Τεχνολατρία και αλλοτρίωση
Όσοι αντιμετωπίζουν τις νέες τεχνολογίες ως ευλογία, ως από μηχανής θεό ικανό να λύσει μονομιάς όλα τα φλέγοντα προβλήματα, χωρίς να τις συνδέουν με το ζήτημα μιας δομικής κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, είναι το ανεστραμμένο είδωλο των αρνητών της τεχνολογικής και επιστημονικής εξέλιξης που υποστηρίζουν τον πρωτογονισμό
Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, τόσο κυβερνητικά στελέχη όσο και απλοί πολίτες αναδεικνύουν ως ένα από τα θετικά της υγειονομικής κρίσης την υποχρεωτική εξοικείωση του κόσμου και ιδιαίτερα των μεγαλύτερων ηλικιών με τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Μάλιστα, σε πολλούς τομείς το σκεπτικό αυτό επεκτείνεται μέχρι του σημείου πλήρους υποκατάστασης της προσωπικής με τη διαδικτυακή επικοινωνία, η οποία θεωρείται πιο εύχρηστη φθηνή και ευέλικτη, αφού απαιτεί πολύ λιγότερο χρόνο και κόπο από τους συμμετέχοντες. Το επιχείρημα αυτό μπορεί να φαίνεται σε πολλούς αυτονόητο και προοδευτικό, όμως τόσο η θεωρία όσο και η πράξη αποδεικνύουν ότι μόνο τέτοιο δεν είναι.
Σε θεωρητικό επίπεδο, η εξύμνηση των απελευθερωτικών δυνατοτήτων της τεχνολογίας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιείται και ο στόχος και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί είναι μια βαθιά προβληματική προσέγγιση. Η τεχνολογία, ως παραγωγική δύναμη, είναι απρόσωπη και ουδέτερη, δεν είναι αφ’ εαυτής προοδευτική ή αντιδραστική. Είναι ένα εργαλείο που δεν δημιουργεί από μόνο του κοινωνικές σχέσεις αλλά επιδρά στις ήδη υπάρχουσες, άλλοτε ενισχυτικά και άλλοτε διαλυτικά. Η αξιολόγησή του λοιπόν εξαρτάται από το είδος αυτών των σχέσεων, που με τη σειρά τους ανάγονται στο εκάστοτε κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα του οποίου αποτελούν τον πυρήνα. Στην περίπτωσή μας, σε συνθήκες νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και άκρατης εμπορευματοποίησης και εξατομίκευσης των κοινωνικών σχέσεων και όσο αυτή δεν αμφισβητείται ριζικά, οι νέες τεχνολογίες τείνουν να την ενισχύουν.
Για να πάμε σε συγκεκριμένα και εμπειρικά κατανοητά παραδείγματα, εξόχως αποκαλυπτική της αλλοτριωτικής-εκμεταλλευτικής επίδρασης της τεχνολογίας είναι η περίπτωση της περίφημης τηλε-εκπαίδευσης ή του ψηφιακού σχολείου που επιχειρείται να τεθεί σε εφαρμογή για να αναπληρωθούν οι χαμένες διδακτικές ώρες λόγω του κλεισίματος των σχολείων. Πέρα από τις μεγάλες πρακτικές δυσκολίες που έχουν συναντήσει μέχρι τώρα τόσο οι μαθητές όσο και, κυρίως οι δάσκαλοι και οι καθηγητές και οι οποίες οφείλονται στην έλλειψη σχεδιασμού, κατάλληλων υποδομών και επαρκούς χρηματοδότησης από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας, το πρόβλημα του εγχειρήματος είναι πολύ πιο βαθύ και ουσιαστικό. Πρόκειται για το γεγονός ότι η εκπαιδευτική διαδικασία προϋποθέτει προσωπική επαφή και επικοινωνία μαθητή-δασκάλου, έτσι ώστε ο δάσκαλος να μπορεί να εκτιμήσει και να αξιοποιήσει σωστά τις δυνατότητες, τις κλίσεις και το χαρακτήρα κάθε μαθητή, να του εμφυσήσει και να του καλλιεργήσει την αγάπη για τη γνώση. Αυτό ισχύει και για την ανάγνωση των σχολικών ή των ακαδημαϊκών εγχειριδίων, διότι η απόλαυση που αντλεί κάποιος από το διάβασμα προϋποθέτει επίσης την τριβή με τα ίδια τα βιβλία και όχι με την ψηφιοποιημένη τους μορφή, που συνήθως περιέχει προεπιλεγμένα αποσπάσματα.
Εξίσου κρίσιμος, αν όχι κρισιμότερος, είναι ο ρόλος της άμεσης προσωπικής επαφής στο χώρο του πολιτισμού και της καλλιτεχνικής δημιουργίας και μάλιστα σε δύο επίπεδα. Αφενός, που είναι και το προφανές, ως προς την επαφή του ίδιου του ίδιου του καλλιτέχνη-δημιουργού με τα εργαλεία και με το προϊόν της δουλειάς του. Είναι αδύνατον ένας μουσικός να γράψει όμορφα τραγούδια ή ένας ζωγράφος να ζωγραφίσει όμορφους πίνακες αν δεν αφιερώσει πολύ και ποιοτικό χρόνο ασχολούμενος και πειραματιζόμενος με μουσικά όργανα ή πινέλα και χρώματα αντίστοιχα. Αφετέρου, ως προς την διείσδυση και την απήχηση του έργου αυτού στο ευρύ κοινό, που πιστοποιεί και την αξία του, δεδομένου ότι η τέχνη υφίσταται να εκφράζει βιώματα, ερωτήματα, αγωνίες και προσδοκίες της κοινωνίας στην οποία ζει και δρα ο καλλιτέχνης. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την οπτική και ακουστική επικοινωνία καλλιτέχνη-κοινού στον κατάλληλο χώρο και χρόνο, η οποία δημιουργεί ατμόσφαιρα και γεννά σκέψεις και συναισθήματα και στις δύο πλευρές.
Η επιλογή των παραδειγμάτων δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού η παραγωγή και μετάδοση της γνώσης και του πολιτισμού είναι μέτρο ακμής και προσφοράς κάθε χώρας και λαού στην ιστορική-κοινωνική εξέλιξη. Και στις δύο περιπτώσεις, το συμπέρασμα είναι ότι η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά διευκολύνοντας την πρόσβαση σε περισσότερο υλικό και διευρύνοντας τα γνωστικά και αισθητικά ερεθίσματα του ανθρώπου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποκαταστήσει τη διαπροσωπική επικοινωνία, που είναι η βάση της προόδου, ατομικής και συλλογικής. Συνεπώς, όσοι αντιμετωπίζουν τις νέες τεχνολογίες ως ευλογία, ως από μηχανής θεό ικανό να λύσει μονομιάς όλα τα φλέγοντα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες, χωρίς να τις συνδέουν με το ζήτημα μιας δομικής κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής με πρωταγωνιστή την οργανωμένη και συνειδητή ανθρώπινη δράση, είναι το ανεστραμμένο είδωλο των αρνητών της τεχνολογικής και επιστημονικής εξέλιξης που υποστηρίζουν τον πρωτογονισμό, την «επιστροφή στη φύση» με όρους ενός εξιδανικευμένου προκαπιταλιστικού παρελθόντος. Αμφότεροι, εγκλωβισμένοι σε μια μεταφυσική, θεολογική αντίληψη της τεχνολογίας, συμβάλλουν, ηθελημένα ή μη, στην εμπέδωση της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της οποίας η παρούσα υγειονομική κρίση είναι μια ακραία εκδήλωση.