«Πρέπει να περάσουμε. Για το Κόμμα και για το λαό, σύντροφοι…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

“Τέτοια τρομερή νύχτα δε θυμάται κανείς στ’ αντάρτικο…Μα τέτοια νύχτα δεν είδαν. Τέτοιες ήταν μόνο οι μπόρες της Νιάλας, που έμειναν στην ιστορία του αντάρτικου σαν μέρες σημαδιακές…Κείνο το βράδυ πάλαιψε ο άνθρωπος με τη φύση και νίκησε. Νίκησε η πίστη στο Κόμμα και στο λαό…”

Τον Γενάρη του Γενάρη του 1949 μετά από σκληρή μάχη με τον κυβερνητικό στρατό και ισχυρή δύναμη ΜΑΥδων, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας καταλαμβάνει την πόλη της Νάουσας. Η κατάληψη της Νάουσας αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ΔΣΕ, με πολιτική και στρατιωτική σημασία. Πρόκειται για την πρώτη κατάληψη πόλης από πλευράς του ΔΣΕ και σημαντική ήττα για τον εθνικό στρατό.

«Η μάχη της Νάουσας συμπίπτει με την εποχή της μεγαλύτερης ανάπτυξης του ΔΣΕ. Είναι η εποχή των μεγάλων “εκ παρατάξεως” αναμετρήσεων του ΔΣΕ με τον Κυβερνητικό Στρατό, που άρχιζαν το καλοκαίρι του 1948 στο Γράμμο και συνεχίζονταν με τον επιτυχημένο ελιγμό και την αντεπίθεση στο Βίτσι, η οποία συγκλόνισε τότε προστάτες και προστατευόμενους στην Αθήνα.

Η μάχη της Νάουσας είναι από τις τελευταίες εκδόσεις λογοτεχνικών βιβλίων του βουνού. Γράφτηκε το Μάρτη του 1949 και τυπώθηκε αρχές Αυγούστου του 1949. Είναι το χρονικό μιας σημαντικής νίκης με καπετάνιο εκείνων των μονάδων κρούσης τον Νίκο Μπελογιάννη. Καλλιεργεί το πνεύμα του ηρωισμού και της αυτοθυσίας, και δίνει υψηλά δείγματα συνεργασίας λαού και Δημοκρατικού Στρατού» σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του αντιστασιακού, κομμουνιστή λογοτέχνη Νίκου Κυτόπουλου «Η μάχη της Νάουσας» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή), από όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί.

“Τη βραδιά κείνη θα τη θυμάνται σ’ όλη τους τη ζωή. Τέτοια τρομερή νύχτα δε θυμάται κανείς στ’ αντάρτικο. Πολλοί απ’ αυτούς ξεκίνησαν απ’ τον Έβρο το χειμώνα με τα πόδια. Σκίσαν τ’ απέραντα χιόνια της Χαϊντούς. Σκαρφάλωσαν στις ανταριασμένες κορφές του φοβερού Αλή Μπουτούς, που πάνω τους ξερνούν τη λύσσα τους οι βοριάδες. Πέρασαν ως το λαιμό τα παγωμένα νερά του Στρυμόνα. Κίνησαν το χειμώνα και φτάσαν το καλοκαίρι στο Γράμμο. Κι άλλοι πάτησαν τριάντα εννιά μερόνυχτα χιονισμένες και παγωμένες κορφές, σκίσαν κάμπους, πέρασαν μπόρες και φτάσαν με τη φάλαγγα των αόπλων απ’ τη Ρούμελη στη Μακεδονία. Κι άλλοι χάθηκαν μέρες στις χιονοθύελλες του Ολύμπου. Κι άλλοι κι άλλοι… Κι είδαν τους συντρόφους τους να πέφτουν δίπλα τους ξεροί από εξάντληση και πέσαν κι αυτοί με κομμένη την ανάσα. Μα τέτοια νύχτα δεν είδαν. Τέτοιες ήταν μόνο οι μπόρες της Νιάλας, που έμειναν στην ιστορία του αντάρτικου σαν μέρες σημαδιακές…

Από την Τριανταφυλλιά η φάλαγγα χώρισε στα δυο. Η 18η Ταξιαρχία πέρασε από το Φλάμπουρο, άφησε πίσω της το Μεσοβούνι και τράβηξε για το Βέρμιο.

Η άλλη φάλαγγα με τις Ταξιαρχίες 14 και 103 τράβηξε για το Καϊμακτσαλάν. Λημέριασε τη μέρα στη Μεγάλη Βύσιμα και το σούρουπο συνέχισε την τρίτη νυχτερινή της πορεία. Η θύελλα που είχε αρχίσει έφερε πιο νωρίς τη θεοσκότεινη νύχτα. Το χιόνι έφτανε ως το γόνα. Τα μουλάρια βουλιάζαν και πέφταν. Τα συνεργεία που ανοίγαν δρόμο αλλάζαν συχνά και η φάλαγγα σταματούσε κάθε λίγο. Κι η θύελλα όλο και δυνάμωνε. Τα φαράγγια κι οι λαγκαδιές αγκομαχούσαν, λες κι η κόλαση ξερνούσε τα σωθικά της. Τα κλαδιά σπάζαν μ’ άγρια ορμή, οι κορφές άγγιζαν τη γης. Οι οξιές ξεριζώνονταν και πέφταν με πάταγο στις χαράδρες. Το παγωμένο χιόνι στριφογυρνούσε πάνω στους νυχτερινούς πεζοπόρους και μαστίγωνε άγρια τα πρόσωπα, τα χέρια. Χωνόταν στα μάτια, ορμούσε στα πλεμόνια και βούλωνε την ανάσα. Το ’νιωθες να σου περνά το κούτελο και να σου τρυπά τα μηλίγγια. Κάποιοι πέφτουν. Τους έχει γκρεμίσει ο αγέρας. Τα μουλάρια ώρες ώρες στυλώνουν τα πόδια και γέρνουν στη μια μεριά να μην τα παρασύρει κι αυτά. Και σκοτάδι πηχτό. Δεν έβλεπες τη μύτη σου. Ο οδηγός είναι το άσπρο χαρτί που έχει καρφιτσωμένο στην πλάτη του ο μπροστινός. Μα και τα χαρτιά αυτά τα ξήλωσε η θύελλα κι όλοι προχωρούν πασπατευτά, αγγίζοντας ο ένας τη ράχη του άλλου.

Οι στιγμές είναι επικίνδυνες σαν σταματήσει η πορεία. Το κρύο τότε απ’ ολούθε χώνεται στην καρδιά, παγώνει τα νεύρα και μουδιάζει το μυαλό. Κι ο ύπνος, ένας ύπνος γλυκός, ακατανίκητος, χύνεται στα μάτια, στην ψυχή. Είναι ο ύπουλος θάνατος που παραμονεύει. Μα τις στιγμές αυτές η ατσάλινη θέληση της φάλαγγας, που τραβάει για να συντρίψει τα οχυρά της Νάουσας, θριαμβεύει. Κανέναν δεν αφήνουν να καθίσει. Άλλοι κάνουν σημειωτόν. Άλλοι πιάνονται χέρι με χέρι και στήνουν το χορό, ενώ το τραγούδι της ζωής ξεπηδάει πεισματικό κι ορμητικό και συγκρούεται με τη θύελλα που μαίνεται, με το θάνατο.

«Απάνω στα ψηλά βουνά αντάρτες ΕΠΟΝίτες…»

Χορεύουν και πρώτες ανάμεσα στους πρώτους οι μαχήτριες, για να βγάλουν ψεύτικο το παλιό παραμύθι: Η γυναίκα είναι αδύνατη.

Κάποιος στέκεται τρέμοντας απ’ τα νύχια ως την κορφή. Αυτός έχασε το κουράγιο του. Κινδυνεύει. Οι άλλοι τρέχουν σιμά του. Παλεύουν μαζί του, πηδούν, τον πετούν στο χιόνι, γελούν κι έπειτα τον σέρνουν στο χορό. Τραγουδάει σε λίγο κι αυτός. Νίκησε!

Ένας άλλος κάθεται ξαφνικά. Μια κούραση φοβερή τον πλακώνει. Χιλιάδες βεντούζες νιώθει να του βυζαίνουν το σώμα. Κι έπειτα ένα ευχάριστο μούδιασμα να τρέχει απ’ όλες τις φλέβες στο κεφάλι και να γαργαλάει τα μηλίγγια.

-Να κοιμηθώ λίγο, σκέφτεται.

