10 χρόνια μνημόνια – Οι κρίσεις του καπιταλισμού και το τέλος των ‘’χρυσών εποχών’’
Ο καπιταλισμός γίνεται όλο και πιο κρισιογόνος και οι ‘’χρυσές εποχές’’ του λιγοστεύουν και οπωσδήποτε γίνονται λιγότερο χρυσές. Την κρίση του 2007, όπως και την κρίση της δεκαετίας του 1970, δεν τις διαδέχτηκε καμία ‘’χρυσή εποχή’’. Αντίθετα μετά και από τις δύο αυτές κρίσεις ακολούθησε μία περίοδος εξαιρετικά αναιμικής ανάκαμψης.
Η οικονομική κρίση του 2007 που έπληξε σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου αποτελεί πλέον παρελθόν. Ωστόσο φαίνεται πως έχει αφήσει για τα καλά το στίγμα της. Σήμερα, περίπου 10 χρόνια μετά, η παγκόσμια οικονομία ετοιμάζεται να βυθιστεί σε μία νέα κρίση. Στις πανίσχυρες οικονομίες της Γερμανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, ακόμα και της Κίνας, παρατηρείται μία επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Τα προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση τότε, φαίνεται πως δεν έχουν επιλυθεί σήμερα παρά τα μέτρα που πάρθηκαν. Έτσι γεννάται το ερώτημα: μήπως τα μέτρα που λήφθηκαν δεν ήταν ικανοποιητικά, ή μήπως η αιτία είναι βαθύτερη και έχει να κάνει με τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα απαιτεί μία διεξοδική και πιθανώς χρονοβόρα έρευνα. Έχοντας επίγνωση των δυσκολιών, το άρθρο επιχειρεί περισσότερο να προβληματίσει και να δημιουργήσει περαιτέρω ερωτήματα.
Η Μαρξιστική σχολή οικονομικής σκέψης αλλά και μεγάλο μέρος της Κεϋνσιανής σχολής, υποστηρίζουν τη θεωρία οικονομικού κύκλου. Αυτή η θεωρία με τις διάφορες παραλλαγές της, μας λέει πως το καπιταλιστικό σύστημα περνάει από συγκεκριμένες φάσεις. Η διαδικασία της εναλλαγής μίας φάσης από μία άλλη εμφανίζει μία συστηματική κυκλικότητα. Για αυτόν το λόγο το όλο προτσές προσομοιάζεται με κύκλο. Η κίνηση μέσα στον οικονομικό κύκλο δεν εξαρτάται από ανθρώπινες συμπεριφορές ούτε από εξωτερικά shocks (όπως ο κορονοϊός), αλλά δίνεται από την εσωτερική δυναμική του καπιταλισμού και τους νόμους που τη διέπουν.
Σύμφωνα με τη Μαρξιστική σχολή ο οικονομικός κύκλος έχει τέσσερις φάσεις, την ανάπτυξη, τη στασιμότητα, την ύφεση και την κρίση. Η καθοριστική μεταβλητή από την οποία κρίνεται το σε ποια φάση βρίσκεται η οικονομία είναι το ποσοστό κέρδους. Το ΑΕΠ επίσης είναι μία αντιπροσωπευτική μεταβλητή, αλλά εξαρτάται σε τελική ανάλυση από την κερδοφορία. Όσο είναι υψηλή η κερδοφορία, τόσο αυξάνονται οι επενδύσεις με την απασχόληση, άρα και το ΑΕΠ. Λόγω του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, το ποσοστό κέρδους στον καπιταλισμό τείνει να πέφτει. Για αυτόν το λόγο η οικονομία δεν μπορεί να βρίσκεται σε μία περίοδο μόνιμης ευφορίας και αργά ή γρήγορα περνάει σε κρίση.
Ωστόσο τα άτομα παίζουν και αυτά ένα ρόλο. Για να ξεπεράσει η οικονομία τη φάση της κρίσης και να μεταβεί τη φάση της ανάπτυξης, πρέπει να απαξιώσουν υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που δεν βρίσκουν επικερδή τοποθέτηση, προκειμένου να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως μέσω του κλεισίματος επιχειρήσεων, της πώλησης εμπορευμάτων σε εξευτελιστικές τιμές και της μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης. Άρα η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται σε κάθε περίοδο έχει οπωσδήποτε θέση σε μία ανάλυση για τον οικονομικό κύκλο. Για αυτό η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε στην πρώτη παράγραφο προϋποθέτει να μελετηθεί το λογικό στη διαλεκτική του ενότητα με το ιστορικό.
Ας πάρουμε λοιπόν σαν σημείο αφετηρίας την περίοδο που ξεκινά μετά το τέλος του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Σε εκείνη την περίοδο άρχισε να εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες μία επεκτατική οικονομική πολιτική. Στόχος της ήταν η σταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία είχε πληγεί σοβαρά από τη μεγάλη κρίση του 1929 και από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τα ‘’κράτη καπιταλιστές’’ ανέλαβαν να εξομαλύνουν τις ζημίες που είχαν υποστεί τα μονοπώλια από την κρίση και να βοηθήσουν στην ανάκαμψη της κερδοφορίας τους, μέσα από τη δημιουργία τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ενώ τα κατάφεραν ως έναν βαθμό, παρόλα αυτά έδωσαν μεγάλη ώθηση στην υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου και μέσω αυτής, στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.
Έτσι το σύστημα οδηγήθηκε στη δεύτερη μεγάλη συστημική κρίση του 20ου αιώνα περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οποία έβαλε τέλος στη ‘’χρυσή εποχή’’ του καπιταλισμού. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπισή της διέφεραν από τις παρεμβατικές πολιτικές της χρυσής εποχής, αν και στόχευαν αμφότερες στη ανάκαμψη της κερδοφορίας των μονοπωλίων. Αυτήν τη φορά η συνταγή δεν ήταν η διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά η τόνωση των επενδύσεων κυρίως με νομισματικά μέσα και με το καταφανές τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων. Ό,τι είχε κατακτηθεί από τους εργαζόμενους τα προηγούμενα χρόνια στις καπιταλιστικές χώρες κυρίως λόγω της πίεσης που ασκούσε η αυξανόμενη επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης, σταδιακά πάρθηκε πίσω και με το παραπάνω.
Ωστόσο παρά την εντεινόμενη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, η κερδοφορία δεν μπόρεσε να ανακάμψει ικανοποιητικά ύστερα από αυτήν την κρίση. Ως απόρροια αυτού, ξέσπασε η κρίση του 2007, η οποία αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συνέχεια της κρίσης της δεκαετίας του 1970. Η κρίση του 2007 αντιμετωπίστηκε με γενναιόδωρες ενέσεις ρευστότητας μέσω ενός συνδυασμού δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων. Ένα τέτοιο μέτρο ήταν η ποσοτική χαλάρωση που αύξησε σημαντικά τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών αγοράζοντας χρεόγραφα που αδυνατούσαν να ξεφορτωθούν. Ο παρεμβατισμός επανήλθε ξανά στο προσκήνιο και φαίνεται πως κερδίζει έδαφος μέρα με τη μέρα. Ωστόσο την κρίση του 2007 (όπως την κρίση της δεκαετίας του 1970), δεν τη διαδέχτηκε καμία ‘’χρυσή εποχή’’. Αντίθετα μετά και από τις δύο αυτές κρίσεις ακολούθησε μία περίοδος εξαιρετικά αναιμικής ανάκαμψης. Μία πιθανή εξήγηση αυτής της ομοιότητας δίνεται παρακάτω.
Όσο ο καπιταλισμός δεν ανατρέπεται, η βασική του αντίφαση βαθαίνει. Αυτό εκφράζεται με την αύξηση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και με τη μονοπωλιοποίηση όλο και περισσότερων κλάδων της οικονομίας. Τα μονοπώλια με τη σειρά τους συσσωρεύουν όλο και μεγαλύτερα κεφάλαια. Αυτό οδηγεί σε μία αύξηση της μάζας του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου που απαιτείται για να πραγματοποιηθεί το μέσο ποσοστό κέρδους. Έτσι το μέσο ποσοστό κέρδους τείνει να πέφτει σε όλο και πιο χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον όσο αυξάνεται η μάζα του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου και η ισχύς των μονοπωλίων στη φάση της ανάπτυξης, τόσο πιο δύσκολο είναι να απαξιωθεί αυτό το κεφάλαιο στη φάση της κρίσης. Ακόμα λοιπόν και αν απαξιωθεί ως έναν βαθμό, ένα μεγάλο μέρος του δεν θα μπορέσει να απαξιωθεί ικανοποιητικά. Εκεί μπορεί να οφείλεται το γεγονός ότι τις κρίσεις του 1970 και του 2007 δεν τις ακολούθησαν υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης, αλλά μία περίοδος σχετικής στασιμότητας με εξαιρετικά αναιμική ανάκαμψη παρά τα μέτρα που πάρθηκαν.
