Ζαν -Πολ Μπελμοντό: Ο αιώνιος έφηβος του Γαλλικού Κινηματογράφου
Η εικόνα του, ως νέου, με το τσιγάρο στο στόμα και το χαριτωμένο χαμόγελο μας θυμίζει κάτι από την δική μας εφηβεία.
Αν και έπαιξε σε πολλές ταινίες δράσης απο την δεκαετία του ’70 και μετά, ο Μπελμοντό συνδέθηκε στην μνήμη μας, αθέλητα, με το νέο γαλλικό κύμα στον κινηματογράφο. Η εικόνα του, ως νέου, με το τσιγάρο στο στόμα και το χαριτωμένο χαμόγελο μας θυμίζει κάτι από την δική μας εφηβεία.
Γεννημένος στις 9 Απριλίου του 1933 στην Γαλλία, ο Μπελμοντό ξεκίνησε την ζωή του μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο τέχνη. Οι γονείς του ήταν απόφοιτοι της Σχολής Καλών Τεχνών. Ο πατέρας του γλύπτης και η μητέρα του ζωγράφος . Από μικρή ηλικία, προσπάθησαν να τον στρέψουν να ασχοληθεί με κάποια μορφή τέχνης.
Παρά τα δύσκολα οικονομικά τους, φρόντισαν να τον στείλουν στα καλύτερα αστικά σχολεία της εποχής, τα οποία τα βρήκαν σκούρα, με τον μικρό απείθαρχο μαθητή τους. Ο Μπελμοντό δεν έδειχνε καμία κλίση προς την τέχνη ή τα μαθήματα. Είχε τρομερή ενέργεια, την οποία έβγαζε κάνοντας σκανδαλιές και δημιουργώντας προβλήματα, σε όποιο σχολείο και αν πήγε. Για να εκτονωθεί όλη αυτή η ένταση, τον κατεύθυναν να ασχοληθεί με πολλά αθλήματα ταυτόχρονα. Έκανε ποδηλασία, έπαιζε ποδόσφαιρο και λάμβανε μαθήματα μποξ.
Ήταν τόσο καλός στο τελευταίο άθλημα, που είχε αποφασίσει να ασχοληθεί επαγγελματικά μαζί του. Στον πρώτο του αγώνα το 1949, ο αντίπαλος του πέφτει νοκ-άουτ από τον πρώτο γύρο. Ήταν πραγματικά αήττητος πάνω στο ρινγκ. Η πορεία του ανακόπτεται όταν παθαίνει φυματίωση.
Η ασθένεια του τον οδήγησε να σκεφτεί την υποκριτική. Αποφασίζει να δώσει εξετάσεις στην Κρατική Δραματική Σχολή του Παρισιού το 1951, αποτυγχάνει και γίνεται δεκτός μόνο σαν ακροατής. Δίνει για δεύτερη φορά και πάλι τρώει πόρτα. Καταφέρνει να μπει με την τρίτη φορά, προς μεγάλη απογοήτευση των καθηγητών της σχολής, οι οποίοι δεν πιστεύουν καθόλου στο ταλέντο του και δεν χάνουν ευκαιρία να του το δείχνουν απροκάλυπτα. Τον χρησιμοποιούν για δεύτερους ρόλους και τον επικρίνουν συχνά για το χαλαρό φυσικό τρόπο που τους υποδύεται. Δεν έβρισκαν καμία υποκριτική δεινότητα σε ένα φλατ παίξιμο.
Έμεινε στην σχολή μέχρι το 1956 και ενώ στην τελική παράσταση της αποφοίτησης το κοινό τον αποθέωνε, οι καθηγητές ακόμα αναρωτιόντουσαν γιατί του έδωσαν δίπλωμα.
Το πρώτο του θεατρικό ντεμπούτο στέφεται με αποτυχία. Η Μήδεια του Ζαν Ανουίγ αποδείχτηκε η πρώτη και μοναδική αποτυχία του θεατρικού συγγραφέα επί σκηνής. Ακολουθεί ένας ρόλος σε μια κινηματογραφική ταινία, η οποία αν και γυρίζεται το 1956, καταφέρνει να βγει στις αίθουσες μόλις το 1967. Παίζει δεύτερους ρόλους σε μέτριες ταινίες και η καριέρα του δεν φαίνεται να παίρνει τα πάνω της.