Κι έπειτα σβήνουν όλα. Κάτω απ’ τα κρυσταλλιασμένα μουστάκια του έχει παγώσει η αναπνοή. Το συντροφικό όμως μάτι ξαγρυπνά. Τρέχουν μερικοί, τον τρίβουν με το χιόνι, τον κινούν, τον συνεφέρνουν. Σαν ξυπνάει από το λήθαργο, νιώθει τη ζεστή ανάσα του πολιτικού επίτροπου στο πρόσωπό του.

-Είσαι καλά; Κουράγιο.

Κι απορεί για τούτο που γίνεται.

-Μα δεν έχω τίποτε. Είπα να κοιμηθώ λιγάκι.

Έτσι, σε κάθε στάση αναπάντεχη, πολεμούν με τα στοιχεία της φύσης που λυσσομανούν γύρω τους. Κι οι πολιτικοί επίτροποι τρέχουν από την ουρά της φάλαγγας στη κορφή. Βοηθούν, τραγουδούν, εμψυχώνουν. Μα ο δρόμος είναι μακρύς, δύσκολος, νύχτα ατέλειωτη κι η μπόρα όλο και δυναμώνει.

«Πρέπει να περάσουμε. Για το Κόμμα και για το λαό, σύντροφοι...» - Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

«Πρέπει να περάσουμε. Για το Κόμμα και για το λαό, σύντροφοι…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Σαν φτάσαν σε μια κορφή του Καϊμακτσαλάν, σταμάτησε πάλι η φάλαγγα. Οι στιγμές περνούν αργά σαν αιώνες και δε λέει να κινήσει ακόμα. Τα τραγούδια έχουν σταματήσει και μαζί η αντίδραση για τη ζωή. Ένα ρώτημα ξεκινάει από την ουρά της φάλαγγας κι από στόμα σε στόμα φτάνει βραχνά μ’ αγωνία στην κορφή.

-Γιατί σταματήσαμε πάλι;

Κι από την ίδια ανθρώπινη αλυσίδα δίνεται απελπισμένη και σβηστή η απάντηση.

-Χάσαμε το δρόμο. Το δρόμο!

Η παγωνιά, η κούραση κι η ξαγρύπνια ξαναορμήσαν στις καρδιές που τόσο δοκιμάστηκε η αντοχή τους.

Πάλι εναγώνια φτάνει η είδηση από τη φάλαγγα πίσω.

-Ένας ξεπάγιασε. Κει που καθόταν όρθιος, έπεσε κάτω ξαφνικά κι έμεινε ξερός.

Τι θα γινόταν;

Ο πολιτικός επίτροπος της Μεραρχίας τρέχει στην κορφή. Οι οδηγοί και οι ιππείς του Νέστορα στέκονταν τσακισμένοι και αγνάντευαν την απλωσιά μπροστά του, με τα απέραντα χιόνια, το άγνωστο που πάνω του κρεμόταν η άγρια νύχτα με το χαλασμό.

-Τι γίνεται;

-Τι να γίνει σύντροφε. Χάσαμε το δρόμο. Αδύνατο να προχωρήσουμε.

Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Αν μέναν μια ώρα μονάχα εκεί καρφωμένοι, κινδύνευαν όλοι. Και καμιά διαταγή δε χωρούσε τούτη τη στιγμή. Ένας τρόπος έμενε ακόμα στον πολιτικό επίτροπο κι αυτόν αποφάσισε να μεταχειριστεί. Τους μάζεψε γύρω του.

-Σύντροφοι, σας κάνω έκκληση στο όνομα του Κόμματος. Η φάλαγγα κρέμεται στα χέρια σας. Το Κόμμα σας καλεί να δώσετε ό,τι ακόμα μπορείτε. Πρέπει να περάσουμε. Για το Κόμμα και για το λαό, σύντροφοι…

Και τράβηξε μπρος.

-Για το Κόμμα! Για το Κόμμα! μουρμούρισε μέσα από τα κρουσταλλιασμένα μουστάκια ο Ζήσης, ο παππου-Ζήσης όπως τον φωνάζουν τα παιδιά.

Δεν ήταν πιότερο από 35 χρονών ο Ζήσης, όμως τον φώναζαν παππού οι ΕΠΟΝίτες για τα μαλλιά του που ασπρίσαν πρώιμα, για τις βαθιές χαρακιές του στο κούτελο και στο πρόσωπο, που του αφήσαν τα μαύρα χρόνια της σκληρής ζωής και της εξορίας.

-Για το λαό και για το Κόμμα, ξανάπε.

