Λίγα λόγια για τον Παναγιώτη Σάββα…
Έκλεισε πρόωρα τον κύκλο της ζωής του, το “1871” του. «Από τότε είναι το μαγαζί;» η ερώτηση του νέου εισερχόμενου, «όχι φίλε τότε έγινε η Παρισινή Κομμούνα…» απαντούσε ο ίδιος. Ήταν κομμουνιστής. Όλη του τη ζωή υποστήριζε με πάθος την ιδεολογία του. Στο μαγαζί, σε μια καρέκλα, μπορούσες να βρεις βιβλία του Μαρξ, του Λένιν κι άλλα.
Μικρά κείμενα από φίλους, ως αποχαιρετισμό, σε μια ιδιαίτερη προσωπικότητα της Πάτρας. Τον ιδιοκτήτη Παναγιώτη Σάββα της ταβέρνας ”1871”. Ένας άνθρωπος που θα μείνει στην μνήμη όσων των γνώριζαν αλλά και εκείνων που εκτιμούν τους αυθεντικούς ανθρώπους.Έφυγε στις 08/04/2020.
Ο Παναγιώτης… που τον φώναζαν Σάββα!
Στο μαγαζί της χήρας… στο 1871… στο Σάββα. Γνωστές εκφράσεις για όλους μας εδώ στην Πάτρα μα και όχι μόνο. Εκεί λοιπόν σε περίμενε ο Παναγιώτης, Σάββας στο επώνυμο συχνά και για πολλούς αδιευκρίνιστο το όνομα από το επώνυμο… Σκέψου λοιπόν, θα έλεγα το επώνυμο σαν διεύθυνση. Το μικρό όνομα, για όποιον είχε το προνόμιο να γίνει ομοτράπεζος του, Παναγιώτη αυτού του ανθρώπου που έκρυβε την τεράστια ευαισθησία του πίσω από το γενειοφόρο παρουσιαστικό του και το απύλωτο του στόμα.
Η αυτομόρφωση και η ιδεολογική βελτίωση και θωράκιση ήταν χαρακτηριστικό της καθημερινότητάς του. Χωρίς θόρυβο γύρω από αυτό… και με μοίρασμα… σπάνια με εμμονή στην γνώμη του και ποτέ με επίδειξη γνώσεων… Συζητάτε, διαφωνείτε ή συμφωνείτε… “Συμφωνούμε, μαζί σου είμαι, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό” λέξεις και φράσεις επαναλαμβανόμενες προχωρούν την μεταμεσονύχτια συνδιαλλαγή απόψεων.Στο επίκεντρο όλων ο άνθρωπος. Η καινούργια κοινωνία που θα φτιάξουμε. Ταξικά ζητήματα. Η ιδεολογία και η ηθική του ιδεολόγου στην καθημερινή πρακτική…
Στον πιστό κύκλο ανθρώπων του τον αγαπούν και τον σέβονται, σε όλα αυτά είναι οικοδεσπότης-αν και η τεράστια συστολή του δεν τού επιτρέπει να το δείχνει παρά μόνο σε ώρα ανάγκης- και έτσι πρωτοστατεί όμως δεν χοροστατεί. Ο Παναγιώτης αγαπάει τον άνθρωπο αγωνιά και αγανακτεί, με έναν τρόπο που θυμίζει την έκφραση “σκάει” παρά οργίζεται -αν και ίσως κάποιοι να νόμιζαν το δεύτερο-, μαζί του έχεις το προνόμιο να ακούς και το δικαίωμα να μιλάς και όλα αυτά όχι από κάποιο Τερτίπη μαγαζάτορα.. άλλωστε ο ίδιος πάντοτε “άδεια και τρύπια” τσέπη είχε.
Επέλεξα να πω δυο λόγια λοιπόν για τον Παναγιώτη, που έκλεισε πρόωρα τον κύκλο της ζωής του και το 1871, το μαγαζί του . «Από τότε είναι το μαγαζί;» η ερώτηση του νέου εισερχόμενου, «όχι φίλε τότε έγινε η παρισινή κομμούνα…» απαντούσε ο ίδιος ανεπιτήδευτα.Είχε πολλές ιστορίες περισσότερες να πει… και οι άνθρωποι που τον γνώριζαν δεκαετίες σίγουρα περισσότερα από ό,τι εγώ. Πριν όμως μιλήσει η ιστορία για την πολιτική/πολιτιστική προσφορά του “Σάββα” ως χώρου, ας καταγράφει η ευαισθησία του ανθρώπου, που πάνω από την “τέχνη” και όλη την φιλολογία που θα γεννηθεί τι προσέφερε ο ίδιος με το μαγαζί του, έβαζε την ανάγκη του κάθε ” τεχνίτη” της σκηνής του μόχθου ή των επιστημών και των γραμμάτων, για αξιοπρέπεια και μεροκάματο, το ίδιο μεροκάματο που πολλές μέρες δεν έβγαζε και ο ίδιος και που θεωρούσε- και είναι- ιερό.
Δεν μπορώ να πω καλό ταξίδι φίλε Παναγιώτη, το γνώριζες ότι αυτό ήταν το ταξίδι και τελείωσε δυστυχώς γρήγορα. Η μνήμη όμως έχει δικές της νόρμες και πέραν όσων σε γνώρισαν και δεν γίνεται να σε ξεχάσουν, είμαι βέβαιος ότι για πολλά χρόνια άνθρωποι που δεν θα σε γνωρίσουν, θα ακούσουν ως μύθο,αν όχι τον Παναγιώτη… σίγουρα τον Σάββα!
ΠΑΤΡΑ
Δέκατη έβδομη ημέρα στέρησης ατομικής ελευθερίας…
πρώτη μέρα χωρίς έναν καθημερινό αγωνιστή.
Βασίλης Καλαντζής
Μουσικός
Ο Παναγιώτης μέσα από τα λόγια του Μανώλη Φραγκάκη
Τον Σάββα τον γνώρισα στην Πάτρα, τα χρόνια που ήμουν φοιτητής εκεί.
Είχε ένα μαγαζί πάνω στα Κάστρα, κρυμμένο σε ένα δρόμο, χωρίς φώτα και ταμπέλα, το “1871”.
Έμπαινες μέσα, και αισθανόσουν τότε πως έπρεπε να πεις το σύνθημα πρώτα για να ανοίξει η πόρτα, και αλίμονο αν δεν ήξερες το παρασύνθημα.
Αν έβλεπες πρώτη φορά τον Σάββα, θα νόμιζες πως ήταν θαμώνας εκεί, καθόταν συνήθως σε κάποιο τραπέζι, πότε μόνος του, πότε με παρέα, πάντα στα πόδια του κοντά ήταν το Βέλγικο που είχε, η Μαύρα.
Και η Μαύρα ήταν ιστορία μεγάλη, αλκοολικό σκύλο δεν είχα γνωρίσει στην ζωή μου ξανά ποτέ.
Ο Σάββας δεν σέρβιρε αν δεν είχε όρεξη, αν ήταν κουρασμένος ή αν δεν του άρεσε η μορφή σου.
Πολλές φορές τον είχα ακούσει να λέει “το μαγαζί είναι ρεζερβέ σήμερα παιδιά” και ένας αθεόφοβος μεσήλικας μια φορά απάντησε ” θα έρθω τότε άλλη φορά” για να ακούσει πως και την άλλη φορά το μαγαζί θα είναι ρεζερβέ.
Στο “1871” γνώρισα τρομερούς τύπους, έπιαναν τα ούτια τα μπουζούκια και ότι βγάζει ήχο, και παίζανε ρεμπέτικα, Σμυρναίικα, μέχρι όλα τα Ευρωπαϊκά. Δημοτικά, Κλέφτικα, Κρητικά, Καλαματιανά, φυσούνια, Θρακιώτικα, Γιαννιώτικα, βαλς και σερενάτες.
Εκεί γνώρισα τον Αμίν από το Σουδάν, τρομερό τουμπερλέκι, έπαιζε στους Χαϊνηδες ένα φεγγάρι, μέχρι που τον μπουζουριάσανε ένα διάστημα, για κάτι καλεσμένους που είχε στο γάμο της αδερφής του. Εκεί και την Θοδώρα που δεν έχεις ακούσει καλύτερο αμανέ, εκεί και μια κυρία που δεν θυμάμαι το όνομά της, αλλά την φωνή της ζήλευαν τα αηδόνια όλου του κόσμου, και αρκετούς άλλους, συνήθως αμίλητους παππούδες από άλλες εποχές, που έλεγαν το Ρωμέικο μου ξιδόκρασο, αλλά μια χαρά τελείωνε κάθε βράδυ.
Ο Σάββας, όλους αυτούς τους κουμάνταρε με ένα βλέμμα, με τρομερή μαεστρία.
