Το παράδειγμα του κυρ-Αριστείδη
Οι καιροί ήταν, είναι και θα συνεχίσουν να είναι δύσκολοι. Οι μέρες αυτές όμως δεν είναι ακόμα μια δικαιολογία και αφορμή για να κουνήσουμε το δάκτυλο
Διαβάζω εδώ και μέρες για όλους εκείνους τους παππούδες που δε σέβονται τίποτα και τριγυρνούν έξω ενώ έχουν επιβληθεί μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας. Για εκείνους τους παππούδες-κωλόγερους (sic.) που αψηφούν τα πάντα και θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά κι όλους όσοι εξακολουθούν να κινούνται στους δρόμους – πάντοτε υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας, ε; Βλέπω να εκτοξεύεται και να διαχέεται τόσο μένος…
Κανείς δε μιλά όμως για όλα εκείνα τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου, τις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες, οι οποίοι πήραν πρωτοβουλία οι ίδιοι να μείνουν στα σπίτια τους, κόβοντας …μαχαίρι οποιαδήποτε φυσική επαφή με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, λογιζόμενοι οι ίδιοι πρώτα απ’ όλα της κρισιμότητα της κατάστασης. Όλοι εκείνοι που βλέπουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα μόνο μέσω μιας κάμερας (τεχνολογία, γαρ) ή μέσα από το τζάμι όταν εκείνα τους φέρνουν μια σακούλα με τρόφιμα ή φάρμακα. Θαρρείς πως για κάθε άνθρωπο που πέρασε στη ζωή του σαράντα κύματα, ίσως έζησε πόλεμο, δικτατορία, κυνηγήθηκε, θαρρείς πως έγινε όνειρό του το να “εγκλωβιστεί” σε λίγα τετραγωνικά;
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι κι ο κύριος Αριστείδης στην απέναντι πολυκατοικία. Βλέπεις, μεγάλο κήπο δεν έχει ο κυρ-Αριστείδης, μήτε ρετιρέ. Τρεις φορές τη μέρα ανελλιπώς, ωστόσο, βγαίνει στο μπαλκόνι του και κόβει βόλτες πέρα – δώθε. Μερικές φορές του κάνει παρέα το μικρό του ραδιοφωνάκι, άλλες φορές μιλά με το κορίτσι του – όπως φωνάζει γλυκά τη γυναίκα του -, άλλες φορές ξαποσταίνει σε μια ξεβαμμένη καρέκλα σκηνοθέτη με το βεραμάν πανί διαβάζοντας το βιβλίο του για ώρες.
Σήμερα, όπως άνοιγα τα πατζούρια το πρωί, είδα τον κυρ-Αριστείδη να μεταφυτεύει έναν βασιλικό. Του φώναξα διστακτικά μια καλημέρα. Είναι τέτοιες οι μέρες που δε ξέρεις τι φορτίο μπορεί να κουβαλά ο καθένας μέσα του, οπότε συχνότερα από ποτέ ζυγιάζεις ακόμα και τις πιο απλές λέξεις που θα βγουν από το στόμα σου.
Μου ανταπέδωσε την καλημέρα κι αφού είπαμε δυο κουβέντες, μου εξομολογήθηκε πως χάρηκε που τα είπαμε γιατί “Είναι κρίμα κορίτσι μου να ζούμε τόσο κοντά και να είμαστε τόσο μακριά! Τώρα που είμαστε κλεισμένοι μέσα, ίσως ήρθε η ώρα να ανοίξουμε τα μυαλά μας και τις …μπαλκονόπορτές μας με δυο κουβέντες στους γείτονες – συνοδοιπόρους”. Σάστισα, αλλά κράτησε μόνο για δυο στιγμές. Του είπα πως η μυρωδιά του βασιλικού μου θυμίζει τους δικούς μου παππούδες, που αν και τους βλέπω πλέον μόνο μέσα από μια κάμερα, μου δώσανε σα φυλαχτό αυτή τη μυρωδιά του βασιλικού, να θυμάμαι όλα τα όμορφα που μας περιμένουν εκεί έξω.
Γι’ αυτό μην είστε κακεντρεχείς. Ποτέ κανείς δε ξέρει την ιστορία του διπλανού του. Ίσως εκείνος που στραβοκοιτάξατε στο δρόμο να μην έχει την πολυτέλεια της συντροφιάς και να μη μπορεί να τα φέρει βόλτα.
Οι καιροί ήταν, είναι και θα συνεχίσουν να είναι δύσκολοι. Οι μέρες αυτές όμως δεν είναι ακόμα μια δικαιολογία και αφορμή για να κουνήσουμε το δάκτυλο.