Στα χωριά της Μανωλάδας, τα μηνύματα για την αποφυγή του συνωστισμού και την απαγόρευση κυκλοφορίας μεταδίδονται στα αυτοκίνητα του τοπικού δήμου Ανδραβίδας – Κυλλήνης και στα μπενγκάλι, τη γλώσσα των εργατών από το Μπανγκλαντές που απασχολούνται στη συγκομιδή της φράουλας, αλλά και της πατάτας και του κρεμμυδιού. Κανείς δεν τους εξηγεί όμως πώς θα αποφύγουν το συνωστισμό, αφού οι 7000 εργάτες που βρίσκονταν στην περιοχή κατά το ξέσπασμα της πανδημίας ζουν, εργάζονται και κοιμούνται στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Στα παραπήγματα από καλάμι και πλαστικό θερμοκηπίων, τις παράγκες όπως αποκαλούνται στην περιοχή, ζουν δέκα – είκοσι άτομα στον ίδιο χώρο. Μάλιστα πληρώνουν ενοίκιο στα αφεντικά τους, 30 ως 50 ευρώ για αυτή την “πολυτελή” διαβίωση. Οι τουαλέτες είναι αυτοσχέδιες, όπως και το ντους με κρύο βρόχινο νερό που αποθηκεύουν. Στην πρώτη βροχή το χώμα στο έδαφος των παραπηγμάτων γίνεται λάσπη. Ο συγχρωτισμός και η κακή υγιεινή είναι έδαφος στο οποίο ανθούν κάθε χρόνο οι ιώσεις, και κανείς δεν ξέρει αν κάποιες από τις φετινές οφείλονται στον κορονοϊό, αφού κρούσμα δεν έχει επιβεβαιωθεί, αλλά ούτε τεστ διεξάγονται σε αυτό τον ευάλωτο πληθυσμό. Μέχρι πρότινος μεταφέρονταν στις δουλειές τους με κλειστά φορτηγά μεταφοράς ζώων, όπως ακριβώς τους αντιμετωπίζουν τα αφεντικά και το ελληνικό κράτος. Μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας, οι εργάτες αναγκάζονται να περπατούν στη δουλειά, συχνά για αρκετά χιλιόμετρα από την παράγκα που μένουν. Γάντια και μάσκες για τους εργαζόμενους σπανίζουν, αυξάνοντας κι άλλο τις πιθανότητες έκθεσης και μετάδοσης του ιού.
Αναρωτιέται κανείς πώς επιτρέπεται να κυκλοφορούν οι εργάτες με την απαγόρευση κυκλοφορίας, όταν είναι γνωστό ότι η συντριπτική πλειονότητά τους είναι ανασφάλιστη και χωρίς χαρτιά νόμιμης παραμονής στη χώρα. Η κυβέρνηση βρήκε κι εδώ μια “σολομώντειο”, όσο και κυνική λύση, με την οποία οι εργοδότες υποχρεούνται απλά να παρέχουν τη βεβαίωση, χωρίς κάποιον έλεγχο για τις συνθήκες υπό τις οποίες απασχολούν τους εργάτες. Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι αυτό γίνεται για λόγους υγείας, στην πραγματικότητα ωστόσο πρόκεται απλώς για μια θεσμική αναγνώριση της μαύρης εργασίας και της άγριας εκμετάλλευσης των μεταναστών. Κάλλιστα θα μπορούσε το κράτος να επιβάλλει με νόμο τόσο την νομιμοποίηση των εργατών γης – αίτημα που ούτως ή άλλως ήταν επιβεβλημένο και πριν την πανδημία – όσο και την υποχρέωση των εργοδοτών να τους ασφαλίσουν, με αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση ανυπακοής. Το ότι δεν επέλεξε να το κάνει είναι ξεκάθαρο αποτέλεσμα – ταξικής – επιλογής. Η απόφαση φυσικά δεν ισχύει μόνο για τους τσιφλικάδες της Μανωλάδας, αλλά για τα χιλιάδες αφεντικά σε όλη την Ελλάδα που απασχολούν ανασφάλιστους εργάτες, ντόπιους και ξένους.
Την ίδια ώρα, η ανάγκη επιβίωσης γίνεται όλο και πιο πιεστικοί για τους εργάτες, που δεν ξέρουν αν φέτος μετά το τέλος της σοδειάς στη φράουλα θα καταφέρουν να μετακινηθούν σε άλλα μέρη της Ελλάδας για αγροτικές εργασίες. Ο Ραχμάντ πάντως, στο ερώτημα για το αν είναι χειρότερα στη Μανωλάδα ή το Μπαγκλαντές πλέον, απαντά: “Θέλω να γυρίσω στη χώρα μου”.
Πληροφορίες και φωτογραφίες από: solomonmag.org