Η τύχη του χαμογελά στην ταινία ”Κυριακάτικη συνάντηση” του Μαρκ Αλεγκρέ όπου το χαλαρό, φυσικό παίξιμο, για το οποίο τόσο κατηγορήθηκε μέσα στην Δραματική σχολή, τραβά την προσοχή του Γκοντάρ. Στο πρόσωπό του βλέπει τον πρωταγωνιστή που έψαχνε. Έναν μποέμ νεαρό τύπο, ο οποίος θα μπορούσε να γίνει το σύμβολο του νέου κύματος στο γαλλικό κινηματογράφο και στους νέους σκηνοθέτες που έψαχναν ένα διαφορετικό τρόπο ερμηνείας από το συνηθισμένο ως τότε.
Εκείνος, αν και ζούσε, όπως το απαιτούσε η μόδα της εποχής, όντως σαν μποέμ καλλιτέχνης με την γυναίκα του Ρενέ Κονστάνς, χορεύτρια στο επάγγελμα, στην πραγματικότητα δεν ήταν οπαδός τόσο αυτής της τάσης αλλά βούτηξε την ευκαιρία να συνδέσει το όνομά του με αυτό το κύμα.
Το 1960 γυρίζει με τον Γκοντάρ την ταινία ”Με κομμένη την ανάσα”, που μπορεί να μην σημείωσε τότε μεγάλη επιτυχία αλλά σήμερα θεωρείται κλασική του ρεύματος. Η δεκαετία του ανήκει. Η συνεργασία του με σκηνοθέτες του νέου γαλλικού κύματος δεν τον εμποδίζει να κάνει διάσπαρτα και συνεργασίες με άλλους σκηνοθέτες. Συμμετέχει σε πολλές ιταλικές παραγωγές με πιο γνωστή την ταινία ”Η Ατιμασμένη” του Βιττόριο Ντε Σίκα με πρωταγωνίστρια την Σοφία Λόρεν. Συνεχίζει με δεύτερη ταινία με τον Γκοντάρ στο ”Η κυρία θέλει έρωτα” δίπλα στην Άννα Καρίνα και τον Ζαν -Κλωντ Μπριαλί.
Με το ένα πόδι πατά στο νέο γαλλικό κύμα ενώ παράλληλα δοκιμάζει την τύχη του και σε ταινίες περιπέτειας, πιο εμπορικές, απευθυνόμενος σε ένα κοινό που φαίνεται να αναζητά από τότε και το βρίσκει μια δεκαετία αργότερα, όταν πλέον έχει κατακτήσει την αναγνώριση σαν ηθοποιός. Το 1962, γυρίζει την δεύτερη ταινία του με τον Ζαν-Πιερ Μέλβιλ ”Ο χαφιές” ενώ η ταινία του με τον Φιλίπ ντε Μπροκάς ”Cartouche” γίνεται η πρώτη του μεγάλη επιτυχία. Περισσότερο από 3 εκατομμύρια Γάλλοι συρρέουν στους κινηματογράφους για να την δουν.
Το 1964, μαζί κάνουν την ταινία ”Ο άνθρωπος από το Ρίο” η οποία σπάει ταμεία και φέρνει 5 εκατομμύρια Γάλλους στην αίθουσα. Πλέον έχει κερδίσει την αναγνώριση από κοινό και κριτικούς και θεωρείται στα 31 του, ο πιο περιζήτητος ηθοποιός της γενιάς του. Εκλέγεται πρόεδρος του Συνδικάτου Γάλλων Ηθοποιών και προσπαθεί να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς αμοιβές για τους συναδέλφους του, κοινωνική ασφάλιση, πληρωμένες άδειες, ταμείο ανεργίας, συνεχή σεμινάρια για την επαγγελματική κατάρτιση των ηθοποιών, παρουσία γιατρού εργασίας στο χώρο γυρισμάτων και παραστάσεων και εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς σύνταξης.
Συναντά την Ούρσουλα Άντρες στα γυρίσματα της ταινίας ”Ο κατάσκοπος των δυο ηπείρων”, ερωτεύονται παράφορα και αποφασίζει να χωρίσει με την γυναίκα του και να την ακολουθήσει για 6 μήνες στο Χόλιγουντ. Το Χόλιγουντ, όμως, νιώθει πως δεν του ταιριάζει. Εγκαθιστώνται μόνιμα στην Γαλλία, όπου το 1965 γυρίζει την ταινία ”Ο Τρελός Πιερό”, πάλι Γκοντάρ και πάλι Καρίνα. Η ταινία γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και γίνεται μια από τις πιο γνωστές ταινίες που έχουν γυρίσει μαζί.
