«Θα μ’ εκδικηθεί ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το ΕΑΜ!» – Η σφαγή των 120 πατριωτών στο Αγρίνιο την Μεγάλη Παρασκευή του 1944
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1944, όσοι περνούσαν από την κεντρική πλατεία του Αγρινίου (πλατεία Μπέλλου) αντίκριζαν τα άψυχα σώματα των αγωνιστών Αβραάμ Αναστασιάδη, Χρήστου Σαλάκου και Παναγιώτη Σούλου να αιωρούνται κρεμασμένα από στύλους της πλατείας. Την μέρα εκείνη, οι Γερμανοί καταχτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, εκτέλεσαν στο Αγρίνιο 120 πατριώτες.
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1944, όσοι περνούσαν από την κεντρική πλατεία του Αγρινίου (πλατεία Μπέλλου) αντίκριζαν τρία άψυχα σώματα να αιωρούνται κρεμασμένα από στύλους της πλατείας. Νωρίς το πρωί της ίδιας μέρας, οι γερμανοτσολιάδες, Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών, είχαν κρεμάσει τους ήρωες Αβραάμ Αναστασιάδη, Χρήστο Σαλάκο και Παναγιώτη Σούλο, αφήνοντας εκτεθειμένα τα σώματά τους στη θέα των περαστικών της πλατείας, μέσα σε συνεχή βροχή, μέχρι το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Τότε τα καθάρματα επέτρεψαν στους συγγενείς τους να αποκαθηλώσουν τα άψυχα κορμιά των παλικαριών. Την μέρα εκείνη, οι Γερμανοί καταχτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, εκτέλεσαν στο Αγρίνιο 120 πατριώτες.
«(…) Στις 4.45 το πρωί ο Γερμανός αρχιφύλακας λοχίας Καρλ Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων μπήκε στη φυλακή και φώναξε τρία ονόματα:
-Αναστασιάδης, Σαλάκος, Σούλος.
Προχώρησαν παλικαρίσια. Καμμιά λιποψυχία.
-Γεια σας, παιδιά. Χαιρετισμούς στους δικούς μας. θα νικήσουμε, ήταν τα τελευταία τους λόγια.
Με σπρωξίματα οι τσολιάδες τους έσπρωξαν σ’ ένα αυτοκίνητο και τους πήραν.
Σε λίγο γύρισε ο αρχιφύλακας των τσολιάδων και διέταξε τους κρατούμενους να ντυθούν όλοι και νάναι έτοιμοι.
(…)Στην πλατεία Μπέλλου διαδραματίζονταν στο μεταξύ άλλες φριχτές στιγμές. Αυτόπτης μάρτυρας διηγείται:
Στο μισοσκόταδο άκουσα τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε στην Πλατεία. Άκουσα ακόμα μερικές γερμανικές ομιλίες, που ύστερα απομακρύνθηκαν και φωνές τσολιάδων. Στο βάθος της πλατείας είδα να κινούνται μερικοί τσολιάδες γύρω από τις δύο κολώνες. Δεν κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο.
Πνιχτές άναρθρες φωνές που ακούστηκαν κατόπιν δεν μου άφησαν καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό που γινόταν: Κρεμούσαν το Σούλο και τον Αναστασιάδη.
Τον απαγχονισμό του μακαρίτη Σαλάκου τον παρακολούθησα από σιμά.
Επί κεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο περίφημος δήμιος επιλοχίας και έπειτα ανθυπολοχαγός του Τάγματος Ασφαλείας Γεωργόπουλος.
Όταν ετοίμαζαν τη θηλειά ο Σαλάκος φώναζε:
-Θα μ’ εκδικηθεί ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το ΕΑΜ.
Με φρίκη άκουσα το Γεωργόπουλο να απαντάει με θηριωδία.
-Σκάσε παλιοκάθαρμα! και τράβηξε το σκαμνί απ’ τα πόδια του θύματος.
Οι άλλοι τσολιάδες έστρεψαν τα νώτα τους προς την κολώνα για να μη βλέπουν. Απόστρεψα με φρίκη το πρόσωπο και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το παράπονο που μ’ έπνιγε.
Έβρεχε εκείνο το τραγικό πρωί της Μεγ. Παρασκευής. Ο ουρανός ήταν κατασκότεινος. Από πολύ νωρίς οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν πένθιμα θρηνώντας τον Εσταυρωμένο Ιησού. Δεν έβλεπες ψυχή στο δρόμο. Και ξαφνικά ακούστηκαν οι ριπές των πολυβόλων. Σαν αστραπή διαδόθηκε πως στην πλατεία έχουν κρεμάσει τρεις. Γυναίκες, παιδιά, γέροντες, νέοι άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους έξαλλοι. Μέσα στα μάτια τους έβλεπες έκδηλο τον τρόμο και τη φρίκη.
Έβλεπες γνωστούς σου που σε κυττούσαν με αλλόφρονα βλέμματα και δεν τολμούσαν να σου πουν λέξη.
Σ’ απόμερα σταυροδρόμια άνδρες και γυναίκες έκλαιγαν στα κρυφά, χαροκαμένες μανάδες τραβούσαν τα μαλλιά τους και χτυπούσαν τα κεφάλια τους στους τοίχους. Βουβός, πνιχτός, ανάμικτος με ένα θανάσιμο ανάθεμα για τους δολοφόνους ανέβαινε από ολόκληρη τη πόλη ο θρήνος για τα 120 αδικοχαμένα παλικάρια της.
Οι κρεμασμένοι έμειναν εκεί όλη τη Μεγ. Παρασκευή και το πρωί του Μεγ. Σαββάτου.
Έγινε η αποκαθήλωση του Χριστού, ο ενταφιασμός του, η χαρμόσυνη Ανάσταση.
Σάββατο κι αυτοί έμειναν εκεί κρεμασμένοι. Μόλις το μεσημέρι τους ξεκρέμασαν απ’ το σταυρό του δικού τους μαρτυρίου και τους έθαψαν μαζί με τους άλλους»(…)»
(Μαρτυρίες και αφηγήσεις από το ιστολόγιο «Αγρίνιο…Γλυκές Μνήμες»)
Οι Γερμανοί φρόντιζαν να εφοδιάζουν τη στρατιά του Ρόμελ στη Β. Αφρική όχι μόνο μέσω της κεντρικής σιδηροδρομικής αρτηρίας Θεσσαλονίκης – Πειραιά αλλά και άλλες βοηθητικές μαζί και τη σιδηροδρομική γραμμή δυτικής Στερεάς. Μετέφεραν στρατό, πολεμοφόδια, καύσιμα από την κεντρική Ευρώπη – Ήπειρο – Πάτρα – Καλαμάτα. Οι συγκοινωνιακοί αυτοί κόμποι αποτελούσαν πρωταρχικούς στόχους και για τον ΕΛΑΣ, που δρούσε κάτω από τις διαταγές του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής. Το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ Μεσολογγίου ανατίναξε την αμαξοστοιχία κοντά στο Αγγελόκαστρο, εξουδετέρωσε τη γερμανική συνοδεία του τρένου και αφού πήρε τα όπλα και ό, τι (όλο μεταφέρονταν έβαλε φωτιά και την έκαψε.
Σε αντίποινα οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες του προδότη ταγματάρχη Γ. Τολιόπουλου, που είχαν την έδρα τους στο Αγρίνιο έκαναν συλλήψεις και γέμισαν τις φυλακές της πόλης.
Στις 14 του Απρίλη 1944, ξημερώνοντας Μεγάλη Παρασκευή οδήγησαν στην κεντρική πλατεία του Αγρίνιου και κρέμασαν τους τρεις αγωνιστές Αναστασιάδη, Σαλάκο και Σούλο.
«(…)Το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης, λέει ο κρατούμενος Θαν. Καλ…, η φρουρά των φυλακών της Αγ. Τριάδας δυνάμωσε αρκετά. Από μέρες διαδίδονταν πως για το σαμποτάζ της Σταμνάς θα εκτελούνταν σ’ αντίποινα 160 κρατούμενοι ή 120. Μας καθησύχαζαν όμως απ’ έξω κι’ είχαμε πιστέψει πως θα γλυτώναμε. Τα ξαφνικά αυτά μέτρα άρχισαν να μας ανησυχούν.
Κρύος ιδρώτας μας περιέλουσε όλους, όταν αργότερα τη νύχτα ακούσαμε δίπλα στις φυλακές τα γκαπ-γκουπ των σκαφτιάδων που έσκαφταν.
-Φτιάχνουν λάκκους, διαδόθηκε σαν αστραπή ανάμεσα μας.
Ύστερα από λίγο ο γδούπος των τσαπιών απομακρύνθηκε. Το έδαφος μπροστά στις φυλακές ήταν σκληρό και άρχισαν να φτιάχνουν τους λάκκους στο χωράφι του Σούλου. Πέσαμε να κοιμηθούμε. Οι πιο θαρραλέοι φώναζαν πως δεν είναι τίποτα. Στοιβαγμένοι μέσα στους απαίσιους θαλάμους της φυλακής κρατούσαμε όλοι την ανάσα μας, 450 άνθρωποι κλεισμένοι σ’ ένα κλουβί. Πόσοι από μας θα ζούσαν αύριο; Πόσους θα εκτελούσαν; Ποιους;
Με τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στο σκοτάδι, 450 άνθρωποι ζούσαμε με το απαίσιο αίσθημα της επιθανάτιας αγωνίας. Είμασταν όλοι γεροί. Υγιείς, ζωντανοί άνθρωποι. Όμως κανένας μας δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει στο θάνατο που έρχονταν, που έμπαινε μέσα μας με τους υπόκωφους γδούπους των τσαπιών που έσκαβαν τους λάκκους μας τη νύχτα.
(…)Στις 6 π.μ. κατέφτασε πάλι ο λοχίας Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων και διέταξε όλους να κατεβούν στο προαύλιο και να μπουν στη γραμμή. Εκεί ήταν δύο αξιωματικοί των Ες-Ες και ο υπολοχαγός των τσολιάδων Μπλέσσας, σύνδεσμος των Γερμανών.
Ο ένας Γερμανός αξιωματικός άρχισε να φωνάζει τον κατάλογο και μόλις συμπληρώθηκε η πρώτη δεκάδα ο τσολιάς υπολοχαγός διέταξε απόσπασμα τσολιάδων να τους πάνε…
-Εκεί!! που ξέρουν…
Και συνεχίστηκε η εκφώνηση των ονομάτων. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πυροβολισμοί.
Το απόσπασμα ξαναγύρισε για να παραλάβει τη δεύτερη δεκάδα και ούτω καθεξής.
Ο τσολιάς υπολοχαγός τους έκανε με μια σατανική απάθεια παρατηρήσεις γιατί αργούσαν.
Κοίταξα τους συγκρατούμενούς μου. Ήταν όλοι κάτωχροι. Μέσα στα μάτια τους όμως άστραφτε η αποφασιστικότητα και ένα θανάσιμο μίσος ανάμικτο με αηδιαστική περιφρόνηση για τους προδότες. Άμα τελείωσε η εκτέλεση διέταξαν τους υπολοίπους να μπουν μέσα στη φυλακή.
Οι Γερμανοί και ο τσολιάς υπολοχαγός αφού επιθεώρησαν τον ομαδικό τάφο, όπου κείτονταν 117 κουφάρια παλικαριών και μια γυναίκα, η Κατίνα Χατζάρα, γύρισαν στις φυλακές όπου ο τσολιάς υπολοχαγός μίλησε στους κρατουμένους εξυμνώντας το έργο των Γερμανών!!! και των τσολιάδων!!!
Ύστερα από κάμποση ώρα ακούσαμε απ’ έξω τους θρήνους των πρώτων συγγενών που κατάφθαναν και μάθαιναν την εκτέλεση των δικών τους. Οι τσολιάδες τους απαγόρευαν με τη ξιφολόγχη να πλησιάσουν.(…)»
(Μαρτυρίες και αφηγήσεις από το ιστολόγιο «Αγρίνιο…Γλυκές Μνήμες»)
Αναφερόμενος κανείς στο χρονικό του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος δεν μπορεί να μην σημειώσει τον πρωταρχικό ρόλο των ταγματασφαλιτών προδοτών. Γιατί όπως είπε κάποιος επίσημος εκ των Γερμανών εγκληματιών πολέμου στη δίκη της Νυρεμβέργης «δεν αρκεί να τα φορτώνετε όλα στους Γερμανούς γιατί εμείς δεν θα μπορούσαμε να κρατήσουμε την Ευρώπη χωρίς την πολύτιμη βοήθεια των εγχωρίων συνεργατών μας!».
Στην περίπτωση όμως του Αγρίνιου ο ουσιαστικός ρόλος των Ταγμάτων Ασφαλείας επισημάνθηκε ακόμη τότε: Ένας Γερμανός αξιωματικός φώναξε τον κατάλογο των μελλοθανάτων και μόλις συμπληρώνονταν η μία δεκάδα ο υπολοχαγός των ταγματασφαλιτών διέταξε απόσπασμα τσολιάδων να την παραλάβουν και να την οδηγήσουν «εκεί που ξέρουν»! Δηλαδή, πίσω από την Αγία Τριάδα, στον τόπο της εκτέλεσης. Και συνεχίζονταν η εκφώνηση των ονομάτων της επόμενης δεκάδες. Και την ώρα της ετοιμασίας της νέας δεκάδας ακούγονταν οι ριπές των πολυβόλων και οι ομοβροντίες της εκτέλεσης που πηγαινοέρχονταν από το χώρο της Αγίας Τριάδας στο χώρο που ήταν συγκεντρωμένοι οι κρατούμενοι περιμένοντας τη σειρά τους.
Οι τσολιάδες μάλιστα βιάζονταν. Ο ταγματασφαλίτης υπολοχαγός με σαδιστική απάθεια, ασυγκίνητος έκανε παρατήρηση στους υποτακτικούς του πως αργούσαν και έπρεπε να κάνουν πιο γρήγορα γιατί είχαν πολλή δουλειά.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: τη σαδιστική μανία ή τον κτηνώδη κυνισμό των πορωμένων συνειδήσεων; Σε τι βαρβαρότητες οδηγεί τον άνθρωπο η φασιστική ιδεολογία; Γιατί μόνο απάτριδες και ασυνείδητα κτήνη μπορούσαν να εκτελούν ομαδικά συνανθρώπους τους μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τα ζωώδη ένστικτά τους. Και το ακατανόητο όσο και περίεργο είναι ότι στον τόπο αυτό οι προδότες αυτοί όχι μόνο έμειναν ατιμώρητοι μετά τον πόλεμο αλλά και κατέλαβαν καίριες επίσημες θέσεις απ’ όπου έκριναν τον πατριωτισμό των άλλων μαζί και των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των θυμάτων της θηριωδίας των ναζί.
(Ως πηγή χρησιμοποιήθηκε και η έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ “Έπεσαν για τη ζωή”)
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback