Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας» της Μαρίας Πολυδούρη
“Ο Απρίλης κι η Σελήνη μέσα στο άλσος
σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι
περάσαν μ’ ευθυμία.
Και τώρα στη γαλήνη είναι απλωμένη
ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία…”
Από τις πιο χαρακτηριστικές παρουσίες της μεσοπολεμικής μας ποίησης, η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε την 1η του Απρίλη 1902 κι έφυγε από τη ζωή στις 29 του Απρίλη 1930.
Το 1916 δημοσίευσε σε περιοδικό το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ και συγκέντρωσε τα ποιήματά της στην ανέκδοτη συλλογή με τίτλο «Μαργαρίτες». Το 1918 πέρασε με άριστα τις εξετάσεις και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας.
Το 1920 και σε διάστημα μόλις σαράντα ημερών έχασε και τους δυο γονείς της. Το 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής (Αττικοβοιωτίας ονομαζόταν τότε), ενώ είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, ο έρωτάς της για τον οποίο θα επηρεάσει καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Το 1924 εγκαταλείπει τις σπουδές της στη Νομική και γράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 συμμετέχει στην παράσταση «Το Κουρέλι» του Νικοντέμι και βρίσκεται στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα ραπτικής.
Στο Παρίσι προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και εισάγεται στο σανατόριο «Σωτηρία» και αργότερα στην κλινική Χρηστομάνου, όπου θα φύγει από τη ζωή σε ηλικία εικοσιοχτώ χρόνων. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της θα εκδοθούν οι ποιητικές συλλογές «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και «Ηχώ στο χάος» (1929).
Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας
Ο Απρίλης κι η Σελήνη μέσα στο άλσος
σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι
περάσαν μ’ ευθυμία.
Και τώρα στη γαλήνη είναι απλωμένη
ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.Δυο δέντρα αναπολούνε
μια νύχτα καταιγίδας, που οι κορφές τους
ερωτικά μπλεχτήκαν
και στην ανάμνησή τους ξεπετιέται
λυγμός από χορδές που δονηθήκαν.– Στον ύπνο σου κόρη γλυκιά…
Έν’ ανοιχτό παράθυρο
στο αγιόκλημα πνιγμένο
κι η κόρη κρίνο, με το φως
του φεγγαριού ντυμένο.– Του τραγουδιού μου η φωνή…
Κι αγγίζει στον αμύριστο
κάλυκα της καρδιάς της
σαν όνειρον αθώας χαράς
ο πρώτος έρωτάς της.Και λίγο λίγο σκοτεινιάζει το άλσος.
Στο κυπαρίσσι στάθηκε η Σελήνη
βαθιά συλλογισμένη.
Ο Απρίλης βαρέθηκε να δίνει
φιλιά. Φεύγει κι η Νύχτα κουρασμένη.
Όλα σιγήσαν μόνο για να μείνει
το φλογερό παράπονο:– Γιατί μ’ έχεις σ’ αιώνια τυράννια…
το κλάμα της κιθάρας που ανεβαίνει
προς τη χλωμή Σελήνη, προς τα ουράνια…Μαρία Πολυδούρη
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.