Sex Education – Ο σεξουαλικός λειτουργικός αναλφαβητισμός στο μικροσκόπιο
Ο σεξουαλικός λειτουργικός αναλφαβητισμός είναι καθρέφτης της κοινωνίας μας. Και δεν χρειάζεται να προδώσει κανείς τον Μαρξ και να γίνει οπαδός του Φρόιντ, για να το καταλάβει αυτό.
Δύσκολες Νύχτες
“Γλυκέ μου, παρατήρησα ότι προσποιείσαι πως αυνανίζεσαι”, δεν είναι μια ατάκα που θα ήθελε οποιοσδήποτε γιος (ή κόρη) να ακούσει από τη μητέρα του. Κάποιος θα φανταζόταν ότι η ζωή με μητέρα σεξολόγο – θεραπεύτρια θα ήταν ιδανική για έναν έφηβο: Μπόλικη κατανόηση, χαλαρή αντιμετώπιση του σεξ και χρήσιμες συμβουλές όπου χρειάζονται. Για το 16χρονο Ότις, η συνύπαρξη με την αναγνωρισμένη στο είδος της Τζιν λειτουργεί στην αντίθετη κατεύθυνση, όπου το μεν πνεύμα πρόθυμο για πειραματισμούς κατά μόνας ή μη, η δε σαρξ ασθενής, όχι φυσικά για βιολογικούς, αλλά για καθαρά ψυχολογικούς λόγους. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι γεμάτο σεξουαλικά ερεθίσματα και με συνεχείς συζητήσεις για το σεξ, με τη μητέρα του να παραβιάζει κάθε ίχνος ιδιωτικότητας νομίζοντας πως έτσι δείχνει “ακομπλεξάριστη”, οδηγούν τον Ότις σε ένα καθεστώς σεξουαλικής ασφυξίας. H παρουσία – απουσία του χωρισμένου σεξομανή πατέρα δε βοηθάει καθόλου την κατάσταση.
Μετά από την – όχι και τόσο πετυχημένη – βοήθεια που προσφέρει στο συμμαθητή του Άνταμ, ο οποίος αδυνατεί να έρθει σε οργασμό με τη φίλη του, η Μέιβ προτείνει στον Ότις να αξιοποιήσει τις θεωρητικές γνώσεις από το περιβάλλον του για να στήσουν μαζί μια “κλινική” σεξουαλικών συμβουλών με πελάτες τους συμμαθητές τους. Θα χωρούσαν ίσως παραπάνω σχόλια για την εμπορευματοποίηση της συμβουλευτικής περί σεξ, η οποία πάει χέρι – χέρι με την εμπορευματοποίηση της ίδιας της ερωτικής πράξης, αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος της σειράς. Εξάλλου κι ο Ότις δε φιλοδοξεί να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα με τη “φάμπρικα” αυτή, όσο να ενισχύσει την περιορισμένη δημοφιλία του και να περάσει όσο καιρό γίνεται στο πλευρό της Μέιβ. Η οποία ταλανίζεται ωστόσο από άλλα προβλήματα, όπως το στιγματισμό της ως “τσούλα” του σχολείου, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη – που γίνεται αφορμή για μια πολύ καλή παρουσίαση του ζητήματος των αμβλώσεων -, καθώς και μια μητέρα που παλεύει με τις εξαρτήσεις. Η Μέιβ ζει σε γειτονιά με τροχόσπιτα, αποτελώντας και την εκπρόσωπο της βρετανικής underclass σε ένα σχολείο που μοιάζει κάπως παράξενα διαταξικό, ιδίως για τα βρετανικά δεδομένα, ίσως λόγω του ότι διαδραματίζεται σε κάποια φανταστική επαρχιακή κωμόπολη. Στην πορεία η Μέιβ αναδεικνύεται σε δυναμική και ευφυή παρουσία, που κερδίζει την προσοχή της καθηγήτριας αγγλικών της με το συγγραφικό της ταλέντο και αναδεικνύεται σε ψυχή της ομάδας κουίζ που συμμετέχει σε σχολικό πρωτάθλημα. Ελπίδα μου είναι στον επόμενο κύκλο να μην ελλοχεύει σαξές στόρι για την πτωχή πλην έξυπνη κι εργατική κοπέλα που βγήκε από τη μιζέρια με υποτροφίες και σκληρή δουλειά. Ο τελικός του πρωταθλήματος κουίζ πάντως γίνεται αφορμή για ένα γκεστ του Στίβεν Φράι να υποδύεται τον εαυτό του, κάτι το οποίο είναι από μόνο του λόγος για να θέλει να δει κανείς τη σειρά ως το τέλος των δύο κύκλων, με τον τρίτο να έχει να έχει μπλοκάρει στα γρανάζι της πανδημίας, οπότε υπομονή.
Ο κοινωνικός προβληματισμός πάντως δεν είναι ως τώρα το δυνατό στοιχείο της σειράς, αρκεί να δει κανείς ως πόσο φυσιολογικό πράγμα παρουσιάζεται η παιδική εργασία τουλάχιστον τριών χαρακτήρων, έστω κι αν τα αφεντικά στις περιπτώσεις αυτές δεν σκιαγραφούνται ακριβώς ευνοϊκά. Περισσότερο καλά τα καταφέρνει στους πιο ρητά διακηρυγμένους της άξονες, δηλαδή την ενθάρρυνση της ποιοτικής γνώσης περί σεξουαλικότητας έναντι μιας πανσπερμίας (pun intended) είτε αποστειρωμένων είτε ατάκτως ερριμμένων πληροφοριών που κάνουν τους νέους να νιώθουν ότι συμμετέχουν σε κάποιον άτυπο διαγωνισμό σεξουαλικής ρώμης. Ως προς τη σεξουαλική διαφορετικότητα, ο Έρικ (Ncuti Gwata) που δίνει κατά τη γνώμη μου την καλύτερη ερμηνεία στη σειρά, ακροβατεί κάποιες φορές στα όρια της καρικατούρας, χωρίς τελικά να τα υπερβαίνει, χάρη και στην ύπαρξη πλειάδας διαφορετικών μεταξύ τους queer χαρακτήρων.
Πολύ καλή είναι και η σκιαγράφηση της σχέσης γονιών – παιδιών στην εφηβεία. Στο επίκεντρο βρίσκεται ευνόητα η σχέση της Τζιν με τον Ότις, για την οποία ήδη έγινε λόγος, αλλά υπάρχουν αρκετές ακόμα. Οι περισσότερες κινούνται γύρω από το μοτίβο ότι κανείς δε γεννιέται καλός γονέας, μάλιστα μπορεί να πει κανείς ότι σε σημαντικό βαθμό αποτυγχάνουν, ακόμα κι όταν ειλικρινά φαίνεται να αγαπούν τα παιδιά τους – η συντριπτική πλειονότητα. Το τελικό μήνυμα ωστόσο δεν είναι πεσιμιστικό, αφού και μέσα από αυτές τις αποτυχίες τα ίδια τα παιδιά ωριμάζουν, ενώ οι γονείς σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον, μαθαίνουν να προσεγγίζουν – με σκαμπανεβάσματα και πισωγυρίσματα.
Όλα τα παραπάνω ωστόσο δε θα είχαν ιδιαίτερη σημασία, αν δε δίνονταν με ζεστασιά, χιούμορ και κάποιες πραγματικά κωμικές σκηνές (χωρίς να είναι κωμωδία), έστω κι αν κάποιες θα δοκιμάσουν ίσως το καλό σας γούστο. Σε μια εποχή που πολλοί υποστηρίζουν πως όλα τα αστεία έχουν ειπωθεί, αυτό δεν είναι καθόλου ασήμαντο.
Σφυροδρέπανος
Ο τίτλος του Sex Education προσφέρει έναν προφανή -σε μένα τουλάχιστον- συνειρμό με το Mala Educacion του Αλμοδόβαρ. Η σειρά είναι πολύ πιο ανάλαφρη από την ταινία, τα συμφραζόμενά τους τελείως διαφορετικά, στο βάθος όμως υπάρχει μια άλλη σύνδεση. Η σεξουαλική αγωγή που παρέχουν τα σχολεία είναι κάκιστη, από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη, και ευθύνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό για τον σεξουαλικό λειτουργικό αναλφαβητισμό που μαστίζει μια γενιά που θεωρητικά είναι καλύτερα ενημερωμένη από κάθε άλλη για το αντικείμενο, και δεν πάει στα τυφλά, βλέποντας και κάνοντας, παθαίνοντας και -όχι πάντα- μαθαίνοντας. Κι αν αυτό αφορά τη Βρετανία, όπου διαδραματίζεται η σειρά, τα δεδομένα για την Ελλάδα θα μας βυθίσουν σε απελπισία.
Το σεξ βρίσκεται παντού, στη ζωή μας, στις προσωπικές μας συζητήσεις, ακόμα και σε σχολικές τάξεις, αλλά περιμένει θέμα-ταμπού, παρά την επιφανειακή απενοχοποίησή του. Το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής προσφέρει στεγνές, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, πολύ μακριά από τα ενδιαφέροντα, τις απορίες και τις πραγματικές ανάγκες των εφήβων, όπως ακριβώς και τα άλλα μαθήματα. Τα παιδιά νιώθουν άνετα να μιλήσουν σε έναν συνομήλικό τους, παρά στον καθηγητή τους, μολονότι αυτός στερείται πραγματικών εμπειριών, σε μια ιδιότυπη αποκοπή της θεωρητικής γνώσης απ’ την πράξη -που ούτως ή άλλως δύσκολα θα συνδυάζονταν σε μια τάξη. Την ίδια ώρα ο συντηρητικός διευθυντής βλέπει με καχυποψία οποιαδήποτε καινοτομία, πόσω μάλλον την τοποθέτηση στο σχολείο μιας ειδικού (η Σκάλι από τα X-Files σε ένα ρόλο-έκπληξη), που την εντοπίζει ως τη βασική του αντίπαλο.
Τα παιδιά μένουν εντελώς μόνα τους να αυτοσχεδιάζουν, να προσπαθούν μόνα τους να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και τις επιθυμίες τους, να νικήσουν την κατακραυγή και τα στερεότυπα, ενσωματώνοντας όμως παράλληλα κυρίαρχες τάσεις της πορνογραφίας, που παραμένει η βασική πηγή “ενημερωτικού υλικού” επί του θέματος. Ακόμα και αν έχουν σεξουαλικές εμπειρίες, αδυνατούν ενίοτε να συνειδητοποιήσουν-διακρίνουν τη σεξουαλική παρενόχληση και την ανάγκη να σηκώσουν ανάστημα, για να την καταγγείλουν.
Η σειρά περνάει αρκετά τέτοια μηνύματα, δείχνοντας πως το χιούμορ και μια σχετικά ανάλαφρη φόρμα είναι πολλές φορές ο καλύτερος τρόπος να μιλήσεις για τα πιο σοβαρά πράγματα στον θεατή και σε ένα πιο υποψιασμένο κοινό, που δε θα αρκεστεί στα αμήχανα χάχανα για το θέμα -που εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ταμπού, εκτός κι αν κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας πιστεύοντας το αντίθετο- και θα δει πέρα από την επιφάνεια της σκηνής με τα παιδιά που γλείφουν μια μπανάνα, σε ένα μάθημα προσομοίωσης του στοματικού έρωτα. Ακόμα και οι ταξικές διαφορές είναι εμφανείς σε αρκετές στιγμές -με τη βασική πρωταγωνίστρια να μένει σε μια γειτονιά με τροχόσπιτα, αντί για τις βίλες που έχουν οι περισσότεροι συμμαθητές της.
Αυτό όμως είναι μάλλον το ταβάνι της σειράς -και δε θα ήταν λογικό να έχουμε προσδοκίες να πάει σε μεγαλύτερο βάθος. Θα μπορούσε να αποφύγει, ωστόσο, αχρείαστες σεναριακές ευκολίες και κάποιες αρρυθμίες στη ροή της υπόθεσης -ο νόμος της… “ανισόμετρης ανάπτυξης” μεταξύ των επεισοδίων.
Στον αντίποδα, το βασικό πλεονέκτημα της σειράς είναι οι χαρακτήρες και οι ερμηνείες των περισσότερων ηθοποιών: Παιδιά μέχρι 25 ετών στην πλειοψηφία τους, που μπαίνουν αρκετά καλά στο πετσί του εφηβικού ρόλου, ακόμα κι αν δεν πείθει πάντα το παρουσιαστικό τους για μαθητές Λυκείου -χωρίς από την άλλη να φτάνει σε ακρότητες τύπου “Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα”, με τον Μπίλια και άλλους. Οι χαρακτήρες είναι ανθρώπινοι και καθημερινοί, περίεργοι όπως όλοι μας, τσαλακώνονται σε διάφορες περιστάσεις και μας προσφέρουν αρκετές αφορμές για ταύτιση -ανάλογα και με τα βιώματα του θεατή.
Η ατμόσφαιρα και τα σκηνικά θυμίζουν έντονα το εμβληματικό Breakfast Club της δεκαετίας του ’80, και οι μουσικές επιλογές της εποχής που ντύνουν τα περισσότερα επεισόδια δεν πρέπει να είναι άσχετες από αυτή τη σύμπτωση.
Το Sex Education δεν πρόκειται να μας μορφώσει για το σεξουαλικό ούτε για το κοινωνικό ζήτημα του καιρού μας. Πιάνει όμως με σχετικά “αθώο τρόπο” ένα θέμα-ταμπού και το τοποθετεί ρεαλιστικά στον σύγχρονο κόσμο, που μόνο αθώος δεν είναι του… αίματος και της άγνοιας που επικρατεί μες σε έναν ωκεανό πληροφοριών. Ο σεξουαλικός λειτουργικός αναλφαβητισμός είναι καθρέφτης της κοινωνίας μας. Και δεν χρειάζεται να προδώσει κανείς τον Μαρξ και να γίνει οπαδός του Φρόιντ, για να το καταλάβει αυτό.