Πιο αναλυτικά, ενώ όλες οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν για να αντιμετωπιστούν οι τρεις μεγάλες κρίσεις στήριξαν τα μονοπώλια και τη διαδικασία που περιγράφηκε παραπάνω, δεν αντιμετώπισαν όλες την ίδια κατάσταση. Συγκεκριμένα η διαφορά των δύο τελευταίων κρίσεων σε σχέση με την κρίση του 1929 είναι ότι έπρεπε να απαξιώσουν πολύ μεγαλύτερη μάζα κεφαλαίων για να συμβεί η ‘’επανεκκίνηση’’ της οικονομίας. Αυτό συνέβη γιατί ακόμα και αν ξεπεραστεί η κρίση μέσω της απαξίωσης ορισμένων κεφαλαίων, ο νέος κύκλος ξεκινά με μία μεγαλύτερη μάζα προκαταβεβλημένου κεφαλαίου και με ένα μικρότερο ποσοστό κέρδους σε σχέση με το σημείο αφετηρίας του προηγούμενου κύκλου. Φαίνεται λοιπόν πως η κάθε κρίση ‘’κληρονομεί’’ τα προβλήματα των παρελθοντικών κρίσεων που έχουν καταγραφεί κατά κάποιον τρόπο στο ‘’DNA’’ του συστήματος, όπως συμβαίνει πάνω κάτω και με την κληρονόμηση χαρακτηριστικών από τους ζωντανούς οργανισμούς. Για αυτόν το λόγο κάθε νέα κρίση ξεπερνιέται πιο δύσκολα και ακολουθείται από μία πιο αναιμική ανάπτυξη σε σχέση με αυτήν που ακολούθησε τις προγενέστερες κρίσεις. Ο καπιταλισμός γίνεται όλο και πιο κρισιογόνος και οι ‘’χρυσές εποχές’’ του λιγοστεύουν και οπωσδήποτε γίνονται λιγότερο χρυσές. Εν προκειμένω η κρίση του 2007 φορτώθηκε τα μεγάλα προβλήματα της κρίσης του 1970. Για να ξεπεραστεί έπρεπε να απαξιωθεί μία τεράστια μάζα κεφαλαίων σε σχέση με τις προηγούμενες κρίσεις. Ίσως για αυτό τα μέτρα δεν στάθηκαν αρκετά.
Τέλος η οικονομική πολιτική στον καπιταλισμό αναλαμβάνει την αντιμετώπιση των κρίσεων. Όσο ισχυροποιεί τα μονοπώλια, η συσσώρευση του κεφαλαίου αυξάνεται, υποσκάπτοντας κάποια στιγμή την κερδοφορία. Με λίγα λόγια η κάθε μορφή διαχείρισης του συστήματος από τη μία βοηθάει να ξεπεραστεί η κρίση, από την άλλη όμως μεταθέτει τα προβλήματά της στο μέλλον, συμβάλλοντας άθελά της στη δημιουργία μίας μελλοντικής κρίσης. Ωστόσο η κρίση δεν οφείλεται στις μορφές διαχείρισης του συστήματος, αλλά στις εσωτερικές αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλισμού. Η μορφή διαχείρισης απλά βαθαίνει αυτές τις αντιφάσεις και σε καμία περίπτωση δεν τις εξαλείφει. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως είναι άνευ σημασίας η πολιτική πάλη της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό. Αντιθέτως το εποικοδόμημα μπορεί να ασκήσει μία σχετική επιρροή στην οικονομική βάση και να επιταχύνει την ολική μετατροπή της.
Δείτε εδώ όλα τα άρθρα στη σειρά “Δέκα Χρόνια Μνημόνια”
Το τέλος της κανονικότητας και των ψευδαισθήσεων
Η εμπλοκή του ΔΝΤ στο μνημονιακό δάνειο