Η Έρη Ρίτσου θυμάται: Η ζωή με τον πατέρα μου Γιάννη Ρίτσο
“Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο. Δεν πήγαινε στο γήπεδο, αλλά από την τηλεόραση δεν έχανε ποτέ τα ματς όποτε είχε αγγλικό ποδόσφαιρο, που του άρεσε πολύ, ακριβώς γιατί ήταν «δυνατό» ποδόσφαιρο, με τους Εγγλέζους διαιτητές να μη σφυρίζουν τόσο συχνά «τάκλιν» που για τα δικά μας δεδομένα εθεωρούντο άγρια…”
Σαν σήμερα, την Πρωτομαγιά του 1909, γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος. Πολλά γράφτηκαν και θα γραφτούν για την σπουδαιότητα του τεράστιου έργου του, για την ενεργή συμμετοχή και προσφορά του στους αγώνες του λαού μας κατά τον 20ο αιώνα, μιας και πρόκειται για τον ποιητή που συνέδεσε τη ζωή και το έργο του με την ιστορία του τόπου όσο ίσως κανένας άλλος.
«Δεν θα μπορούσε λοιπόν, το έχω άλλωστε ξαναπεί, ένας άνθρωπος με την καλοσύνη και την ευγένειά του να είναι άλλο από κομμουνιστής. Γιατί αγαπούσε βαθιά και πραγματικά τους ανθρώπους και γιατί πάσχιζε γι’ αυτούς», είπε, ανάμεσα σε άλλα, η Έρη Ρίτσου, στο επιστημονικό συνέδριο με τίτλο «Γιάννης Ρίτσος, πάντα “παρών στο κάλεσμα της εποχής”» που διοργάνωσε το ΚΚΕ τον Νοέμβρη του 2009, στην επέτειο των 100χρονων από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή.
Χρόνια πριν, ακριβώς 30 από σήμερα, η κόρη του ποιητή είχε μιλήσει για τον πατέρα της στον Βασίλη Κ. Καλαμαρά, δημοσιογράφο στην Ελευθεροτυπία και οι αναμνήσεις της από τη ζωή μαζί του εντάχτηκαν σε έναν εξαιρετικό αφιερωματικό τόμο που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα.
Οι αγαπημένοι του συγγραφείς, ο τρόπος που δούλευε ακατάπαυστα, ο προσωπικός του χώρος, η σχέση του με τη ζωγραφική, η αγάπη του για τα παλιά έπιπλα και το αγγλικό ποδόσφαιρο και ο ποιητής-πατέρας είναι μερικές από τις πτυχές που συνθέτουν για τον Γιάννη Ρίτσο μια εικόνα ανθρώπινη και απολύτως γήινη για όσους δεν τις γνωρίζουν, που μας κάνει να τον αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο.
Οι φωτογραφίες είναι από το ίδιο αφιέρωμα.
Η Έρη (Ελευθερία) Ρίτσου είναι το μοναχοπαίδι του Γιάννη Ρίτσου. Την απέκτησε, το 1955, από τον γάμο του με τη γιατρό Φιλιώ Γεωργιάδη. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και έχει γράψει τέσσερα Βιβλία, που απευθύνονται σε μεγάλους και σε ανήσυχους πιτσιρικάδες και ανήσυχες πιτσιρίκες. Είναι ένας θερμός και επικοινωνιακός άνθρωπος, χωρίς τη σκιά του πατέρα να πέφτει Βαριά επάνω της. Έχει έναν εφηβικό ρυθμό στην ομιλία της, δεν αντιδρά με στερεότυπα στις ερωτήσεις οι οποίες της διατυπώνονται και δεν προσπαθεί να προσποιηθεί ότι είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα, έχει αποκτήσει μία κόρη, τη δεκαεξάχρονη Λητώ και, όπως λέει η ίδια, «πολλούς καλούς φίλους».
Αγαπημένοι του συγγραφείς
Ο Ρίτσος διάβαζε παρά πολύ, διάβαζε τα πάντα. Κυρίως αρχαίους Έλληνες τραγικούς και Όμηρο αλλά και ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Εννοείται πως από τους αγαπημένους του ήταν ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, ενώ ήταν πάντα ενημερωμένος για τους πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές. Επειδή αγαπούσε τη δουλειά του πολύ, χαιρόταν να βλέπει νέους ανθρώπους να ασχολούνται με την ποίηση.
