Ευρωπαϊκή αποκαθήλωση: Όταν τα αστέρια χάνουν (ξανά) τη λάμψη τους
Στον «πόλεμο» της επόμενης μέρας θα βρεθούμε απέναντι σε έναν εχθρό που θα είναι ορατός, με σάρκα και οστά, και θα στέκεται μπροστά μας, επιδεικνύοντας τα όπλα του. Για να τον αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά θα πρέπει να έχουμε άξιους συμπαραστάτες ή, τουλάχιστον, να μην έχουμε δίπλα μας ανθρώπους που να υπονομεύουν την προσπάθειά μας.
Λέγεται συνήθως πως στις μεγάλες κρίσεις παραμερίζονται τα αντικρουόμενα συμφέροντα για χάρη του κοινού καλού, πως τα ατομικά οφέλη αντικαθίστανται από την ενότητα και την ομοψυχία. Πρόκειται για δύο έννοιες, που τις ακούμε συχνά και στη χώρα μας από τη κυβέρνηση, την αντιπολίτευση και πλείστους όσους δημοσιολογούντες. Κατά πόσο, όμως, αυτή η ενότητα και η ομοψυχία που μας καλούν να επιδείξουμε, υπάρχει στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υποθέτουμε πως θα έπρεπε να δίνει πρώτη το παράδειγμα;
Το πλαίσιο πριν τη συμφωνία
Αν άκουγε κανείς τους ευρωπαίους αξιωματούχους τις τελευταίες μέρες, θα αντιλαμβανόταν πως είχε να κάνει με στυγνούς γραφειοκράτες που κατεργάζονταν απλώς τρόπους για να παραμείνει βιώσιμο το χρέος των κρατών – μελών ή να μην αντιδράσουν αρνητικά οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης, τη στιγμή που τα θύματα αυξάνονται καθημερινά σε όλο τον κόσμο, έχοντας ήδη ξεπεράσει τις 100.000.
Στις Βρυξέλλες, ο καθένας εξέθετε τις προσωπικές του ονειροφαντασίες, που εκτείνονταν από γενικόλογα ευχολόγια για την αδήριτη ανάγκη ομοσπονδοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι τον συνδυασμό προοδευτικής δημοσιονομικής πολιτικής – με ό,τι ο καθένας μπορεί να συμπεράνει από αυτό.
Παράλληλα, η Ιταλία απειλούσε με αποχώρηση από αυτό το ευρωπαϊκό συνονθύλευμα, αν συνεχίσει να πορεύεται χωρίς καμία βοήθεια σε αυτή την πρωτοφανή κρίση που μαστίζει το εσωτερικό της, ενώ ο Ιταλός πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε, ζητούσε επιτακτικά την αμοιβαιοποίηση του νέου χρέους, μέσα από την έκδοση «κορονο-ομολόγου» (δανεισμός με τους ίδιους όρους για όλους), για να μπορέσει να στηρίξει τις μεγάλες ιταλικές επιχειρήσεις και να προσφέρει ένα πειστικό αφήγημα στον ιταλικό λαό για την επόμενη μέρα. Η Γερμανία, όμως, θεωρούσε πως κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε τριγμούς στον κυβερνητικό της συνασπισμό και θα προκαλούσε τετελεσμένα και προς την κατεύθυνση των δημοσιονομικών θεμάτων, ενώ παράλληλα θα έθετε σε κίνδυνο τον πρωταγωνιστικό ρόλο των επιχειρηματικών της ομίλων την επόμενη μέρα. Φυσικά, δεν αντιπαρατασσόταν ανοιχτά η ίδια, αφήνοντας την Ολλανδία να βγάλει το φίδι από την τρύπα, ζητώντας όρους και προϋποθέσεις από την Ιταλία για να στηριχτεί οικονομικά – κοινώς μνημόνιο.
