Τουρισμός: πλέοντας σε πελάγη αντιφάσεων
Τα χρόνια της κρίσης ο κλάδος είχε ανοδική πορεία, δηλαδή οι καπιταλιστές έβγαλαν κέρδη όταν ο κόσμος μάτωνε για τρεις κι εξήντα κι οι εργαζόμενοι στον επισιτισμό δούλευαν 12ωρα με συμβάσεις πείνας ή ακόμα και δωρεάν με συμβάσεις μαθητείας.
Η τουριστική σεζόν φέτος φαίνεται να κλείνει πριν καλά-καλά ανοίξει. Τα δημοσιεύματα στον αστικό τύπο των τελευταίων ημερών μιλάνε για δίμηνη ή τρίμηνη σεζόν, για βαθιά κρίση και για τις προσπάθειες να «κρατηθεί ζωντανή» η «βαριά βιομηχανία της χώρας». Το θέμα είναι τόσο σοβαρό όσο και ανάλαφρο, κι ενίοτε φαιδρό, μέσα από τις πολλές αντιφάσεις που αναπόφευκτα ξεσπούν εδώ κι εκεί. Για παράδειγμα, από τη μια οι τουρίστες είναι απαραίτητοι για να συνεχίσει να είναι κερδοφόρος ο κλάδος. Από την άλλη, οι τουρίστες είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι εν δυνάμει φορείς του ιού. Από την τρίτη πλευρά, οι τουριστικοί προορισμοί είναι εντελώς αθωράκιστοι και τα συστήματα υγείας είναι πρωτόγονα ακόμα και για νορμάλ συνθήκες. Τέταρτον, οι τουρίστες από λαϊκή βάση έχουν χτυπηθεί οικονομικά ώστε να μην μπορούν να έρθουν για οικονομικούς λόγους να ζήσουν κι αυτοί την περιπέτειά τους στην Ελλάδα. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα θα κάνουν σίγουρα μειωμένες διακοπές, είτε επειδή ροκάνισαν την άδεια, είτε επειδή έχασαν τη δουλειά τους και με τα ψίχουλα-επιδόματα, αν τα δικαιούνται, δεν μπορείς να κάνεις όνειρα θερινών διακοπών. Τέλος μάλλον, αν και τελειωμό δεν έχει, οι εργοδότες ζητούν και η κυβέρνηση εξετάζει κατάργηση των θερινών αδειών για τους εργαζόμενους μιας σειράς κλάδων. Οι αντιφάσεις σφραγίζονται χαρακτηριστικά με το δημοσίευμα που διατυπώνει τις αντιδράσεις των καπιταλιστών στον τουριστικό κλάδο, οι οποίοι «θεωρούν, ότι με ένα τέτοιο μέτρο, απαγόρευσης ή συρρίκνωσης του χρόνου των διακοπών, θα τελειώσει οριστικά τον τουρισμό για φέτος.»
Κι όλ’ αυτά επειδή ο τουρισμός, από ανάγκη του ανθρώπου, στον καπιταλισμό είναι πρωταρχικά διαδικασία παραγωγής κέρδους. Ενός κέρδους που προέρχεται από την επίσης αντιφατική διαδικασία κεφαλαιοποίησης εισοδήματος (δηλαδή, μετατροπής εισοδήματος σε κεφάλαιο).
Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή για τους εργαζόμενους. Αυτοί ειδικά που εργάζονται στον κλάδο του τουρισμού κινδυνεύουν να (ψάχνουν να βρουν τρόπο να) σβήσουν μια χρονιά από το ημερολόγιό τους. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, και ακόμα λιγότερο αστείο. Αστείο είναι ο ισχυρισμός περί «βαριάς βιομηχανίας». Μόνο σε κάτι νησιωτικά προτεκτοράτα του ειρηνικού μπορεί ο τουρισμός να είναι η… βαριά βιομηχανία. Σε ανεπτυγμένη χώρα του ΟΑΣΑ, μέλος της Ευρωζώνης, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει. Μπορεί να εξυπηρετεί το αφήγημα περί ψωροκώσταινας ή να προλειαίνει το έδαφος για τη μεγάλη κρίση που έρχεται και που θα βόλευε να φορτωθεί στον τουρισμό. Μπορεί επίσης η μεγάλη προηγούμενη κρίση να είχε αυξήσει λίγο τη σχετική σημασία του τουρισμού για μια σειρά από λόγους, που δεν είναι της παρούσης. Χωρίς να κάνω καμιά φοβερή πρόβλεψη, η επερχόμενη κρίση θα μειώσει πάλι τη σχετική σημασία του τουρισμού στα προηγούμενα ή και ακόμα χαμηλότερα επίπεδα. Εξάλλου, τι σόι «βαριά βιομηχανία» είναι αυτή που καταρρέει μέσα σε ένα μήνα;
Σε κάθε περίπτωση, ισχύει αυτό που έγραφε ο Καραθανασόπουλος στην ΚΟΜΕΠ το 2003, στο άρθρο «Οι εξελίξεις στον τουρισμό και οι θέσεις του ΚΚΕ», δηλαδή «ότι μια οικονομία με μεγάλο μερίδιο συμμετοχής του τουριστικού βιομηχανικού κλάδου στο σύνολο της βιομηχανίας και μικρό μερίδιο συμμετοχής της μεταποίησης, των μεταφορών, της ενέργειας ή και ειδικότερα του κλάδου παραγωγής μέσων παραγωγής υποδηλώνει την ύπαρξη μιας καπιταλιστικής οικονομίας με μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τις εξωτερικές αγορές, με σημαντική επίδραση σε αυτήν των διακυμάνσεών τους στη διευρυμένη αναπαραγωγή της.»
Ας δούμε λοιπόν μερικά στοιχεία από την επίσημη βάση δεδομένων EUKLEMS του 2019. Τα στοιχεία φτάνουν μέχρι το 2017, αλλά μας είναι αρκετά. Σε αυτή τη βάση υπάρχει πλέον ο κλάδος Ι (διαμονή και υπηρεσίες επισιτισμού) που εκπροσωπεί σε μεγάλο βαθμό τον τουρισμό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέρος του κλάδου Ι αφορά σε μη τουριστικές υπηρεσίες, εκτός αν βαφτίσει κανείς το ταβερνάκι και το φαστ-φουντάδικο διακοπές. Άρα, τα μεγέθη του τουρισμού είναι φουσκωμένα προς τα πάνω, αλλά το σημαντικό εδώ είναι ότι αυτός ο κλάδος δίνει τον τόνο στον τουρισμό. Φυσικά και υπάρχουν στοιχεία τουρισμού και σε άλλους κλάδους, με κυρίαρχο αυτό των μεταφορών, αλλά θα ήταν λάθος να συσχετίσουμε αποκλειστικά με τον τουρισμό τον κλάδο των μεταφορών, καθώς αυτός συσχετίζεται εξίσου ή και περισσότερο στενά με τους κλάδους της μεταποίησης και του εμπορίου. Γι’ αυτό άλλωστε θα πάρουμε σαν μέτρο σύγκρισης και αυτούς τους δύο τελευταίους κλάδους, δηλαδή την μεταποίηση (τα εργοστάσια που «δεν υπάρχουν») και τον κλάδο του εμπορίου.
Ας δούμε πρώτα το δείκτη της προστιθέμενης αξίας, που είναι και ο πιο σημαντικός δείκτης για την πορεία ενός κλάδου, μαζί με την απασχόληση.
Ο τουρισμός το 2017 πρόσθετε στην οικονομία 10,7 δις ετησίως, η μεταποίηση 17 δις και το εμπόριο 16,5 δις. Η μεγάλη άνοδος στον τουρισμό γίνεται τα χρόνια μέχρι την κρίση του 2008. Αυτό που αύξησε τη σχετική του σημασία είναι η μικρή ανάκαμψη από το 2012 και μετά. Αν δούμε λοιπόν τα σχετικά μεγέθη, δηλαδή την προστιθέμενη αξία του τουρισμού επί του συνόλου της οικονομίας, θα δούμε την εξής εικόνα.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο τουρισμός που αποτελούσε για όλη την περίοδο το 5% της οικονομίας, ανέβηκε στο 7%, ενώ για παράδειγμα το εμπόριο βλέπει τη συμμετοχή του να πέφτει συνεχώς.