Οι συζητήσεις εκεί ήταν κυρίως πολιτικές, μέχρι να τσακωθούμε όλοι, όχι όμως εγώ και αυτός, γιατί εγώ του έλεγα όλο “ναι ναι ναι”, δεν με έπαιρνε και για κάτι άλλο δηλαδή, και αυτός μου έλεγε “Πουτάνα Κρητικέ την γλίτωσες εσύ πάλι”.
Πολλές φορές πήγαινα στο “1871”, του έλεγα ” Σάββα πεινάω” και μου έλεγε μπες στην κουζίνα και βάλε ό,τι θες, τι μου λες ότι πεινάς, και σπάνια άφηνε να πληρώσω, έλεγε εσύ εδώ δίπλα μου.
Τον καιρό εκείνο δούλευα τότε, στον θρυλικό “Σκέτζο” του κυρ Αλέκου, αλλά το ‘χε ο Σπύρος πλέον.
Βαρύ μαγαζί, ρεμπέταδικο που ό,τι είχε γραφτεί μετά το 1940 το λέγανε σκυλάδικο αυτοί.
Ο Σάββας σπάνια καθόταν στο μπαρ, προτιμούσε τραπέζι με την Μαύρα πάντα στα πόδια του.
Ήταν το τραπέζι που άραζε παλιότερα με έναν φίλο του που είχε φύγει από την ζωή, και έπαιρνε πάντα ουίσκι, Τζακ για αυτόν και την Μαύρα, Τζόνι μαύρο για τον φίλο του που έλειπε.
Του έλεγα ρε συ μην παραγγέλνεις ποτό σε πεθαμένο άνθρωπο,
“δουλειά σου γιατρέ” μου έλεγε.
Οι ιστορίες του είναι πολλές, όμορφες, περίεργες, μπορώ να μιλώ εγώ και οι φίλοι μου για αυτόν ώρες αλήθεια.
Είχα να τον δω από το 2009, το τελευταίο διάστημα αναρωτιόμουν πολύ πώς είναι και τι κάνει.
Ο Παναγιώτης Σάββας έφυγε χθες από την ζωή, είμαι σίγουρος πως αν διάβαζε ό,τι έγραψα μόλις, θα με σβέρκωνε, και νομίζω πως στην άλλη πλευρά του κόσμου έχουν ξεκινήσει ήδη να νιώθουν αυτόν τον τύπο, που ανάμεσα στα πυκνά γένια, είχε ένα αληθινά όμορφο και μεγάλο χαμόγελο.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ… Απο τον Στέλιος Παρλαμάς.
Παιδί ήμουν, μαθητής Λυκείου, όταν κάποιοι φίλοι μου με πήγαν στην ταβέρνα της Χήρας στην Άνω Πόλη. Εντυπωσιάστηκα! Ένα παλιό σπίτι με τραπέζια στα δωμάτια και η Χήρα να μας σερβίρει.
Έλειψα από την Πάτρα κάποια χρόνια για σπουδές και στρατό. Κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο φίλος μου ο Γιώργος Δ. μετά από μια πρόβα μου είπε να πάμε για ένα ποτό στου Σάββα.
Πήγαμε, ήταν η ταβέρνα της χήρας, όμως σε ένα νέο κτήριο.
Μπήκαμε και κάτσαμε σε ένα τραπέζι μαζί με κάτι άλλους. Ο Γιώργος, αφού μου σύστησε τον Παναγιώτη, του λέει: «Θα μας φέρεις δυο ποτά;» Και αυτός απαντάει: «Ρε, δεν γα@@@@! Κουλοί είστε; Να βάλετε μόνοι σας». Και συνέχισε ρωτώντας εμένα: «Τι μου τον έφερες αυτόν εδώ;».
Είπα από μέσα μου: «Εδώ είμαστε!»
Κι από τότε ήμασταν και φίλοι και σύντροφοι κι όλα.
Ο Παναγιώτης καθόταν στην καρέκλα και δέσποζε με την ματιά του στο μαγαζί. Με τα μαλλιά ανάκατα, με τα μούσια, θύμιζε αντάρτη στο βουνό ή μποέμ καλλιτέχνη.
Δεν σπούδασε, όμως, είχε μια τεράστια μόρφωση· κοινωνική αλλά και θεωρητική. Διάβαζε συνέχεια. Όμως αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η αυθεντική λαϊκότητα.
Ήταν ευαίσθητος, πολύ ευαίσθητος κάτι που κάποιες φορές τον έκανε να νιώθει άβολα.
