάτω από ανορθολογικές συνθήκες, με ετερογενείς κοινωνικές συμμαχίες και με μερίδες των κυριαρχούμενων τάξεων να συνδράμουν τους κυρίαρχούς τους. Απ’ τη μια, οι κάθε λογής υπερασπιστές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας με τη σιωπηρή ή μη συνενοχή των συντηρητικοποιημένων μαζών, με τους στημένους και ενισχυμένους κατασταλτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς τους. Απ’ την άλλη, ο λαός που δεν εξαπατήθηκε, ο λαός που έσπασε τις ιδεολογικές αλυσίδες που τον κρατούσαν πίσω στη συνείδησή του, και οι οργανωμένες πρωτοποριακές δυνάμεις που διαμέσου των συλλογικών διεκδικήσεων των σωματείων και του Κόμματος των εργατών, θα συνεχίσουν να αρνούνται πεισματικά την κανονικότητα του κοινωνικοοικονομικού καννιβαλισμού, αντιπροβάλλοντας τη θετικότητα της χειραφετημένης κοινωνίας.
Ο κορονοϊός, δεν είναι η αιτία, ούτε το πρόβλημα αυτό καθεαυτό. Είναι η τυχαία μεταβλητή που αναδεικνύει και αποδεικνύει με τον τραγικότερο τρόπο, την ισχνότητα του γίγαντα με τα ξύλινα πόδια. Άνθρωποι πεθαίνουν αντανακλώμενοι σε μαθηματικές ακολουθίες, τα εθνικά συστήματα υγείας και οι πολιτικές που τα έφεραν στην οικτρή τους κατάσταση ξεμπροστιάζονται, ενώ η κίβδηλη αλληλεγγύη των ιμπεριαλιστικών οργανισμών προς τους δοκιμαζόμενους λαούς προκαλεί εμετό και οργή.
Δεν θα ‘ταν άστοχο να ισχυριστούμε πως βιώνουμε μια κατάσταση εξαίρεσης, στην οποία στρατολογούνται όλοι οι «ειδικοί» και οι τεχνίτες της δημοσιολογίας, για να σφίξουν τα λουριά και να πλέξουν το εγκώμιο της κυβέρνησης, αποκρύπτοντας την ρίζα του κακού. Το μέλημά αυτών και όλων των αστικών επιτελείων -το δηλώνουν ασύστολα- είναι η διασφάλιση των αφεντικών. Για τους υπόλοιπους επιφυλλάσονται ημίμετρα προστασίας, επιδόματα πείνας, ανεργία διαρκείας, ανασφάλεια, εγκλεισμός α λα καρτ, (γιατί κάποιοι συνεχίζουν να δουλεύουν), παρακολούθηση από εταιρείες-ρουφιάνους, και συγκρότηση ψυχολογίας δεκτικής σε «προληπτικούς» κατασταλτικούς νόμους και κανόνες.
Δεν θα λογαριαστούμε μετά, λογαριαζόμαστε ήδη από σήμερα. Για να κερδίσουμε το μετά, δουλεύουμε στο τώρα, ενοχλώντας συνεχώς το σύστημα με ανελέητες παρεμβάσεις. Κάνουμε ερωτήσεις προς τους αρμόδιους που τους χτυπάνε εκεί που πονάνε. Ανοίγουμε συζητήσεις με τους ανθρώπους δίπλα μας και δίνουμε ζωτικό χώρο στην αλήθεια για να απλωθεί και να ακουστεί πλέρια. Κι ας γινόμαστε κάποτε γραφικοί και κουραστικοί· η αλήθεια είναι κουραστική κι επώδυνη γιατί ξεβολεύει. Είναι κι αυτή μια πλευρά του πολέμου θέσεων που διεξάγεται ακόμα και στις ιδιότυπες συνθήκες μιας καραντίνας, και πρέπει να τον κερδίσουμε, ώστε να περάσουμε αργότερα στον πόλεμο κινήσεων έχοντας γείρει την πλάστιγγα υπέρ μας. Να ακούγεται ήδη μέσα στα σπίτια ότι όταν βγούμε από αυτά, ο κόσμος δεν θα ‘ναι πια ο ίδιος. Ότι δεν περνάμε καμία δυσκολία εις μάτην.
«Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους».
Μιχ. Κατσαρός