Γκλόρια Σουάνσον: Παίζοντας με τον φόβο της λήθης
Πέτυχε κάτι που ελάχιστοι ηθοποιοί κατορθώνουν στην ζωή τους: Να πατήσουν 3 φορές πετυχημένα restart στην ζωή τους. Κατάφερε να στιγματίσει την ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου και της αμερικανικής τηλεόρασης ως αγαπημένο πρόσωπο, που μπορεί να έχασε την νεανικότητα του αλλά ποτέ την φλόγα του.
Υπήρξε η πιο ακριβοπληρώμενη ηθοποιός του αμερικανικού βωβού κινηματογράφου. Την ερωτεύτηκε ο Τζόζεφ Κένεντι, πατέρας του μετέπειτα Προέδρου των Η.Π.Α. Τζον Κένεντι. Υπήρξε η πρώτη που παντρεύτηκε έναν γαλαζοαίματο στο Χόλιγουντ. Επιχειρηματίας, υπέρμαχος της υγιεινής ζωής έκανε ένα εξαιρετικό comeback την δεκαετία του ’50 στην μεγάλη οθόνη παίζοντας με τον πιο μύχιο φόβο κάθε ηθοποιού και ανθρώπου.
Γεννήθηκε στις 27/03/1899 στο Σικάγο αλλά μεγάλωσε στο Πόρτο Ρίκο, όπου ο πατέρας της υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως στρατιώτης. Η ιστορία για το πως βρέθηκε στο Χόλιγουντ είναι κοινότυπη: Γύρω στα 15 της, μια από τις θείες της την έπεισε να δουλεύει part-time για ένα μικρό στούντιο κινηματογραφικών ταινιών. Αυτό ήταν. Ύστερα από λίγους μήνες,το μικρόβιο της υποκριτικής είχε χτυπήσει φλέβα. Αποφάσισε πως θα το ακολουθούσε σαν επάγγελμα το 1914.
Συνεργάστηκε άμεσα με όλους τους σπουδαίους ηθοποιούς όπως τον Τσάρλι Τσάπλιν και πήρε από την πρώτη στιγμή ένα γερό μεροκάματο για εκείνη την εποχή.
Το 1916, μετακομίζει στην Καλιφόρνια και γίνεται κινηματογραφικό ζευγάρι με τον Μπόμπυ Βέρνον. Έναν λεπτεπίλεπτο νεαρό κωμικό ηθοποιό με τον οποίο γύρισαν πολλές ταινίες μαζί. Μικρόσωμοι και οι δυο φαίνονταν το τέλειο νεανικό ζευγάρι με το οποίο τόσο τα παιδιά, όσο και οι έφηβοι της Αμερικής του ’10 ήταν ξετρελαμένοι.
Η πρώτη ταινία του 1916 ονομάζεται ”Επικίνδυνο κορίτσι” και η Γκλόρια ντύνεται, για τις ανάγκες του ρόλου αγόρι, ώστε να αποδείξει στον αδερφό και στο αγόρι της πως μια μοιραία γυναίκα τους κορόιδευε και τους έτρωγε τα λεφτά. Ακολουθούν κι άλλες ταινίες όπου πότε εκείνη και πότε ο Μπόμπυ έσωζαν ο ένας τον άλλον από διάφορες περιπέτειες και αναποδιές.
Ενώ η καριέρα της ανατέλλει, στα ερωτικά της φαίνεται να μην έχει την ίδια τύχη. Παντρεύεται στα 17 της τον ηθοποιό Γουάλας Μπίρι, ετών 30 το 1916. Την νύχτα του γάμου της βιάζεται από αυτόν. Όσο η καριέρα της ανεβαίνει, τόσο η δική του βρίσκεται σε τέλμα. Πληρώνει όλα τα έξοδά τους η ίδια. Όταν μετά από λίγους μήνες μένει έγκυος εκείνος την ξεγελά και της δίνει χάπια ώστε να αποβάλλει το παιδί τους. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, το διαζύγιο τους βγαίνει το 1918.