Η Γερμανία απλώς παρατηρούσε τις ζυμώσεις που πραγματοποιούνταν ανάμεσα στα κράτη – μέλη, διαδίδοντας προς τα έξω πως δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου για να δημιουργηθεί ένα καινούργιο εργαλείο, σαν το «κορονο-ομόλογο», κάτι που δήλωσε και ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Habemus συμφωνία
«Τα ευρωομόλογα τέθηκαν στο τραπέζι, οι όροι (για την εξασφάλιση χρηματοδότησης κρατών από πλευράς) του ΕΜΣ αποσύρθηκαν από το τραπέζι», ανέφερε o Ιταλός υπουργός Οικονομικών, Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι, δείχνοντας φανερά ικανοποιημένος με την επίτευξη της συγκεκριμένης συμφωνίας, ενώ ο Γάλλος υπουργός οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, ανέφερε πως πρόκειται για μια «εξαιρετική συμφωνία».
Αν κοιτάξουμε λίγο καλύτερα τα σημεία της συμφωνίας, όμως, θα αντιληφθούμε πως αυτές οι δηλώσεις δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ένας κακής κοπής συμβιβασμός σαν μία πολλά υποσχόμενη λύση. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά σε «κορονο-ομόλογα», για τα οποία ορισμένοι ξέχασαν πως έθεταν και θέμα παραμονής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά μόνο ένα πακέτο χρηματοδότησης ύψους 540 δισ. ευρώ, ποσό πολύ μικρότερο από τα μέτρα ύψους 1,5 τρισ. ευρώ που επισημαίνει η ΕΚΤ πως μπορεί να χρειαστεί φέτος μόνο η Ευρωζώνη.
Το πακέτο περιλαμβάνει χορηγήσεις δανείων στα κράτη – μέλη, με μερικά μάλιστα από αυτά να έχουν την ταμπέλα «προγράμματα επιδότησης εργασίας» (προγράμματα SURE) που θα δοθούν σε επιχειρήσεις στο όνομα της απασχόλησης, ενώ ταυτόχρονα θα ξεκινήσει η αποπληρωμή τους με μέτρα λιτότητας, που θα βαφτιστούν ως «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» για να επιβληθούν σε αυτούς που θεωρητικά θα στήριζαν.
«Ο ESM μπορεί να προσφέρει οικονομική βοήθεια σε χώρες χωρίς όρους για υγειονομικά έξοδα. Θα διατεθεί επίσης για οικονομική στήριξη, αλλά με όρους. Αυτό είναι δίκαιο και λογικό. Είμαστε και θα παραμείνουμε αντίθετοι στα ομόλογα-corona», δήλωσε ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, Γούπκε Χούκστρα, κερδίζοντας αυτό ακριβώς που ήθελε, με το να παραχωρήσει απλώς τη συναίνεσή του σε μια ασαφή δήλωση στη συμφωνία που παραπέμπει την εξέταση «καινοτόμων χρηματοοικονομικών εργαλείων» σε κάποιο αόριστο μέλλον. Μια φράση που δόθηκε χαριστικά στους πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Ιταλίας για να μπορέσουν (;) να κοιτάξουν στα μάτια τους πολίτες τους, υποστηρίζοντας πως μέσα από ένα τόσο σκληρό μπρα ντε φερ βγήκαν (κι αυτοί) κερδισμένοι.
Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, πιστεύει πως οι αποφάσεις που πήραν, απάντησαν «στο αίτημα των πολιτών για μια Ευρώπη που βοηθά», θεωρώντας πιθανότατα πως ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, με τα αγεφύρωτα συμφέροντα που υφίστανται μεταξύ των κρατών-μελών, αφού δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση «βοήθεια» ο κυβερνητικός χρόνος που επιχειρείται να αγοραστεί από τέτοιους είδους συμφωνίες που δίνουν τη δυνατότητα να ερμηνεύονται καταπώς βολεύει τον καθέναν.