Ένα βράδυ, που περιέγραφα, τα πολύ συγκινητικά που μας είπε μια μαθήτρια που δεν είχε να φάει και οι εκπαιδευτικοί κανονίσαμε να προμηθεύουμε την ίδια και την οικογένειά της με φαγητό, βούρκωσε. «Αυτά είναι ωραία», μου είπε κι έφυγε, πήγε σε άλλο τραπέζι.
Για τον ίδιο η αλληλεγγύη ήταν τρόπος ζωής. Δεν υπήρχε στιγμή που δεν προσφέρθηκε να βοηθήσει ή να οργανώσει τη βοήθεια σε όποιον είχε ανάγκη.
Ο Παναγιώτης είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ και ήταν απίστευτος ατακαδόρος. Ένα βράδυ, που το μαγαζί ήταν γεμάτο, μπαίνει μέσα μια παρέα 6-7 ατόμων. Τον ρωτάνε αν υπάρχει τραπέζι κι αυτός απαντά: «Όχι, αλλά πάρτε τα κλειδιά, πηγαίνετε πάνω στο σπίτι μου κι όταν αδειάσει κάποιο, θα σας φωνάξω». Κόκαλο η παρέα.
Ήταν κομμουνιστής. Όλη του τη ζωή υποστήριζε με πάθος την ιδεολογία του. Στο μαγαζί, σε μια καρέκλα, μπορούσες να βρεις βιβλία του Μαρξ, του Λένιν κι άλλα. Ατέλειωτες κουβέντες μέχρι το πρωί με φίλους από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναρχικούς, συριζαίους.
Όχι, όμως μόνο λόγια. Όταν υπήρχε γενική απεργία, αλλά τα μαγαζιά δεν συμμετείχαν έλεγε: «Ρε, δεν φτύνουν τα α@@@@, θα απεργούν οι εργάτες κι εγώ θα δουλεύω;» Κι έκλεινε, έκανε απεργία μόνος του.
Αγαπούσε τη μουσική. Στο μαγαζί του μπορούσες να ακούσεις ζωντανά κάθε είδους μουσική: ρεμπέτικα, λαϊκά, έντεχνα, τζαζ, ροκ, παραδοσιακά· τα πάντα. Αυτό που γίνονταν στο «1871» ήταν κάτι το μοναδικό. Μπορούσαν να ξεκινήσουν τα τρία παιδιά που ήταν η ορχήστρα και μετά από μια ώρα να παίζουν άλλοι 5-6. Εκεί γίνονταν παρουσιάσεις μουσικών, τραγουδιών, δίσκων…
Ο ίδιος λάτρευε τους αυτοσχεδιασμούς. Όταν κάποιες φορές οι διάφορες ορχήστρες αυτοσχεδίαζαν, έλεγε ενθουσιασμένος: «Κανείς τους καλά, όλοι για χάπια».
Δεν άφησε ποτέ απλήρωτους τους μουσικούς. Ποτέ! Ακόμα κι όταν το μαγαζί δεν είχε κόσμο.
Ήταν η ταβέρνα του Σάββα και ο Σάββας ήταν η ταβέρνα. Κάπου μέσα στην καπνίλα το χειμώνα, στα αρώματα των λουλουδιών και του γιασεμιού στην αυλή το καλοκαίρι, με τη ζωντανή μουσική ή με τη μουσική από το μηχάνημα να χαϊδεύει τα αυτιά μας, ο Παναγιώτης φώναζε αυτόν που καθόταν μόνος του: «Έλα, να κάτσεις μαζί μας».
Και το τελευταίο διάστημα όλοι μας, λόγω της κατάστασης, να μην μπορούμε να πάμε να τον δούμε.
Να μην μπορούμε να έρθουμε να σε αποχαιρετήσουμε. Να πάρουμε μια αγκαλιά τη σύντροφό σου, την αγαπημένη σου Σοφία. Να της πούμε δυο λόγια ρε, αδελφέ. Πολύ βαρύ κι ασήκωτο όλο αυτό ρε, φίλε.
Τελευταία φορά τα είπαμε και τα ήπιαμε λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Όταν σηκώθηκα να φύγω μου είπες: «Βάλε ένα από εμένα». «Μπα», σου είπα «είμαι κουρασμένος». «Έλα, ρε μουρλέ, βάλε ένα μισό». Το έβαλα τελικά.