Η Paramount την ανακαλύπτει και το 1919 υπογράφει συμβόλαιο μαζί της. Γυρίζει ταινίες με σκηνοθέτη τον Σεσίλ ντε Μιλ στο τιμόνι και μέσα σε δυο χρόνια η καριέρα της εκτοξεύεται τόσο ώστε η Paramount ικανοποιεί κάθε της καπρίτσιο και όρο στο συμβόλαιό της. Με τον αγαπητό της φίλο και συνάδελφο Ροδόλφο Βαλεντίνο γυρίζουν το 1922 την ταινία ”Πέρα από τα βράχια” και γίνονται το new talk of the town. Και οι δυο όμορφοι και δημοφιλείς σύρουν από πίσω τους, σε κάθε βήμα, μια λαοθάλασσα θαυμαστών.
Οι γυναίκες τρέχουν στις κινηματογραφικές αίθουσες για να δούνε τι ρούχα φορά η Γκλόρια ώστε να την αντιγράψουν. Κόμμωση, μακιγιάζ, νύχια, στυλ αντιγράφονται από άκρη σε άκρη τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.
Στο μεταξύ έχει παντρευτεί για δεύτερη φορά έναν κινηματογραφικό παραγωγό – ιδιοκτήτη εστιατορίου, τον Χέμπερτ Σομπορν με τον οποίο αποκτά μια κόρη. Χωρίζουν το 1925. Ο σύζυγος την κατηγορεί για απιστία, όχι με έναν αλλά με 13 διαφορετικούς άνδρες κατά την διάρκεια του γάμου τους.
Εκείνη, όταν υπογράφεται το διαζύγιο, έχει ήδη ερωτευτεί τον τρίτο κατά σειρά σύζυγο της, έναν Γάλλο Μαρκήσιο, με τον οποίο παντρεύονται άμεσα και στην επιστροφή της στην Αμερική χιλιάδες κόσμου την καλωσορίζουν σαν ”γαλαζοαίματη” με τίτλο.. Ο Μαρκήσιος φυσικά είναι απλά ένας άφραγκος τύπος ο οποίος παρά τον τίτλο του πρέπει να δουλεύει για να ζήσει. Δουλεύει ως παραγωγός στην εταιρεία Pathe στην Αμερική. Έχοντας ήδη δυο παιδιά η ίδια, ένα δικό της και ένα υιοθετημένο, δεν αποφασίζει να δημιουργήσει οικογένεια μαζί του. Το αντίθετο, όταν γνωρίζει τον Τζόζεφ Κένεντι σχεδόν ”διώχνει” από κοντά της τον τρίτο της σύζυγο ξανά πίσω στην Γαλλία για δουλειές του στούντιο.
Το 1927 φεύγει από την Paramount και υπογράφει συμβόλαιο με την United Artists γυρίζοντας πλέον ταινίες που την ενδιαφέρουν. Η πρώτη της ταινίας ”Η αγάπη της Σόνιας” στέφεται με μέτρια επιτυχία, οι συνεργάτες της την εκλιπαρούσαν να γυρίσει στο Χόλιγουντ και στις πιο ανάλαφρες κωμωδίες, με τις οποίες είχε γίνει γνωστή, και εκείνη το αποδέχτηκε ανόρεχτα, αρκεί να γυρνούσε άλλη μια ταινία: την Sadie Thompson με σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή τον Ραούλ Γουόλς. Το σενάριο της ταινίας είχε απορριφθεί για την πικάντικη ιστορία του και τις χυδαίες λέξεις και η Σουάσον έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε να εγκριθεί από την επιτροπή λογοκρισίας του κινηματογράφου και τελικά να βγει στην μεγάλη οθόνη. Υπήρξε μεγάλος θρίαμβος για την ίδια. Προτάθηκε για όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου και η ταινία για την καλύτερη ταινία της χρονιάς. Μέχρι σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου.
