Σαν να μην πέρασε μια μέρα
Εντυπώσεις από την τρίτη και τελευταία μέρα του Φεστιβάλ.
το Φεστιβάλ δε χωράει πουθενά. Ούτε στο Πάρκο Τρίτση, ούτε στα ΜΜΕ, που έχουν πιο ασήμαντα και άμαζα γεγονότα να καλύψουν. Γιατί αν είσαι κομμουνιστής, τότε… “Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα, δε χωράς πουθενά, πουθενά…”
Αν κάποιος θέλει να καταλάβει τι σημαίνει συμπυκνωμένος πολιτικός χρόνος και τη σχετικότητά του, το Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή προσφέρεται για ταχύρρυθμα, εντατικά μαθήματα.
Εκεί βλέπεις τα 100 χρόνια από τις 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο να συμπυκνώνονται σε ένα τριήμερο εκδηλώσεων και μια εντυπωσιακή έκθεση, που εκτός από τα στοιχεία της, ξεχώριζε και για το συμβολισμό της, με το κυκλικό της σχήμα, που κοβόταν από μια σφήνα, όπως στο κλασικό σοβιετικό σχέδιο.
Εκεί νιώθεις να μπαίνεις σε μια μηχανή του χρόνου, να (ξανα)ζείς τις συναυλίες και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της Μεταπολίτευσης. Ή να γυρνάς στη δεκαετία του 50′, στο λεωφορείο του πηγαιμού, καθώς παστώνεσαι σε ένα ετερόκλιτο πλήθος από το οποίο λείπει μόνο η Αλίκη ως Πίπης και ένα γιαούρτι, για να την βγάλει ασπροπρόσωπη. Ή να επιστρέφεις στα παιδικά σου χρόνια και τις εποχές που δεν υπήρχαν κινητά για συνεννοήσεις. Κι αν κάποια εταιρία θέλει να καμαρώσει ότι “έχει σήμα, σήμα καμπάνα”, δε χρειάζεται να τρέχει ως την Κόπα-καμπάνα. Ας τα βάλει πρώτα με την πολυκοσμία της τρίτης ημέρας, όπου δεν πιάνεις σήμα ούτε με αίτηση, και το ξανασυζητάμε…
Κι ακολουθούν τα μαθήματα για το συμπυκνωμένο πολιτικό χώρο. Δως μου ένα μέρος να σταθώ και ένα κόμμα (νέου τύπου) σα μοχλό, και θα κινήσω τη γη (θα έρθει ανάποδα ο ντουνιάς). Άντε να το βρεις όμως κοντά στην κεντρική σκηνή, όπου γινόταν το αδιαχώρητο και το “κοντά” ήταν πολύ σχετικό και μπορεί να εξελιχθεί διαλεκτικά στο αντίθετό του. Πίσω από τα βιβλιοπωλεία της Σύγχρονης Εποχής, στο θεατράκι του Πολιτστικού, που δεν είχε οπτική επαφή με τη σκηνή, αλλά έφτανε ο ήχος, στους μικρούς λόφους στα όρια του χώρου, κι όπου μπορούσε να σταθεί κανείς.
Ίσως να γίναμε μάρτυρες της μεγαλύτερης προσέλευσης σε μία μοναδική μέρα, από τότε που το Φεστιβάλ μετακόμισε στο Πάρκο Τρίτση, όπου το “μάρτυρες” περιλαμβάνει και το “μαρτύριο της καρέκλας”, που -όπως λέει κι ο 2310net- δε θα σου έρθει από μόνη της, νέτη-σκέτη, αν δεν πάρεις κι εσύ μέτρα για αυτό. Υπήρχαν πολλές σχετικές ενδείξεις, από τις καρέκλες και το σήμα στα κινητά, μέχρι τα σουβλάκια που εξαντλήθηκαν στην κεντρική και τη μαθητική σκηνή. Ενώ οι διοργανωτές έκοψαν εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια συνολικά μες στο τριήμερο, κάτι που σημαίνει πως το Σάββατο ο κόσμος ξεπέρασε σίγουρα τις 100 χιλιάδες.
Αλλά τι να ψηφίζουν όλοι αυτοί άραγε;
Συμπυκνωμένος πολιτικός χρόνος -συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο- είναι ότι νιώθεις σα να μην πέρασε μια μέρα από την Πέμπτη που αδημονούσες να αρχίσει το Φεστιβάλ, κι ούτε που κατάλαβες πως πέρασαν τρεις κιόλας κι ανήκει πλέον στο παρελθόν. Πάει κι αυτό το Φεστιβάλ, κι ας καρτερούμε ένα άλλο -που θα είναι ακόμα καλύτερο. Αλλά κάθε μέρα του μετρούσε σα μήνας, και σε αφήνει γεμάτο, με μπόλικο υλικό για ηθική ανάταση κι αναμνήσεις.
Σα να μην πέρασε μια μέρα για τους κομμουνιστές, το κόμμα της εργατικής τάξης, τους λόγους που επέβαλαν τη δημιουργία του, την ανάγκη που περιμένει να γίνει ιστορία. Αρκεί να μη μας θρέφει μόνο αυτή, όπως κάτι σ/φους, οπαδούς της (Θ)Λίβερπουλ -όπως την είχε πει κι ο Τοτέμ- και να γειώνουμε την ανάγκη στην εποχή μας και την προοπτική του μέλλοντος. Κι αν προβάλλουμε την ιστορία μας, δεν είναι για να επαναπαυτούμε στις δάφνες των δοξασμένων στιγμών της, αλλά γιατί όπως έλεγε πολύ εύστοχα ένα σύνθημα του Φεστιβάλ:
Πυροβολούν το παρελθόν, για να σκοτώσουν το μέλλον.
Σα να μην πέρασε μια μέρα και για τη φωνή του Νταλάρα, που μπορεί να γέρασε ως προς τις ιδέες του ή να πιστεύει ότι πάλιωσαν αυτές, αλλά στη φωνή παραμένει αγέραστος -για να μην πω αξεπέραστος. Σα να μην πέρασε μια μέρα και για τη σχέση του με το κοινό, που τον υποδέχτηκε μουδιασμένο και του προξένησε αρχικά μια αμηχανία, που έφευγε όμως σταδιακά, όσο λύνονταν αμφότεροι, με φάρμακο τα τραγούδια του Λοΐζου. Θυμηθείτε την περιγραφή για το πρώτο Φεστιβάλ του Μίκη, και σκεφτείτε κάτι αντίστοιχο -σε μικρογραφία ασφαλώς.
Ο Νταλάρας έφτασε μάλιστα να προτρέψει το “σύντροφο Γραμματέα” να σηκωθεί και να χορέψει, και έδειχνε με νόημα τον κόσμο γύρω του, καθώς τραγουδούσε τους στίχους: “μα εκείνο δε λυγάει, κι όλο φυλλωσιές πετάει, γύρω του λαός κι εργάτες, το φυλάνε με τις βάρδιες”. Εκεί θα κολλούσε ίσως -και για τον Νταλάρα και για το Φώντα Λάδη που έγραψε τους στίχους- και η ταινία “το δέντρο που πληγώναμε”. Αλλά αυτό είχε βαθιές ρίζες στο λαό, και η σκιά του αιωρείται σα φάντασμα, σαν απειλή πάνω από το σάπιο κόσμο της εκμετάλλευσης.
Σε ένα χρόνο, σε ένα μήνα (θα σκεπάσει την Αθήνα). Σε μια δεκαετία, σε έναν αιώνα -από τις δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Ο πολιτικός χρόνος είναι σχετικός. Κι όσα δε φέρνει η ώρα, θα τα φέρει η στιγμή, αρκεί να μας βρει έτοιμους, στο ύψος της περίστασης.
Τους στίχους από το “Δέντρο” είχε χρησιμοποιήσει πιο πριν, στην κεντρική ομιλία, κι ο Κουτσούμπας για το Φεστιβάλ -που όλο φυλλωσιές πετάει. Μεταξύ άλλων, είπε για την τρίτη φορά (ή τρίτο γύρο όπως το λέμε συνήθως), μετά την Κομμούνα και τον κόκκινο Οκτώβρη, που θα είναι φαρμακερή για το σύστημα. Για τον Τσίπρα, που κάνει για την αστική τάξη ό,τι και ένας πλασιέ, για να πιάσει το bonus. Για την καπιταλιστική ανάπτυξη, που σημαίνει να καίγεται όλη η Ελλάδα, να πνίγονται οι λαϊκές συνοικίες σε κάθε μπόρα, και να προσευχόμαστε να μη γίνει κανένας δυνατός σεισμός. Για τους νέους που δεν τρώνε κουτόχορτο και “τα παίρνουν στο κεφάλι” (δηλαδή στο κρανίο). Για την Οχτωβριανή και τη Σοβιετική Ένωση, που ήταν το “τιμώμενο πρόσωπο” του Φεστιβάλ. Για τον Παύλο Φύσσα κι έναν άλλο πασίγνωστο στίχο του Φώντα Λάδη -που ανέβηκε κι αυτός αργότερα στη σκηνή, για το Λοΐζο: το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον, δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.
Για την Παλαιστίνη, την Κούβα, το Βιετνάμ, τη Βενεζουέλα και τις 30 κομμουνιστικές νεολαίες κι άλλες αντι-ιμπεριαλιστικές οργανώσεις, που ήρθαν στο φετινό Φεστιβάλ. Και για τον αντικομμουνισμό της ηλιθιότητας -που το είχε πρωτοπεί για την Καϊλή, αλλά ταιριάζει σε αρκετές περιπτώσεις.
Ακολούθησε η συναυλία-αφιέρωμα στο Λοΐζο, που χωρίς ίχνος υπερβολής ή διάθεση απολογητικής ήταν κορυφαία, ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να παρουσιάσει η σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή από κάθε άποψη: στίχοι, κομμάτια, ερμηνευτές, μηνύματα. Ένα εκπληκτικό μουσικό ταξίδι, που απογείωσε για δύο ώρες χιλιάδες κόσμου, ζωντάνεψε μνήμες, αλλά πρωτίστως μίλησε για το σήμερα και το αύριο, για τις διαχρονικές ανάγκες και αγωνίες του λαού μας, μακριά από ομφαλοσκοπήσεις και υπερεκτιμημένους τροβαδούρους της ήττας.
Εκτός κι αν γνωρίζει κάποιος τραγούδι που να κάνει στίχο το “πώς δενότανε τ’ ατσάλι”. Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη (ή στην ανεργία, πλέον), με τα κομμάτια μας δένει το ατσάλι. Εκτός κι αν ξέρει κανείς άλλο συνθέτη σαν το Λοΐζο, στίχους σαν αυτούς του Λάδη, ερμηνευτές που μπορούν να βγάλουν περισσότερο συναίσθημα.
Κι είναι να απορεί κανείς πώς αυτή την κορυφαία συναυλία, μία από τις πιο δυνατές στιγμές στην πρόσφατη ιστορία των Φεστιβάλ, κάποιοι θέλησαν να την περάσουν επικοινωνιακά στο δημόσιο λόγο (και βασικά το μικρόκοσμο των social media) με τη στάμπα “φέρατε τον Νταλάρα”, ίσως γιατί έχει σα στάμπα τη ζωή τους σημαδέψει πως “το ΚΚΕ φταίει για όλα”, και προσαρμόζουν επιλεκτικά τις ευαισθησίες τους.
Το πρόβλημα είναι πως αυτά τα τραγούδια, που είναι αθάνατα και διαχρονικά, τα είπαν και κάποιοι καλλιτέχνες που δεν αποδείχτηκαν παντός καιρού, αλλά καιροσκόποι. Αλλά οι επιλεκτικές ευαισθησίες μιας ορισμένης “κριτικής” που διυλίζει τον κώνωπα, για να καταπιεί την κάμηλο και τους “όλοι μαζί μπορούμε”, δείχνουν την πολιτική σκοπιμότητα πίσω από ορισμένα αγανακτισμένα σχόλια.
Στα στιγμιότυπα της τρίτης μέρας, κρατάμε επίσης:
-το σ/φο φωτογράφο που σκαρφάλωνε στις σκαλωσιές για να πετύχει την καλύτερη λήψη, φτάνοντας ένα βήμα πριν από την έφοδο στον ουρανό και από το να ξεκινήσει καριέρα ως drone-αεροπλανάκι.
-το κόλπο στα ταμεία με το μαρκαδοράκι, για τα πλαστά χαρτονομίσματα (που υπήρχε κι από πριν, αλλά εγώ τότε έμαθα σε τι χρησιμεύει).
-τους μετανάστες που μπήκαν στο χώρο, σχηματίζοντας ένα άτυπο μπλοκ χωρίς πανό, και πρέπει να ήταν στις πρώτες σειρές, στη διάρκεια της ομιλίας.
-τη σ/φισσα από τα μεγάφωνα, που έλεγε “σαρακοστό τρίτο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή”. Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή κι ο Σεπτέμβρης από το (σαρακοστό τρίτο) Φεστιβάλ;
-την καντίνα “Red Kitchen”, με το σύνθημα για τη “γλυκιά γεύση της αλληλεγγύης”, που πρέπει να δοκιμάσεις. Που δεν ήταν -προφανώς- των διοργανωτών, αλλά δεν κατάλαβα αν έχει πολιτική αναφορά σε κάποιο χώρο-συλλογικότητα.
-και το μπλουζάκι των Ρώσων στη Διεθνούπολη, με το νεαρό Στάλιν, με το φουλάρι. Που είχε γίνει ανάρπαστο ήδη από την πρώτη μέρα, κι ήταν το πρώτο αντικείμενο του Φεστιβάλ, που εξαντλήθηκε, με διαφορά από τα υπόλοιπα, αφού πουλιόνταν σα ζεστό ψωμάκι -ή μάλλον σουβλάκι, για να το προσαρμόσουμε στα δεδομένα του Φεστιβάλ. Δεν έγραφε όμως το όνομα του “Σήφη”, αλλά το σύνθημα “Young and strong will” (νεαρή και δυνατή θέληση) κι έτσι το καταλάβαιναν μόνο οι μυημένοι.
-την ατάκα του Παπακωνσταντίνου πως αν δεν ήταν γιος του πατέρα του, θα ήθελε να είναι του Λοΐζου.
-τα ζεστά λόγια της Φαραντούρη, που είπε πως η ΚΝΕ πάντα αγκάλιαζε τον πολιτισμό και πρέπει να συνεχίσει να το κάνει.
-τον αποχαιρετισμό της Γλυκερίας, στη λαϊκή σκηνή: “να σπρώξουμε κι εμείς λιγάκι, για να δούμε φως”.
-το αδιαχώρητο στις άλλες δύο σκηνές, που ήταν ήδη φίσκα από πριν, και έφταναν άλλοι τόσοι από την Κεντρική, που τελείωσε πριν από όλες.
-και τις καρέκλες στη λαϊκή σκηνή, με τη Γλυκερία, που έφταναν σχεδόν μέχρι τη Διεθνούπολη, για να χωρέσουν.
Αλλά το Φεστιβάλ δε χωράει πουθενά. Ούτε στο Πάρκο Τρίτση, ούτε στα ΜΜΕ, που έχουν πιο ασήμαντα και άμαζα γεγονότα να καλύψουν. Γιατί αν είσαι κομμουνιστής, τότε…
“Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα, δε χωράς πουθενά, πουθενά…”
Υγ: και στα εκατό, θα είμαι πάλι εδώ.
Και τι άλλο μπορεί να γίνει δηλαδή για τα 100 χρόνια του κόμματος (και τα πενήντα της ΚΝΕ); Τι παραπάνω και πιο εντυπωσιακό μπορεί να γίνει; Να χτίσουμε τον Πύργο του Τάτλιν;
Αλλά αυτό θα το δούμε σε επόμενο κείμενο, μαζί με μια συνολική αποτίμηση για το ταξίδι του Φεστιβάλ που τελείωσε κι ο προορισμός του κάθε άλλο παρά φτωχικός δεν ήταν…