Από ξένη λογοτεχνία δεν υπήρχε ποιητής που να μην τον είχε διαβάσει. Από τις επιλογές του που αφορούν σε μεταφράσεις ξένων ποιητών φαίνονται και οι προτιμήσεις του, π.χ. Μαγιακόφσκι, όμως διάβαζε πολύ όλους τους μεγάλους και μικρότερους ξένους ποιητές: Νερούντα, Αραγκόν, Ελιάρ, Σαρ, Σεν Τζον Περς, Έλιοτ, Πάουντ, Χικμέτ. Δυστυχώς δεν ξέρω να απαντήσω αν επανερχόταν συχνά και σε ποιους, γιατί ομολογώ πως τα ενδιαφέροντά μου τω καιρώ εκείνω ήταν εντελώς διαφορετικά και το λιγότερο που είχα έννοια ήταν να παρακολουθώ πόσο συχνά διάβαζε την «Οδύσσεια»…
Το εργαστήρι του συγγραφέα
Δούλευε πολύ, σε καθημερινή Βάση, Αυτό φαίνεται και από τα ποιήματά του, γιατί πάντα φρόντιζε κάτω από κάθε ποίημα να γράφει την ημερομηνία και τον τόπο γραφής. Έτσι έχει κανείς μια καθαρή εικόνα της καθημερινής του παραγωγής. Άρχιζε να εργάζεται από το πρωί και πολλές φορές συνέχιζε μέχρι τα ξημερώματα της άλλης μέρας. Πολλές φορές δούλευε διαφορετικές συλλογές παράλληλα, ενώ κάθε συλλογή του τη δούλευε δυο, τρεις ή και τέσσερις φορές.
Ξεκινούσε με τον πρωινό του καφέ και έκανε διακοπές μόνο για φαγητό ή μεσημεριανό ύπνο το καλοκαίρι. Ακόμα και στη θάλασσα έπαιρνε πάντα μαζί το μπλοκάκι του ώστε μετά το κολύμπι, που λάτρευε, να έχει δυνατότητα να κρατάει σημειώσεις. Έχοντας ο ίδιος δουλέψει σε εκδοτικό οίκο (στου «Γκοβόστη») και έχοντας τις απαιτούμενες γνώσεις, έκανε πάντα την επιμέλεια των βιβλίων που εξέδιδε. Συν τοις άλλοις, είχε πάντα άποψη και για το εικαστικό μέρος του βιβλίου, για το τι τυπογραφικά στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν, ποια θα είναι τα περιθώρια, τι διακοσμητικά θα μπουν, τι μέγεθος θα έχουν.
Το βιβλίο, εκτός απ’ το περιεχόμενό του, ήταν αυτό καθεαυτό ένα «έργο τέχνης» και οι απόψεις του δημιούργησαν μια πολύ συγκεκριμένη και χαρακτηριστική μορφή Βιβλίων ποίησης που τύπωνε ο «Κέδρος» και που μιμήθηκαν και άλλοι εκδοτικοί οίκοι.
Το γραφείο του
Στη Σάμο, στο Καρλόβασι, η μητέρα μου είχε φροντίσει, όταν έχτιζε το καινούργιο μας σπίτι τη δεκαετία του ’60, να φτιάξει στον μπαμπά ένα δωμάτιο που να έχει ανοίγματα και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έτσι που να μπορεί να βλέπει και προς τα βουνά, τον Καρβούνη και τον Κέρκη, και προς τη θάλασσα. Το δωμάτιό του ήταν λαμπερό, με τον ήλιο να το φωτίζει από την ανατολή μέχρι τη δύση του.
Δεν είχε πάντως απαιτήσεις ο μπαμπάς και βολευόταν με ό,τι έπιπλα μας βρίσκονταν, ενώ στην Αθήνα που το σπίτι του ήταν μικρό και γεμάτο βιβλία και πράγματα, προτιμούσε να γράφει καθισμένος σ’ ένα καναπεδάκι ακουμπώντας τα χαρτιά του σε ένα σανίδι που είχε στα γόνατα, συνήθεια, φαντάζομαι, της εξορίας.
Του άρεσε πολύ η κλασική μουσική και του άρεσε να ακούει Μπαχ, γράφοντας. Γενικώς είχε μια αδυναμία σε καλλιτέχνες που ήταν ιδιαίτερα παραγωγικοί, όπως ας πούμε ο Μπαχ στη μουσική ή ο Μπέργκμαν στον κινηματογράφο, ίσως γιατί αισθανόταν «συγγενικά» απέναντι τους όντας πολυγραφότατος ο ίδιος, ίσως γιατί η μεγαλοσύνη τους, η ποιότητα και η ποσότητα του έργου τους επιβεβαίωνε τη «θεωρία» του, που ήταν «δουλειά, δουλειά, δουλειά».
Η σχέση του με τη ζωγραφική
Με τη ζωγραφική είχε μια σχέση αγάπης. Ήταν εξάλλου απ’ τις πρώτες του αγάπες, μια που η πρώτη επιθυμία που είχε εκφράσει σαν παιδί ήταν να έχει ένα κουτί μπογιές, και για τούτο είχε βάλει μέσα σ’ ένα γράμμα της μητέρας του προς τον αδερφό της, που ζούσε στο Λονδίνο, ένα σημείωμα: «Θείε, σε παρακαλώ στείλε μου ένα κουτί μπογιές». Ο θείος Λεωνίδας ανταποκρίθηκε και ο μικρός Γιάννης έζησε την απόλυτη ευτυχία, έχοντας στην κατοχή του ένα θησαυρό. Πολλές φορές απ’ ό,τι έλεγε ο ίδιος είχε τιμωρηθεί στο σχολείο γιατί αντί να προσέχει στο μάθημα ζωγράφιζε στα περιθώρια των τετραδίων του πουλιά, ζώα, λουλούδια. Ωστόσο, η ζωγραφική δεν ήταν η δουλειά του γι’ αυτό και δεν υπέγραφε ποτέ τα ζωγραφικά του έργα. Καμιά φορά μόνο έβαζε τα αρχικά του ή τον τόπο και την ημερομηνία που είχε ζωγραφίσει κάτι. Πάντως η σχέση του με τη ζωγραφική και τα χρώματα είναι ορατή στην ποίησή του.