Η δεκαετία του ’70 ανοίγει εντυπωσιακά με το φιλμ ”Μπορσαλίνο” του Ζακ Ντερέ με συμπρωταγωνιστή, το αντίπαλο δέος του, τον υπερβολικά όμορφο Αλέν Ντελόν. Η ταινία έσπασε τα ταμεία, πέρα από τις καρδιές των γυναικών, που έβλεπαν έναν ασχημούτσικο γόη δίπλα στην απολλώνια ομορφιά του Ντελόν. Παρά την μεγάλη εμπορική επιτυχία, ο Μπελμοντό δεν κατάφερε να εισπράξει όσα ο Ντελόν από αυτή, καθότι ο τελευταίος ήταν και παραγωγός της. Ο Μπελμοντό γεμάτος ζήλια αποφάσισε να περάσει και εκείνος στο χώρο της παραγωγής ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί το brand name του.
Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας, κυνηγά τις εμπορικές ταινίες, όπου υποδύεται πότε τον κακοποιό και πότε τον αστυνομικό γεμίζοντας τις αίθουσες και στις δυο περιπτώσεις. Η εμπορική αποτυχία της ταινίας ”Σταβίνσκι” τον απογοητεύει, ευτυχώς επανακάμπτει και το 1975 γυρίζει την ταινία ”Τρόμος πάνω από την πόλη” όπου παίζει ένα σκληροτράχηλο αστυνομικό που κυνηγά ένα καρτέλ ναρκωτικών στην Μασσαλία. Η φήμη του μεγαλώνει καθώς αρνείται να ντουμπλαριστεί από κασκαντέρ και γυρίζει μόνος του τις επικίνδυνες σκηνές με πιο χαρακτηριστική αυτή που πηδά από ελικόπτερο στο κενό.
Οι ταινίες του γίνονται ανάρπαστες και αποφέρουν τεράστια κέρδη. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, γυρίζει δυο μεγάλες εμπορικές επιτυχίες όπως ”Ο επαγγελματίας” και ”Ο περιθωριακός”, ωστόσο οι κριτικοί αρχίζουν και στρέφονται εναντίον του για τους τυποποιημένους ρόλους που επιλέγει συνεχώς να παίζει.
Μόλις το 1988 καταφέρνει να ξεφύγει από την μανιέρα του στην ταινία ”Ο κυνηγός της περιπέτειας”. Για την ερμηνεία του κερδίζει το 1989, το βραβείο Σεζάρ, το οποίο δεν σηκώνεται από την θέση του να το παραλάβει. Όπως ο ίδιος δήλωσε, τον ένοιαζε να βρεθεί υποψήφιος όχι να το κερδίσει και να πάρει το αγαλματίδιο στο σπίτι.
Από την δεκαετία του ’90 και μετά εμφανίζεται σποραδικά σε διάφορες ταινίες, οι οποίες δεν καταφέρνουν να σημειώσουν εμπορική επιτυχία ή να ξεχωρίσουν σεναριακά. Προβλήματα υγείας με την καρδιά του, κυρίως, τον έχουν κρατήσει έξω από το καλλιτεχνικό στερέωμα από το 2001, γυρίζοντας μόνο μια ταινία το 2009 ”Ο άνθρωπος και ο σκύλος του”.
Παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, λάτρης των ωραίων γυναικών, δεν δίστασε να γίνει πατέρας για τέταρτη φορά στα 70 του χρόνια από την κατά πολλά χρόνια νεότερη σύζυγο του Νατί Ταρντιβέλ το 2002. Σύμφωνα με την ίδια, είχε ζητήσει αυτόγραφο από τον μέλλοντα σύζυγό της το 1975 σε ηλικία 10 ετών ενώ εκείνος συνοδευόταν από την Ούρσουλα Άντρες. Χώρισαν το 2008 εξαιτίας του μοντέλου Μπάρμπαρα Γκαντόλφι με την οποία χώρισε το 2012.
Τα τελευταία χρόνια κάνει σπανίως την εμφάνισή του μπροστά στις κάμερες, επιλέγοντας να εμφανίζεται μόνο σε επίσημα φεστιβάλ από όπου συνήθως όλο και κάποιο βραβείο για το σύνολο της καριέρας του κερδίζει.
Αποτέλεσε από τους πιο γοητευτικούς ”άσχημους” του κινηματογραφικού πανιού. Κατάφερε να διαψεύσει όλους εκείνους που δεν πίστευαν στο ταλέντο του. Κατάφερε να γίνει σεβαστός τόσο από τον καλλιτεχνικό όσο και τον εμπορικό κινηματογράφο. Ερωτεύτηκε και τον ερωτεύτηκαν οι ομορφότερες γυναίκες. Άφησε το δικό του στίγμα όχι μόνο στο γαλλικό ή ευρωπαϊκό κινηματογράφο αλλά στον παγκόσμιο. Όχι λίγα κατορθώματα για έναν και μόνο άνθρωπο, ne pas?
Σήμερα γίνεται 87 και του ευχόμαστε ολόψυχα να τα εκατοστήσει… Άλλωστε κοντά είναι…