Η επόμενη μέρα
«Στέρησε το μέλλον από τον άνθρωπο και έχεις διαπράξει κάτι χειρότερο και από φόνο», υποστήριζε ο σπουδαίος Βρετανός συγγραφέας, John Berger, και έχει νόημα να το θυμόμαστε για να μην ξεχνάμε το διακύβευμα της επόμενης μέρας, ειδικά σήμερα που αρκετοί ισχυρίζονται πως είναι εξαιρετικά θετικό πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποκτήσει εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων, μετά την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 2008, κι άρα είναι περισσότερο προετοιμασμένη για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας πανδημίας. Αν, όμως, αυτό το ερμηνεύσει κανείς από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων – λαμβάνοντας υπόψη όλα τα μέτρα που πάρθηκαν στις πλάτες τους τα προηγούμενα χρόνια – και όχι των τεχνοκρατών των Βρυξελλών, θα συνειδητοποιήσει πως αυτή η εμπειρία αποτελεί οιωνό αρνητικών εξελίξεων.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως πρόκειται για μια κρίση που κανείς δεν μπορεί να την αποδώσει σε αβελτηρίες, κακοδιαχείριση, δημοσιονομικές υπερβολές και θεσμικές διαστρεβλώσεις, όπως αυτή του 2008, όπου κάποιοι μπόρεσαν με αυτόν τον τρόπο να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο από τους πραγματικούς υπαίτιους της κρίσης. Υπενθυμίζουμε πως προβάλλοντας τότε απλώς ανίκανους managers, αδύναμους να προβλέψουν την κρίση και κατ’ επέκταση να τη διαχειριστούν, υποβάθμιζαν εμπρόθετα τον ρόλο των αγορών και της ίδιας της εγγενής φύσης του καπιταλιστικού συστήματος να προκαλεί οικονομικές κρίσεις.
Γι’ αυτό και τώρα το αφήγημά τους παρακάμπτει το «Μαζί τα φάγαμε» (που δεν ήταν μόνο ελληνικό αφήγημα) και πάει κατευθείαν στο «Μαζί θα πληρώσουμε», επιχειρώντας να προετοιμάσουν τον κόσμο για νέα αντιλαϊκά μέτρα, που δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσουν και ούτε μπορούμε να εικάσουμε, στοιχείο που οξύνει το αίσθημα αβεβαιότητας.
Αυτά τα νέα μέτρα, όμως, θα έρθουν να προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα, δηλαδή, κατά μία έννοια, ο λαός θα κληθεί να μπει σε μια νέα κρίση, χωρίς να έχει εξέλθει από την προηγούμενη.
Απολύσεις (ήδη χάθηκαν περίπου 42.000 θέσεις εργασίας τον Μάρτιο), μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, περαιτέρω εντατικοποίηση και ευελιξία στην αγορά εργασίας, ενώ το κερασάκι στην τούρτα πιθανότατα να δώσει η μετακύλιση χρέους του ιδιωτικού τομέα προς τον δημόσιο για να διασωθούν μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό, όμως, θα έχει σαν συνέπεια να αυξηθεί το δημόσιο χρέος, στο όνομα του οποίου έλαβε χώρα η κοινωνική αποσάθρωση της προηγούμενης δεκαετίας. Όταν ο ΟΟΣΑ αναφέρει πως μπορεί η μείωση του ελληνικού ΑΕΠ να φτάσει έως και το 35%, εύλογα αναρωτιόμαστε για τους τρόπους με τους οποίους θα αντιμετωπιστεί αυτή η μείωση.
Όλα αυτά που περιγράφουμε προσιδιάζουν σε «πόλεμο», με έναν εχθρό που είναι ορατός, με σάρκα και οστά, και στέκεται μπροστά μας, επιδεικνύοντας τα όπλα του. Για να τον αντιμετωπίσει κανείς αποτελεσματικά θα πρέπει να έχει άξιους συμπαραστάτες ή, τουλάχιστον, να μην έχει δίπλα του ανθρώπους που να υπονομεύουν την προσπάθειά του.
«Έχασα την πίστη του στο σύστημα», ανέφερε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERC), Μάουρο Φεράρι, υποβάλλοντας την παραίτησή του «άκρως απογοητευμένος από την ευρωπαϊκή απάντηση στη νόσο Covid-19».
Αυτή την πίστη χάνουν αυτές τις μέρες και οι τελευταίοι που είχαν απομείνει να στοιχίζονται πίσω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να την ακολουθούν τυφλά, φοβούμενοι να πιστέψουν πως υπάρχει ζωή και έξω από αυτήν.