Η αγάπη του για τα παλιά έπιπλα
Και ποιος δεν αγαπάει τα παλιά έπιπλα, για την τέχνη, για το μεράκι που έχουν πάνω τους και για τις ζωές αυτών που πέρασαν μαζί τους. Μα ο Ρίτσος γνώρισε φτώχειες μεγάλες και βίωσε την καταστροφή της οικογένειας και την απώλεια της οικογενειακής περιουσίας. Έζησε μια ζωή με κυνηγητό και εξορίες, τα παλιά έπιπλα ήταν το λιγότερο που τον απασχολούσαν. Ίσως και να μην του χρειάζονταν μια που τα είχε στο μυαλό του, σαν την παλιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα της Σονάτας όπου κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα…
Αγγλικό ποδόσφαιρο
Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο. Δεν πήγαινε στο γήπεδο, αλλά από την τηλεόραση δεν έχανε ποτέ τα ματς όποτε είχε αγγλικό ποδόσφαιρο, που του άρεσε πολύ, ακριβώς γιατί ήταν «δυνατό» ποδόσφαιρο, με τους Εγγλέζους διαιτητές να μη σφυρίζουν τόσο συχνά «τάκλιν» που για τα δικά μας δεδομένα εθεωρούντο άγρια. Δεν δήλωνε οπαδός κάποιας ομάδας ελληνικής ή ξένης, δήλωνε απλώς φίλος του αθλήματος. Νεότερος -για την εφηβεία του στο Γύθειο δεν ξέρω, μιλάω για τα χρόνια που ζούσε στην Αθήνα- έπαιζε και ο ίδιος στον Άτλαντα Θυμαρακίων, στη γειτονιά του Αγίου Νικόλα, όπου έμενε με τους κουμπάρους του, το ζεύγος Φιλιακού.
Ο ποιητής στον ρόλο του πατέρα
Με τον πατέρα μου είχαμε μια απόλυτα φυσιολογική σχέση πατέρα-κόρης, με τις γνωστές κόντρες στην περίοδο της εφηβείας μου, χωρίς όμως ιδιαίτερες συγκρούσεις. Τόσο εκείνος όσο και η μητέρα μου ήταν αυτό που λέμε «άνθρωποι του διαλόγου» κι έτσι τις πιο πολλές συγκρούσεις μας τις… κουβεντιάζαμε. Αυτό που δεν άντεχε σε μένα ήταν η ακαταστασία μου, όντας ο ίδιος φοβερά τακτικός και οργανωμένος, και δήλωνε πως τον έπιανε η ψυχή του κάθε φορά που έμπαινε στο δωμάτιό μου και το έβλεπε άνω-κάτω. Του κακοφαινόταν επίσης το ότι στη «χίπικη» φάση μου ντυνόμουνα με «κουρέλια», όπως έλεγε.
Εκείνος ήταν πάντα, ακόμα και στις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής του, φοβερά προσεγμένος και κομψός και τον θυμάμαι να με χιλιοπαρακαλεί «βάλε και συ, βρε παιδάκι μου, ένα φουστανάκι». Για το ποίημα που είχε γράψει για μένα δεν θυμάμαι να μου μιλούσε. Γενικά δεν ήθελε να μου «επιβάλλει» πράγματα. Είχε την άποψη πως «μεγαλώνοντας το παιδί θα ανακαλύψει αυτά που του χρειάζονται»· έτσι δεν με πίεσε ποτέ να κάνω ή να διαβάσω κάτι.
Στη διάρκεια της δικτατορίας, που βρισκόταν στο Καρλόβασι σε κατ’ οίκον περιορισμό και που ένιωθε, εκτός από όλα τα άλλα, και φοβερή μοναξιά, μη έχοντας τη δυνατότητα να δει έναν άνθρωπο, μου διάβαζε τα ποιήματα που έγραφε. Δεν με ζόριζε όμως, γιατί καταλάβαινε πως λίγα καταλάβαινα και δεν επέμενε. Ρωτούσε «πώς σου φάνηκε;» κι εγώ έλεγα, «καλό» ή «δεν ξέρω» ή «ζοφερό» ή κάτι παρόμοιο, και κει σταματούσαν τα σχόλια… Φυσικά δεν περίμενε την άποψη ενός δεκατετράχρονου· τη μοναξιά του ξεγελούσε.