Το άλλο μισό, Παναγιώτη, θα το πιω μαζί με την παρέα, με τα μπουζούκια, τις κιθάρες, το πιάνο, τους μπαγλαμάδες… Όταν μαζευτούμε να σε αποχαιρετήσουμε όπως πρέπει.
Με τραγούδια και κρασιά.
Αντίο, φίλε!
”Οι παλιοί σύντροφοι δεν πεθαίνουν…” από Σπήλιος Κούνας.
– Παναγιώτη καλησπέρα
– Πού την είδες την καλησπέρα, γμτ.@!@..
Ύστερα μπορεί να διόρθωνες με ένα χαμόγελο, που διασπούσε την αγριομουτσουνάρα σου..
Στο 1871 πήγαινες δίχως να πάρεις κάποιον τηλέφωνο, σύντομα μετείχες σε μια κοινή συζήτηση -πρακτική που δεν έχουμε επαρκώς εκτιμήσει,αν και διδάσκουν επίμονα οι παππούδες-, στον τοίχο η παρισινή διακήρυξη, μια αφίσα του van Gogh, στη γωνία το πιάνο, ήδη καταλάβαινες ότι βρίσκεσαι κάπου αλλού. Ήρθαμε πιτσιρικάδες, ελπίζοντας να πετύχουμε ξανά τον Γκολέ, μεθυσμένο, στα καλύτερά του με μια κιθάρα…
Ο ήχος από Καστάνη-Μεταξά, ακόμα χαραγμένος στα εσωτερικά μας αυλάκια, jazz Τρίτη σε ένα απόκεντρο καφενείο που έμοιαζε με σπίτι, δεν θα αφήσουμε να ξεφύγει..
Οι εικόνες από τα παιξίματά μας,παραμένουν ασυνήθιστα ζωντανές,ελεύθεροι, σαν στον καναπέ μας.
Περιτριγυρισμένοι από φίλους,διαβάζουμε τα υπέροχα που γράφουν όσοι σε γνώρισαν, ποιός σωστότερος φόρος τιμής;
Συγκίνηση, ακούμε τι θα απαντάς σε έναν-έναν, χαμόγελο.
– Αν υπάρχει αντάμωση, κράτα ένα τραπέζι..
Παναγιώτη καληνύχτα
“Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος των δρόμων -όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις.”
ΛειβαδίτηςΈνα αντίο απο τον Σωτήρη Ντούβα
Έφυγε ένας ξεχωριστός άνθρωπος που όλοι οι μουσικοί είχαμε αγαπήσει γιατί ακριβώς το 1871 ήταν το μοναδικό μέρος στην Πάτρα που έπαιζες και δεν άκουγες κιχ από κάτω … Αν κάποιος μιλούσε , πεταγόταν ο Παναγιώτης και με την πρώτη τον έστελνε έξω από το μαγαζί. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα πάει (17 χρόνων) και έπαιζα με τον πιανίστα Γιώργο Μεταξά και τον Spilios Kastanis του παρήγγειλα μια μπίρα και με κοιτάζει και μου λέει ” τράβα ρε γαμήσου πήγαινε άνοιξε το ψυγείο κ πάρε ότι θες μας σκότισες τα αρχίδια” Μια άλλη φορά είχα ξεχάσει να φέρω το ταμπούρο και δεν μπορούσα να παίξω οπότε άρχισε η μπάντα χωρίς εμένα.. Ο Παναγιώτης με είχε στολίσει με τις ωραίες του λέξεις μέχρι που μου λέει ότι δεν πρόκειται να πάω πουθενά αν δεν παίξω και μου δίνει ένα χαρτόκουτο που βάζει τα κρασιά του και μου λέει “παίξε τώρα μην σου γαμήσω” … Είναι το χαρτόκουτο που δείχνει το βίντεο που παίζουμε με τους night and day … Αυτός ήταν ο Παναγιώτης !! Ένας ευαίσθητος ,φιλόμουσος αθυρόστομος άνθρωπος που λειτουργούσε εκτός πλαισίων … Καλό ταξίδι να έχεις μάγκα μου !!! Η δικιά σου Παρισινή κομμούνα κράτησε 25 χρόνια + .. Μας έκανες να αγαπήσουμε ακόμα πιο πολύ αυτό που κάνουμε και πάντα αισθανόμασταν τιμή να παίζουμε στο 1871…..
https://www.youtube.com/watch?v=b7iKwVthtlg&feature=share&fbclid=IwAR2CdVldvE5zQkYfarsdNTbu28ClkpLH1WLVKzSczx1Ow_u1mQQsAuLxYLI