Από την άποψη της απασχόλησης υπάρχουν δύο δείκτες που έχουν και οι δύο ενδιαφέρον, και ένας τρίτος που προκύπτει από τη συσχέτισή τους. Ο πρώτος εξετάζει μόνο τη μισθωτή εργασία, ενώ στον δεύτερο περιλαμβάνονται και μη μισθωτοί, δηλαδή αυτοαπασχολούμενοι και εργοδότες. Ο τρίτος εξετάζει το μέγεθος της μισθωτής εργασίας μέσα στη συνολική απασχόληση και από αυτόν θα ξεκινήσουμε. Προκαταβολικά να πούμε ότι, όσο πιο μεγάλος ο δείκτης, δηλαδή όσο πιο μεγάλο είναι το μέρος των μισθωτών τόσο πιο βαθιές είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις στον κλάδο, τόσο πιο λίγοι οι μικροεργοδότες ή αυτοαπασχολούμενοι, τόσο πιο λίγες οι επιχειρήσεις (αριθμός) και τόσο πιο μεγάλη η συγκέντρωση κεφαλαίου. Στην ανάλυσή μας έχουμε προσθέσει και την συνολική οικονομία, σαν μέτρο σύγκρισης.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί, φαίνεται ότι στη μεταποίηση το ποσοστό της μισθωτής εργασίας κινείται γύρω από το 75% μέχρι την καπιταλιστική κρίση του 2008. Έκτοτε, το ποσοστό ανεβαίνει σταθερά, σηματοδοτώντας την καταστροφή κυρίως μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων. Στο εμπόριο και τον τουρισμό το ποσοστό είναι χαμηλότερο και κάτω από το μέσο όρο της οικονομίας. Αν και η τάση είναι παντού ανοδική, το γεγονός της μικρότερης απαίτησης πάγιου κεφαλαίου και η μεγάλη ειδίκευση της εργασίας επιτρέπει ευκολότερα την είσοδο μικρών επιχειρήσεων ώστε να εξισορροπούνται τα λουκέτα. Ομολογουμένως, πιο εύκολα ανοίγει κανείς ένα μικρό καφενείο ή ένα ηλεκτρονικό κατάστημα παρά ένα μικρό σιδηρουργείο ή μια μικρή βιοτεχνία πλαστικών.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε τη μεγάλη άνοδο της μισθωτής εργασίας στον τουρισμό που από 48% στην αρχή της περιόδου, το 1995, έφτασε το 2017 στο 63,5%. Αυτό δείχνει μια έντονη προλεταριοποίηση η οποία έγινε σε φάσεις και σχετικά βίαια, όπως υπονοεί το διάγραμμα. Αυτό το συμπέρασμα θα το δούμε και στα στοιχεία της απασχόλησης παρακάτω.
Η μισθωτή εργασία στους τρεις κλάδους, σε απόλυτα και σχετικά μεγέθη δίνεται από τα επόμενα δύο διαγράμματα. Στο εμπόριο, η μισθωτή απασχόληση αυξάνεται συνέχεια από το 1995 μέχρι το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, από το επίπεδο των 400 χιλιάδων μέχρι το επίπεδο των 600 χιλιάδων. Μετά την κρίση προσαρμόζεται βίαια στο μισό εκατομμύριο εργαζόμενους. Στη μεταποίηση οι μισθωτοί ήταν περίπου 350 χιλιάδες και μετά την κρίση φτάνουν στις 270 χιλιάδες περίπου. Στον τουρισμό η μισθωτή απασχόληση αυξάνεται συνεχώς και φτάνει το 2017 τους 227 χιλιάδες εργαζόμενους. Σημειώστε βέβαια ότι ο αμιγής τουρισμός περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό εποχική εργασία. Με τον όρο αμιγή τουρισμό κάνουμε αφαίρεση από το κομμάτι εκείνο του κλάδου που αφορά μεν σε διαμονή και εστίαση αλλά δεν αφορά σε τουρισμό, όπως πχ οι φοιτητές που σπουδάζουν στην επαρχία, τα επαγγελματικά ταξίδια καθώς και η ικανοποίηση της ανάγκης της σχόλης από τους εργαζόμενους και όλο το λαό σε καθημερινή βάση κλπ. Η επισήμανση αυτή γίνεται γιατί στο μη αμιγή τουρισμό η απασχόληση είναι όλο το χρόνο.
Αν και η μισθωτή εργασία αυξάνεται στον κλάδο του τουρισμού και σχεδόν διπλασιάζεται, η σχετική σημασία είναι μικρή και δεν ξεπερνάει το 8% του συνολικού εργατικού δυναμικού που εργάζεται με σχέσεις μισθωτής εργασίας. Στο εμπόριο απασχολείται το 18% των μισθωτών, ενώ στη μεταποίηση το 10%.
Ας δούμε τέλος τη συνολική απασχόληση στους τρεις κλάδους, όπως διαμορφώνεται αν συμπεριλάβουμε αυτοαπασχολούμενους, εργοδότες κλπ απασχολούμενους στον κλάδο με συμβάσεις έργου, χρόνου κλπ. Εδώ φαίνεται ότι η αύξηση της μισθωτής απασχόλησης στον τουρισμό όπως είδαμε και προηγούμενα κρύβει την προλεταριοποίηση ενός δυναμικού που εργαζόταν και πριν στον κλάδο αλλά όχι με μισθωτές σχέσεις. Κι αυτό διότι η συνολική απασχόληση αυξήθηκε από 241 χιλιάδες σε 358 χιλιάδες, δηλαδή αύξηση 117 χιλιάδες άτομα, όσο περίπου ήταν η αύξηση της μισθωτής εργασίας (111 χιλιάδες).
Είναι σημαντικό να δούμε τέλος τον τζίρο που κάνουν οι κλάδοι (και όχι την προστιθέμενη αξία). Παραθέτουμε λοιπόν τα στοιχεία του συνολικού κύκλου εργασιών των τριών κλάδων στο τελευταίο μας διάγραμμα. Ο τουρισμός αποδίδει το 7%, το οποίο το 2017 ήταν 21 δις ευρώ. Ο κύκλος εργασιών στη μεταποίηση είναι το 20% της συνολικής οικονομίας και 56,5 δις, ενώ το εμπόριο συνεισφέρει λίγο πάνω από 11% και περίπου 32 δις. Ο κύκλος εργασιών έχει σημασία στο βαθμό που ο ένας κλάδος τροφοδοτείται από άλλους κλάδους ή φέρνει χρήμα (κεφάλαιο ή εισόδημα) από το εξωτερικό.
Αυτή είναι μια πρώτη εικόνα του κλάδου του τουρισμού, σε αντιπαράθεση με την μεταποίηση και το εμπόριο. Η παρουσίαση δεν είναι εξαντλητική και χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, στην οποία θα συνεισφέρουμε με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Όμως, γίνεται σαφές ότι τα χρόνια της κρίσης ο κλάδος είχε ανοδική πορεία, δηλαδή οι καπιταλιστές έβγαλαν κέρδη όταν ο κόσμος μάτωνε για τρεις κι εξήντα κι οι εργαζόμενοι στον επισιτισμό δούλευαν 12ωρα με συμβάσεις πείνας ή ακόμα και δωρεάν με συμβάσεις μαθητείας. Φαίνεται ακόμη ότι όσο πιο πολύ αυξάνεται η προλεταριοποίηση στον κλάδο του τουρισμού, τόσο πιο δύσκολο γίνεται για τους εργάτες να πάνε διακοπές. Γι’ αυτό και θα δούμε πολυτελέστατα ξενοδοχεία, που ούτως ή άλλως ήταν απλησίαστα για τους εργαζόμενους αυτής της χώρας να μένουν κλειστά επειδή δεν θα έρθουν πελάτες. Κι ακόμα χειρότερα, πέρα από τις υποδομές, ολόκληρες περιοχές – τουριστικά φιλέτα θα είναι αποκλεισμένες με αποτέλεσμα οι ιθαγενείς αυτού του τόπου να μην μπορούν να στήσουν ούτε τη σκηνή τους. Ακόμα και στους κορυφαίους προορισμούς, όπως η Σαντορίνη, όπου σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) το 2019 κατέφθασαν 571.695, υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα πλήρους υποστελέχωσης όπως φαίνεται και από καταγγελίες των εργαζομένων ήδη από το Γενάρη του 2020.
Γιατί όμως θα έπρεπε να είναι έτσι τα πράγματα; Αν ο λαός κοινωνικοποιούσε (και) αυτόν τον κλάδο, το θέμα θα έμπαινε σε εντελώς διαφορετική βάση. Οι τουριστικές υποδομές θα πλαισιώνονταν με όλες τις άλλες υποδομές που είναι απαραίτητες όταν υπάρχει τόσο μεγάλη συγκέντρωση κόσμου, ακόμα και σε συνθήκες που δεν υπάρχει πανδημία.
Θα ξαναγυρίσουμε στο μακρινό από όλες τις απόψεις 2003 και στο άρθρο του Καραθανασόπουλου στην ΚΟΜΕΠ. Εκεί σημειωνόταν ότι, για να εξασφαλιστεί «η ικανοποίηση του καθολικού δικαιώματος στον τουρισμό, στην ανάπαυση, στις διακοπές και στην αναψυχή», αλλά και για να υπάρχει «η δυνατότητα οργανωμένης και υπεύθυνης πρόσβασης και περιοδικής διαβίωσης σε φυσικούς και πολιτιστικούς χώρους που χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα προστασίας», θα πρέπει «η τουριστική οικονομική δραστηριότητα να σχεδιαστεί και να αναπτυχθεί:
– Σε αναλογία προς τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή, τις ενεργειακές, υδροδοτικές, αποχετευτικές και μεταφορικές υποδομές των πόλεων και της υπαίθρου, των αναγκών του κέντρου και της περιφέρειας.
– Σε αναλογία με τις ανάγκες εκπαίδευσης και ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού και τις ανάγκες φροντίδας της υγείας σε όλες τις βαθμίδες της.
– Σε ισορροπία με τη φύση. Το γενικό κίνητρο της οικονομίας, η κοινωνική ευημερία, γίνεται μέτρο για την παρέμβαση της ανθρώπινης ενέργειας στη φύση, για την αξιολόγηση των θετικών αποτελεσμάτων της και των αρνητικών συνεπειών της.»
Απαραίτητη προϋπόθεση όμως γι’ αυτήν την πρόταση είναι η λύση του πολιτικού προβλήματος, η κατάκτηση της λαϊκής, της εργατικής εξουσίας. Για σκεφτείτε το.