Έχοντας δείξει το πραγματικό καλλιτεχνικό της ταλέντο, βρίσκεται να στροβιλίζεται, την ίδια περίοδο, στην δίνη ενός απαγορευμένου έρωτα με τον παντρεμένο επιχειρηματία Τζόζεφ Κέννεντι, πατέρα του μετέπειτα Προέδρου των Η.Π.Α και εξίσου μπερμπάντη και άπιστου συζύγου Τζον Κέννεντι. Ο έρωτας τους υπήρξε θυελλώδης. Παρότι και οι δυο παντρεμένοι με άλλους, όλος ο κόσμος γνώριζε για την σχέση τους.
Μαζί δεν μοιράζονται μόνο το ίδιο κρεβάτι, αλλά κάνουν και επαγγελματικά σχέδια. Γλυκαμένη από την επιτυχία του προηγούμενου φιλμ της, αποφασίζει να γυρίσει μια ακόμα ”μη ηθική ταινία” για τα ήθη της εποχής: ”Η Βασίλισσα Κέλλυ”. Με παραγωγό τον εραστή της και σκηνοθέτη τον Έριχ φον Στρόχάϊμ. Έναν avant-garde και οραματιστή σκηνοθέτη, του οποίου η επιλογή της κόστισε τη σχεδόν χρεοκοπία της. Η ταινία αργούσε να γυριστεί λόγω της τελειομανίας του σκηνοθέτη και τα χρήματα εξανεμίζονταν. Όταν η ταινία ολοκληρώθηκε, στην Σουάνσον δεν άρεσε καθόλου το τέλος του φον Στροχάϊμ, τον οποίο απέλυσε. Η ταινία ολοκληρώθηκε μόλις το 1931, με ένα τέλος που ονομάστηκε το ”Τέλος της Σουάνσον”. Προφητικός τίτλος μια που η ταινία ήταν φιάσκο, η Σουάνσον σχεδόν απένταρη, ενώ ο Κέννεντυ γύρισε πίσω στην γυναίκα του.
Για να τα βγάλει πέρα, άρχισε να γυρίζει την δεκαετία του ’30 ομιλούσες ταινίες, με μοναδική της επιτυχία την ταινία ”Η παραβάτης” το 1929. Για τον ρόλο της κέρδισε ακόμα μια υποψηφιότητα για Όσκαρ… Και μετά τίποτα… Ακολούθησαν άλλες 4 ταινίες μέχρι το 1934 που πέρασαν απαρατήρητες στο κοινό. Τα φώτα άρχισαν να σβήνουν ένα-ένα γύρω της. Καταλαβαίνοντας το επερχόμενο τέλος, αποφασίζει να αποσυρθεί και δημιουργεί μια μικρή εταιρία στη Νέα Υόρκη το 1938. Η εταιρία με το όνομα Multiprises γίνεται καταφύγιο για δεκάδες Εβραίους επιστήμονες και μηχανικούς οι οποίοι προσπαθούν να φύγουν από την Ευρώπη του Χίτλερ. Πολλοί φυγαδεύονται και προστατεύονται από την ίδια κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1948, μπαίνει στην μικρή οθόνη με το πρώτο ζωντανό talk show στην Αμερική που φέρει το όνομα της ”The Gloria Swanson Show” και για μια ώρα καλεί όλους τους παλιούς της φίλους σε συνεντεύξεις. Δεν παραλείπει να μιλά, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, για την υγιεινή διατροφή. Από το 1928, δηλώνει χορτοφάγος, λάτρης της υγιεινής ζωής και υπέρμαχος της οικολογίας.