Στη θύμησή του ξαναζωντάνεψαν παλιές ιστορίες και μορφές. Θαρρούσε πως η θύελλα του ’φερνε στ’ αυτιά βογκητά και τ’ αγκομαχητά των συντρόφων του, με τα στραμπουλιγμένα χέρια και τα σκισμένα κορμιά από το βούρδουλα του βάρβαρου καταχτητή και του χαφιέ ταγματαλήτη. Θαρρούσε πως άκουγε τις βρισιές, τις βλαστήμιες και τη λύσσα του βασανιστή να σφυρίζει στα μηλίγγια του.

Αλυσόδετες σκιές από τα κατώγια των φυλακών κι ανάμεσα από τους σιδερόφραχτους φεγγίτες του Γεντί Κουλέ, και δεσμώτες στα ξερόβραχα των νησιών ανεβα-σμένοι, θαρρούσε πως είχαν γυρισμένα κατά πάνω του τα ψηλά ανεμοδαρμένα τους μέτωπα. Και τα φωτεινά τους μάτια τα ’νιώθε καρφωμένα απάνω του μ’ απορία.

-Γιατί, Ζήση, σταματήσατε; Προχώρα! Προχωράτε! Η φάλαγγα δεν έμαθε να σταματά.

Κι οι διακόσιοι του Χαϊδαριού κι οι στραφτερές μορφές με τις υψωμένες γροθιές και τη λεβέντικη κορμοστασιά μπροστά στις μπούκες των ντουφεκιών τού φωνάζαν.

-Εμπρός! Εμπρός!

Και στη σκέψη του αναδεύονταν και μπερδεύονταν σύντροφοι παλιοί και νέοι, ζωντανοί και πεθαμένοι, από το Γράμμο και την Αίγινα, από το Μάλι Μάδι, και τον Αη Στράτη και σμίγαν και περνούσαν ανάκατα με τις αναμνήσεις του ο Γλέζος με τον Πάνο, η Ηλέκτρα με τις ηρωίδες του Βίτσι, ο Μαλτέζος με τον ΕΠΟΝίτη με το παράσημο ανδρείας, οι ΕΛΑΣίτες του Δεκέμβρη με τους υπερασπιστές του Κλέφτη.

Τι ήταν; Αυτοί ήταν το Κόμμα!

Στο μουγκαλητό της θύελλας που λυσσομανούσε, θαρρούσε πως άκουγε τους θρήνους και τους στεναγμούς των μανάδων, τα κλάματα παιδιών, τις φωνές και την οργή των αλυσοδεμένων. Αυτός ήταν ο λαός. Το Κόμμα κι ο λαός τον παράστεκαν και τον κοιτούσαν τούτη τη στιγμή. Χιλιάδες στόματα του φώναζαν:

-Ζήση! Ε, Ζήση! Γιατί σταμάτησες; Προχώρα. Να προχωρήσει η φάλαγγα!…

Σαν αστραπή πέρασαν όλα τούτα από το νου του. Τίναξε δυνατά τα μουδιασμένα χέρια του και γύρισε στους διπλανούς του απότομα και φώναξε δυνατά, όσο μπορούσε δυνατά.

-Για το Κόμμα, σύντροφοι, και για το λαό. Εμπρός. Ζήτω το Κόμμα μας! και ακολούθησε τον επίτροπο.

Λες και κάποια δύναμη μυστική ανάβρυσε από τα βάθια της ψυχής τους και ξεχύθηκε κι άπλωσε και κύλησε στις φλέβες κι έλιωσε τους πάγους του δισταγμού. Μαχητές και στελέχη ορμάνε μπροστά. «Ζήτω το Κόμμα μας!» ακούγεται μια φωνή μέσα στην άγρια νύχτα.

-Για το Κόμμα, σύντροφοι. Για το Κόμμα…

Κι η φράση γίνεται σύνθημα πολεμικό. Η φάλαγγα ζωντανεύει και τραβάει πάλι μπροστά. Και θριαμβευτικό ξαναντηχεί και υψώνεται και χάνεται στ’ άγρια φτερά της θύελλας το τραγούδι της νίκης.

«Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα,
το δίκιο και τη λευτεριά…»

Κείνο το βράδυ πάλαιψε ο άνθρωπος με τη φύση και νίκησε. Νίκησε η πίστη στο Κόμμα και στο λαό.”

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: