Σαρακοστό τρίτο Φεστιβάλ – Η ώρα της αποτίμησης
Το φετινό Φεστιβάλ ήταν ξεχωριστό, μαζικό και βάζει πολύ ψηλά τον πήχη για το επόμενο. Αλλά τα πιο ωραία μας Φεστιβάλ δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα. Μπαίνει λοιπόν το ερώτημα πώς μπορεί το καλό να γίνει ακόμα καλύτερο και πιο εντυπωσιακό.
Το φετινό Φεστιβάλ (το σαρακοστό τρίτο, όπως έλεγε και μια σ/φισσα από τα μεγάφωνα) ήταν ξεχωριστό για μια σειρά λόγους, που ξεπερνάνε τη φαντασία όσων ζουν στο μικρόκοσμο των social media, και πιστεύουν πως όλα περιστράφηκαν γύρω από τον Νταλάρα και την παρουσία του.
Ήταν καταρχάς ξεχωριστό για την κοσμοσυρροή, ιδίως της τρίτης μέρας, αλλά και των δύο προηγούμενων, παρά τη φαεινή ιδέα των διοργανωτών της συναυλίας αλληλεγγύης στην Ηριάννα, να την βάλουν απέναντι από το Φεστιβάλ, για να μη συμπέσει με το “Σπούτνικ” του Σύριζα, το Resistance, κτλ, που θα πήγαιναν άπατα.
Ήταν τόσο ξεχωριστό, που ανάγκασε ένα μέρος του αστικού τύπου να σπάσει την “ομερτά” και να ασχοληθεί με αυτό, από το δικό του πρίσμα βέβαια. Σαν τον αρθρογράφο της Καθημερινής, που ορεγόταν φιλέτο ταρτάρ, αλλά τον πιάνουν τα ψυχολογικά του με το “πάγωσε η τσιμινιέρα” και τα σφυροδρέπανα. Ίσως και με τα σουβλάκια του Φεστιβάλ, που δεν ξέρω αν τους πάει η μουστάρδα με τα ψωμάκια ή η σως-ταρτάρ με παντεσπάνι…
Ή σαν το κείμενο της ΕφΣυν, για την έναρξη του Φεστιβάλ και την επίσκεψη του Μίκη, που εντυπωσιάστηκε από το πλήθος, τη νεολαία, τα ράστα, τις γενειάδες, τους “χίπστερ” και τα “φρικιά”. Αλλά ήταν έντιμο για τα δεδομένα της εφημερίδας, ίσως γιατί δεν το έγραψε ο αρχισυντάκτης της, που ήρθε για επιτόπια έρευνα.
Μέχρι κι η ΕΡΤ έβαλε ένα αφιέρωμα-ντοκιμαντέρ για την ιστορία του Φεστιβάλ, με πολλά συγκινητικά στιγμιότυπα, που δεν είναι τέτοια γιατί είναι παλιά, αλλά γιατί έχουν τη μυρωδιά μιας εποχής όπου όλα ήταν μαζικά κι αισιόδοξα. Και τα σύγχρονα Φεστιβάλ είναι ξεχωριστά ακριβώς για αυτό, γιατί είναι όαση αισιοδοξίας σ’ ένα μίζερο περιβάλλον με αρνητικούς συσχετισμούς.
Ήταν ξεχωριστό και για το “τιμώμενο πρόσωπο” της Οχτωβριανής Επανάστασης, με την έκθεση για τα 100 χρόνια από τις 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, τα ταμπλό με τις μεγάλες σοβιετικές προσωπικότητες, τα αφιερώματα, τις συζητήσεις, τις καινούριες εκδόσεις. Που ανοίγουν την όρεξη για το επόμενο Φεστιβάλ και το αφιέρωμα στα 100 χρόνια του κόμματος.
Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα, τι παραπάνω μπορεί να γίνει του χρόνου, πιο ξεχωριστό κι εντυπωσιακό από όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα. Πώς μπορεί να γίνει κάτι καινούριο, διαφορετικό, που να σπάσει την αίσθηση της επανάληψης στα ονόματα που συμμετέχουν και τα μουσικά αφιερώματα. Μια μεγάλη κουβέντα που αφορά το ποιος έρχεται και με τι κριτήρια στο Φεστιβάλ ή ποιος άλλος θα μπορούσε να έρθει. Αλλά δεν μπορεί να γίνει ολοκληρωμένα, με σοβαρούς όρους, εφόσον αγνοούμε κάποια βασικά δεδομένα. Και εγώ μπορεί να ήθελα πχ να έρθει η Ορχήστρα του Κόκκινου Στρατού φέτος, αλλά δεν ξέρω αν αυτό είναι εφικτό στην πράξη.
Το βασικό ερώτημα είναι αν υπάρχει ποιοτική στρατευμένη τέχνη στις μέρες μας. Αν υπάρχει όντως πολιτική τέχνη που δεν την ξέρουμε γιατί δεν προβάλλεται αρκετά -και με δική μας ευθύνη. Ή αν ισχύει πως δε βγαίνουν πια πολλοί στρατευμένοι καλλιτέχνες, γιατί δεν υπάρχει ισχυρό κίνημα να τους αναδείξει από τις γραμμές του και να τους στηρίξει, μολονότι η εποχή το απαιτεί και μας δίνει πολλές αιτίες και ερεθίσματα.
Από την άλλη, σε πολλούς εναλλακτικούς αλλά όχι ακριβώς στρατευμένους καλλιτέχνες, υπάρχει ένα τείχος παγιωμένης καχυποψίας απέναντι στο ΚΚΕ, που δεν είναι εύκολο να σπάσει. Είτε γιατί δε θέλουν μόνοι τους να έρθουν -κι αν δε θέλουν αυτοί μία, δε θέλουμε εμείς δέκα- είτε γιατί το βασικό τους κοινό μπορεί να χαλαστεί από μια τέτοια κίνηση και θα ζημιωθούν εμπορικά. Κι η τραγική ειρωνεία είναι πως μιλάμε για το κοινό της αφηρημένης ενότητας (στα λόγια), που μια σ/φισσα το χαρακτήρισε εύστοχα ως “όλοι μαζί μπορούμε” αλά αριστερά.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ανοίγματα που πρέπει να γίνουν και μπορούν να πετύχουν. Να υπάρξει -και υπάρχει ήδη- μια σχετική ανανέωση στα ονόματα, που είναι μεν σε κορυφαίο επίπεδο, αλλά όχι τώρα, πριν από δεκαετίες. Κι αποτελούν βέβαια ζωντανή ιστορία του Φεστιβάλ, όπου θα έχουν πάντα μία θέση, αλλά δε θα είναι μόνοι τους, μόνο αυτοί.
Αυτό βέβαια μπορεί να απαιτεί όχι διαφορετικά, αλλά περισσότερα πράγματα. Περισσότερες ημέρες (όπως το 88′, που το Φεστιβάλ ήταν εννιαήμερο), περισσότερο χώρο (ή άλλο μεγαλύτερο χώρο), περισσότερες σκηνές, θεματικές, ερασιτεχνικές, πειραματικές, ροκ, μέταλ, έθνικ, κοκ. Αυτές όμως είναι ωραίες ιδέες που είναι εύκολο να τις λέει και να τις προτείνει κανείς, αλλά είναι άλλο ζήτημα πόσο εύκολα μπορούν να γίνουν πράξη.
Κι υπάρχει φυσικά και το εξωτερικό, ως βασική πηγή για κάτι καινούριο, που θα κάνει τη διαφορά. Όπως την είχε κάνει η Μερσέντες Σόσα, τη δεκαετία του 80′, ή και η Μπάντα Μπασότι, το 08′, στα 90χρονα του Κόμματος, κι ας μην είχε βοηθήσει ο καιρός.
Σε κάθε περίπτωση, αυτά είναι κατά μία έννοια προβλήματα που προκύπτουν από την επιτυχία του Φεστιβάλ κι από τη δίψα να γίνουν ακόμα καλύτερα και μεγαλύτερα, να αγκαλιάσουν ακόμα περισσότερο κόσμο. Έτσι ο πήχης για το επόμενο Φεστιβάλ και τα 100 χρόνια έχει μπει πολύ ψηλά, όσο ψηλά θα έφτανε κι ο πύργος του Τάτλιν. Και υπάρχει πάντα -μεταξύ πλάκας και αστείου- η πρόταση να βάλει μπρος το κόμμα με τους αρχιτέκτονές του, για να τον στήσει εν όψει της μεγάλης επετείου…