Με πάνω από 20 χρόνια απουσίας στο μεγάλο κινηματογραφικό πανί, ξαφνιάζεται όταν έρχεται η πρόταση να υποδυθεί τον ρόλο της Νόρμα Ντέισμοντ στην ταινία ”Η λεωφόρος της Δύσης”. Ρόλο που είχαν απορρίψει προηγουμένως η Γκρέτα Γκάρμπο, η Νόρμα Σίρερ και η Πόλα Νέγκρι μην θέλοντας να εκθέσουν την χαμένη τους νεανική ομορφιά μπροστά στον αμείλικτο φακό. Η Σουάνσον το τόλμησε και έτσι υποδύθηκε τον δεύτερο σημαντικό ρόλο της σε ομιλούσα ταινία και έναν ρόλο ορόσημο για την καριέρα της. Η Νόρμα Ντέισμοντ είναι μια ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου, ξεχασμένη από όλους, χαμένη μέσα στις φαντασιώσεις της για επανάκαμψη στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Γνωρίζεται, τυχαία, με τον Τζόι Γκίλλις, έναν όχι και τόσο πετυχημένο σεναριογράφο ταινιών, ψιλο -απατεωνίσκο, ο οποίος της υπόσχεται να την βοηθήσει με το σενάριο της.
Στην ταινία εμφανίζονται σχεδόν όλοι οι παλιοί της φίλοι: Ο Έριχ φον Στροχάϊμ, ο άνθρωπος που της κόστισε μια περιουσία, παίζει τον μπάτλερ της και πρώην σκηνοθέτη και σύζυγ;o της, ο Σεσίλ Ντε Μίλ εμφανίζεται σε ρόλο έκπληξη, το ίδιο και ο Μπάστερ Κίτον και η Άνν Νίλσον. Η ταινία ήταν πραγματικός προσωπικός θρίαμβος για την ίδια. Της χάρισε την τρίτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ και οι προτάσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή. Εκείνη δεν ήθελε με τίποτα να επαναλάβει τον ίδιο χαρακτήρα μέσα σε άλλες ιστορίες και έτσι απέρριπτε οτιδήποτε της θύμιζε την Νόρμα.
Εμφανίζεται σε άλλες τρεις ταινίες χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, με τελευταία το 1975. Εμφανίζεται και δίνει συνεντεύξεις σε πολλά talk shows και συμμετέχει σε τηλεπαιχνίδια. Δεν σνομπάρει καμία πρόσκληση και εμφανίζεται δίπλα σε σταρ της ξέφρενης εποχής των ’60 και ’70 όπως ο Τζον Λένον και η Τζάνις Τζόπλιν. Για τον Τζον Λένον κατέθεσε ως μάρτυρας μπροστά στην επιτροπή μετανάστευσης ώστε να λάβει την μόνιμη άδεια παραμονής στην Αμερική.
Γράφει την αυτοβιογραφία της ”Η Σουάνσον για την Σουάνσον” το 1980 και γίνεται μπεστ σέλερ. Όλοι μιλούν πάλι για κείνη: το παλιό Χόλιγουντ, τους πρωταγωνιστές του βωβού κινηματογράφου, τους έρωτές της, τους αποτυχημένους γάμους της.
Τρία χρόνια αργότερα αφήνει την τελευταία της πνοή στην Νέα Υόρκη, σε ηλικία 84 χρονών από καρδιακή ανεπάρκεια.
Η Σουάνσον υπήρξε μια δυναμική γυναίκα η οποία πέτυχε κάτι που ελάχιστοι ηθοποιοί κατορθώνουν στην ζωή τους: Να πατήσουν 3 φορές πετυχημένα restart στην ζωή τους. Ακόμα και αν η διάρκεια της επιτυχίας των δυο τελευταίων ήταν μικρή, κατάφερε να στιγματίσει τόσο την ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου με την ταινία ”Η Λεωφόρος της Δύσης” όσο και με την εμφάνισή της στις οθόνες της αμερικανικής τηλεόρασης ως αγαπημένο πρόσωπο, που μπορεί να έχασε την νεανικότητα του αλλά ποτέ την φλόγα του.