«Έγραψα για τον φυλακισμένο αγωνιστή Μανώλη Γλέζο… Ήμασταν περήφανοι για τους ήρωές μας…»
Οι παιδικές αναμνήσεις είναι γεμάτες αγάπη και ζεστασιά μέσα στην πίκρα και λαχτάρα του πολιτικού εξόριστου για επιστροφή στην Πατρίδα. Είναι μικρά όνειρα και μικρές αλλά πλούσιες διηγήσεις των γονιών μας. Ήταν οι λαχτάρες τους και τα παιδικά τους βιώματα…Πόσες φορές οι γονείς μας, Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και Μαχητές του ΔΣΕ, δε μας μίλησαν για την Πατρίδα…
Οι παιδικές αναμνήσεις είναι γεμάτες αγάπη και ζεστασιά μέσα στην πίκρα και λαχτάρα του πολιτικού εξόριστου για επιστροφή στην Πατρίδα. Είναι μικρά όνειρα και μικρές αλλά πλούσιες διηγήσεις των γονιών μας. Ήταν οι λαχτάρες τους και τα παιδικά τους βιώματα.
Πόσες φορές οι γονείς μας, Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού – πρόσφυγες αργότερα στις Ανατολικές χώρες, δε μας μίλησαν για την Πατρίδα, τον Ήλιο, τη θάλασσα, τον αέρα, τα φρούτα, τα λαχανικά, τους παππούδες, θείες και θείους… το σπιτικό τους και το χωριό τους… Και περπατούσαμε πάνω στο χάρτη της Ελλάδας από το ένα χωριό στο άλλο, από το ένα σπιτικό στο άλλο…
Και εμείς, τα παιδιά τους, ζωγραφίζαμε από έξω και ανακατωτά το χάρτη της Πατρίδας κι ας μην την είδαμε ποτέ…
Το κεφαλάκι μας πήγαινε πέρα-δώθε, πότε αριστερά και πότε δεξιά για να τους παρακολουθούμε εμείς τα δύο κοριτσάκια. Και τότε ακούγαμε πότε για τον Έβρο και πότε για τη Χαλκιδική… Οι πατρίδες τους όπως μας λέγανε. Κι εμείς ρωτούσαμε, πόσες Πατρίδες έχετε… Και γελούσαν οι μεγάλοι με τα μπερδέματά μας.
Και άντε τώρα τη συνέχεια μας… Αφού μας διάβαζαν πότε από λογοτεχνία και πότε από ελληνική ιστορία, μας μάθαιναν τα γραμματάκια της γλώσσας μας γιατί δεν ήμασταν και πολλά παιδιά για ελληνικό σχολείο… Και τότε αρχίζαμε τα δύσκολα… Τα μπερδεύαμε Πότε ελληνικά και πότε ρουμάνικα.
Κι εδώ βρήκαμε τη λύση… Ξεχωρίζαμε τα γραμματάκια κι όταν σταματούσαμε λίγο μπερδεμένες, κοιτάγαμε τα δαχτυλάκια…
Επινόησε ο καλός μας πατέρας, να δέσουμε κόκκινες και άσπρες κλωστούλες στα δακτυλάκια μας για να ξεχωρίζουμε τις δύο γλώσσες, μητρική και ξένη. Και μόνο εκεί που διαφέρανε τα γράμματα. Και προχωρούσαμε στο παρακάτω… Έτσι, παίζαμε και γελούσαμε και η δουλειά μάς πήγαινε στα επόμενα… Και όταν μάθαμε τα γράμματα, αναβαθμίστηκα εγώ η μεγαλύτερη… και πήγαμε σε πιο σοβαρά θέματα όπως ο Αγώνας του λαού, η Ιστορία του…
Και τότε κάθισα στο τραπέζι και με υπαγόρευση του πατέρα μας, έγραψα για τον φυλακισμένο Αγωνιστή Μανόλη Γλέζο, τους φυλακισμένους και εξόριστους, και θα στέλναμε την έκκληση για την απελευθέρωσή τους στο Ραδιοφωνικό Σταθμό «Φωνή της Αλήθειας».
Πολλά αγόρια πήραν το όνομα του Μανόλη Γλέζου όπως και πολλοί δρόμοι και εργοστάσια.
Ήμασταν περήφανοι για τους ήρωές μας. Άκουγα που έλεγαν τα συγχαρητήρια στον πατέρα μου και καταλάβαινα την πράξη μου.
Ακούστηκε στο ραδιόφωνο η επιστολή μου. Βέβαια, τώρα μεγάλη πια, επιστρέφοντας στην Πατρίδα πριν 35 χρόνια τα βρήκα λίγο αλλιώς… Άλλοι μείνανε εκεί… Άλλοι πήγαν πιο εκεί κι… Άλλοι πήραν μεγάλη στροφή… ιδεολογική…
Εγώ περίμενα από αυτούς τους Αγωνιστές να πούνε και καμιά καλή κουβέντα για τους Κομμουνιστές αυτούς και το Κόμμα τους το Κ.Κ.Ε. που έσταζαν τόσο μέλι και μας μεγάλωναν με τόση πίστη και σεβασμό στους αγώνες τους.
Έτσι μάθαμε τα γράμματα, τη γλώσσα μας και την Ιστορία μας. Έλα όμως που θέλαμε και λίγη γραμματική… Εδώ άκουγα για διάφορες λέξεις. Πολλές γνωστές και άλλες άγνωστες… Έτσι έμαθα και για το ρόδι. Δεν το είχα δει ποτέ στην ξενιτιά.
Κάπου η αδερφή μου το είδε σε ένα ταξίδι με το τρένο. Στο κουπέ έτρωγε ένα παιδί το περίεργο φρούτο που από μακριά της έμοιαζε με πορτοκάλι, με έντονο χρώμα και σκληρό…
Το έπαιζε στα χέρια και όταν το άνοιξε έσκασε με θόρυβο… Δεν ήταν σαν το πορτοκάλι μαλακό και με άλλη υφή. Έτσι παραστατικά περιέγραφε το άγνωστο φρούτο η αδερφή μου και ο μπαμπάς μας γελούσε… Και γελούσε πολύ…
Κατάλαβε ότι το περίεργο φρούτο ήταν το ρόδι και με την πρώτη ευκαιρία, μας το έφερε στο σπίτι. Το έπιασα στα χέρια μου. Περίεργο φρούτο… Το γύριζα, το έφερνα γύρω – γύρω, το χάιδευα στην επιφάνια, το κοίταγα και έλεγα μέσα μου άραγε πως το τρώνε… Μα τι ήταν κι αυτό… Ζήτησα τη βοήθεια του πατέρα μου που καθότανε σε μια γωνιά.
Κάποτε είπαμε να το ανοίξουμε. Να μας το ανοίξει ο ίδιος. Κι εκεί, ήρθε η μεγάλη μας απογοήτευση… Ένα όχι. Μα γιατί…Μα γιατί, γιατί…
Εδώ σοβάρεψε το πράγμα. Πρέπει να το δουν και άλλα παιδιά, ελληνόπουλα, γεννημένα στην προσφυγιά που όπως εμείς δεν το είδανε ΠΟΤΕ αυτό το φρούτο.
Και τώρα μετράγαμε τις μέρες. Και να που ήρθε η στιγμή. Τα ελληνόπουλα μαζεμένα στο σπίτι μας.
Καθίσαμε κάτω και τα μάτια μας ήταν στραμμένα στο κόκκινο ρόδι. Το άνοιξε ο πατέρας μας και τότε άρχισαν να πέφτουν πότε ζουμιά και πότε σποράκια. Τα σάλια μας έτρεχαν χωρίς να ξέρουμε την γεύση.
Το μοιραζόμαστε, ένα εγώ, ένα εσύ, ένα αυτός… Και κρατάγαμε απλωμένη τη χούφτα μας, τη μικρή, για τον επόμενο γύρο. Έτσι μέχρι να τελειώσει.
Εδώ, στο σπίτι μας μάθαμε για το ωραίο φρούτο της Πατρίδας μας. Αυτοί οι γονείς μας ήταν οι δάσκαλοί μας. Και ήταν οι Αγωνιστές, ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, Έλληνες πατριώτες, Μαχητές στην ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ και στον Δ.Σ.Ε και Κομμουνιστές. Που μάθανε ό,τι καλύτερο στα παιδιά τους για να είναι χρήσιμα στην Πατρίδα των γονιών τους, την Ελλάδα.