Ο πόλεμος των άλλων κι ο πόλεμος ο δικός μας
Δεν ξόφλησε όμως η ανθρωπότητα ακόμα. Γιατί δεν ξόφλησε η ανθρωπιά ακόμα. Ούτε ο αγώνας της ζωής. Εμείς θα νικήσουμε.
Είδαμε το θάνατο και το φόβο. Την αδυναμία απέναντι στο απειλητικό άγνωστο. Είδαμε το διπλανό μας να πεθαίνει ανήμπορος. Είδαμε πώς είναι να αμφιβάλεις ότι εσύ… «θα τη γλυτώσεις».
Είδαμε τι θα πει «να τον μποδίσουν να βαδίσει». Τι θα πει να θέλεις και να μη μπορείς. Να μη θέλεις αλλά να επιβάλλεται.
Τι θα πει να βλέπεις το παράλογο αλλά να μη μπορείς να το σταματήσεις. Να βλέπεις τη ζωή σου να αλλάζει κι εσύ να ακολουθάς. Αν μπορείς. Αν δε μπορείς… λυπούνται πολύ, αλλά… πέθανε.
Τι είδαμε δηλαδή. Μια γερή μυρουδιά πήραμε. Τα βλέπουμε ακόμα, αλλά και τίποτα δεν βλέπουμε. Ο καπιταλισμός μπορεί και ακόμα χειρότερα. Κι όσο πιο πολύ σαπίζει τόσο και χειρότερα τα κάνει. Ο καπιταλισμός μπορεί να αφήνει τους γέρους να πεθαίνουν αβοήθητοι, μπορεί αυτό να το λέει στην τηλεόραση σαν… κανονικότητα και ο κόσμος να το αντιμετωπίζει απλώς σαν «Ε ! Όχι κι έτσι!». Αλλά αν ήταν «λιγάκι αλλιώς»…
Νομίζανε πολλοί, ότι ο πόλεμος μπορεί να γίνεται κάπου δίπλα, αλλά «εμείς είμαστε με τους ισχυρούς, θα τη γλυτώσουμε». Αλλά ο καπιταλισμός, ο πόλεμος κι ο διάβολος (τρία σε ένα) έχουν πολλά ποδάρια. Κι ήρθε σε σένα ο πόλεμος, αλλά όχι με αεροπλάνα και βόμβες. Εδώ ήρθε με μικρόβια.
Αλλά τίποτα δε βλέπουμε ακόμα. «Υπάρχουν και χειρότερα;» θα πεις.
Δέστα… τα χειρότερα. Και σκέψου: όσο δεν αντιδράς, η σειρά σου δεν είναι πολύ μακριά. Ο καπιταλισμός σε σκοτώνει. Πάλι.
Αυτά τα δυο νεκροταφεία χωρίζονται άραγε σε «καλύτερο» και «χειρότερο»; Το ένα, το ωραίο, είναι στο Μπέργκαμο, που θάβουν τους νεκρούς του κορωνοϊού. Στην πλειοψηφία τους εργάτες που συνέχισαν να δουλεύουν μέχρι την τελευταία τους ανάσα, χωρίς καραντίνα, για τα κέρδη των υαινομούρηδων αφεντικών τους. Το άλλο είναι στη Λέσβο που θάβουν τους πνιγμένους πρόσφυγες του Αιγαίου. Στην πλειοψηφία τους κυνηγημένοι από βόμβες του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Ρωσίας κλπ. Κι αν είναι διαφορετικές οι τοποθεσίες, οι τρόποι που θανατώθηκαν οι άνθρωποι, ή το χρώμα του δέρματος των νεκρών, υπάρχει κάτι πάνω από όλες τις διαφορές: η πολιτική που τους έθαψε είναι ίδια. Στη Μέση Ανατολή σκοτώνουν για τα πετρέλαια. Στη βόρεια Ιταλία σκοτώνουν καταστρέφοντας τη δημόσια υγεία και το κράτος πρόνοιας για το κέρδος. Οι ίδιοι. Τα ίδια.
Αυτά τα φέρετρα δεν είναι ίδια. Τα μεν είναι ωραία, γυαλιστερά, σωστά τοποθετημένα σε μια εκκλησία της βόρειας Ιταλίας. Από πάνω τους όλοι οι άγιοι. Θα τους διαβάσουνε αυτούς τους… «τυχερούς». Τα άλλα είναι σακούλες σε μια αμμουδιά της Λέσβου. Ούτε τι όνομα να βάλουν στον τάφο δεν ξέρουν οι νεκροθάφτες. Ούτε πόσοι νεκροί λείπουν γιατί τους ρούφηξε η θάλασσα. Από πάνω τους απλώς άνθρωποι. Έλληνες και μετανάστες. Σημαντικές διαφορές. Δε ξέρω βέβαια τι γνώμη έχουν αυτοί που είναι μέσα στα κουτιά. Αυτοί που είναι έξω πάντως και κυβερνούν τον κόσμο, δεν έχουν τέτοιες απορίες. Αυτοί μετράνε αριθμούς, που τους χωρίζουν σε «μικρούς» και σε «μεγάλους». Τους «μικρούς» αριθμούς τους λένε «παράπλευρες απώλειες» της βρωμισμένης αναπνοής τους. Τους μεγάλους κάνουν ότι δεν τους βλέπουν (π.χ. θάνατοι από… πείνα). Και μετράνε ματωμένες λίρες.
Κι αυτά τα φορτηγά δεν είναι ίδια. Ψυγεία όμως είναι όλα, για να κουβαλήσουν τα πτώματα. Πτώματα που αλλιώς θα βρωμίσουν. Όπως βρωμάει το σάπιο κορμί του καπιταλισμού που το μόνο που μπορεί πιά να προσφέρει είναι πύον και μπόχα. «Να πεθάνουν μερικοί γέροι για να σωθεί η οικονομία» είπε ο ειλικρινής κυβερνήτης του Τέξας. Μήπως αυτοί που δεν το λένε καθαρά στην Αγγλία, στην Ιταλία και τις ΗΠΑ, αυτό δεν κάνουν; Μήπως η φράση «θα προσπαθήσουμε να μη πεθάνουν πολλοί γέροι», δεν ισοδυναμεί με προγραφή; Μήπως όταν δεν έχουν αναπνευστήρες… δε σκοτώνουν γέρους κι άρρωστους εν ψυχρώ, όπως ο Χίτλερ;
Δε ξόφλησε όμως η ανθρωπότητα ακόμα. Γιατί δε ξόφλησε η ανθρωπιά ακόμα. Ούτε ο αγώνας της ζωής. Εμείς θα νικήσουμε. Οι γιαγιάδες της Σκαμιάς κι οι γιατροί του ΕΣΥ. Κι άλλοι πολλοί που δίνουν τον αγώνα τον καλό. Όλοι όσοι δεν είμαστε με τις ύαινες, αλλά με τα λογικά μας και με τις καρδιές μας, κι όχι με το συμφέρον τους. Για νάμαστε ακριβείς… είμαστε αμείλικτοι εχθροί προς το συμφέρον τους, το κέρδος. Πρέπει να λείψει από προσώπου γης. Κι αλήθεια λέει ο Χικμέτ. «Η μοίρα του κόσμου να είναι και δική μας μοίρα». Καλή μοίρα; Κακή μοίρα; Ο Χικμέτ σαν ποιητής είναι αισιόδοξος: «οι άνθρωποι οδηγούν τους ανθρώπους σε καλύτερες μέρες». Δε μπορεί άλλωστε να φτιάχτηκε αυτός ο κόσμος για τα παράσιτα.