Η καταγωγή του Επιταφίου λόγου

Από την αρχαιότητα μέχρι και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου.

Η καταγωγή του Επιταφίου λόγου

O λόγος αυτός κατάγεται από το παλαιότατο έθιμο τού θρήνου των συγγενών. Οι θρήνοι αυτοί έμοιαζαν κάπως µε τα νεώτερα μοιρολόγια. Επιτάφιοι λόγοι, κατά την Ελληνική Αρχαιότητα, κατά κανόνα, εκφωνούνταν κατά τον ενταφιασμό των νεκρών. Ήταν τιμές προς τους νεκρούς. Διεσώθησαν πέντε Επιτάφιοι.

 Ο Επιτάφιος του Περικλέους, ο Επιτάφιος του Λυσίου, ο Επιτάφιος του Δημοσθένη, ο Επιτάφιος του Υπερείδη και ο Επιτάφιος του Μενεξένου.

Όσον αφορά  στην ποίηση  έχουμε και  εδώ 5 επιτάφιους:

1.Επιτάφιος του  ΒΙΩΝΟΣ για τον Άδωνι

Εδώ ποιητικά έχουμε τον πρώτο επιτάφιο από τους πέντε που έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα.
Ως Αδώνια ή Αδωνίδια ήταν γνωστοί και οι θρήνοι που ψάλλονταν για τον Άδωνη

Τον Αδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, καλή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Αδωνηςχάθηκεν, ο καλός σου. 

2.Επιτάφιος είναι αυτός του ΣΕΙΚΙΛΟΥ

ΟΣΟΝ  ΖΕΙΣ  ΦΑΙΝΟΥ
ΜΗΔΕΝ  ΟΛΩΣ  ΛΥΠΟΥ
ΠΡΟΣ ΟΛΙΓΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΖΗΝ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ  Ο ΧΡΟΝΟΣ  ΑΠΑΙΤΕΙ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

(“Όσο ζεις, να λάμπεις
Μη λυπάσαι καθόλου
Η ζωή είναι σύντομη
Ο χρόνος οδηγεί στο τέλος”)

3.Επιτάφιος Από το πρώτο στάσιµο του Ευριπίδη

που ο χορός απευθύνεται στον Ορέστη, λέγοντάς του

Κατολοφύρομαι  κατολοφύρομαι
ματέρος αΐμα σάς, ο  σ’ άναβακχεύει,
ό μέγας όλβος ού µόνιμος  ένβροτοϊς,
άνάδέ λαϊφος ώς τις άκάτου θοας
τινάξας δαίμων
κατέκλυσεν δεινών πόνων ώς πόντου
λάβροις όλεΘρίοισιν  ένκύμασιν

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Θρηνώ και οδύρομαι για το αίμα της μητέρας που  απαιτεί εκδίκηση. Η μεγάλη ευτυχία των ανθρώπων  δεν είναι μόνιμη και αταλάντευτη γιατί είναι

ανάδελφη και µοιάζει µε ταλαντευόµενη βάρκα που  κάποιος θεός τη γέµισε µε δυστυχία και την άφησε να

κλυδωνίζεται στα µανιασμένα κύματα της αφρισμένης  Θάλασσας.

ΚΑΙ προχωρώντας μέσα στην ιστορία φτάνουμε στον

4.ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΘΡΗΝΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Αγνώστου ποιητή που ψάλλεται την ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

“Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ώ άνοιξη γλυκιά μου, γλυκύτατο παιδί μου,
που κρύφτηκε ή όμορφιά σου;

“Ω  φώς τών όφΘαλμών μου, γλυκύτατόν
μου Τέκνον, πώς τάφω  νυν καλύπτη;

5. Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου

Γράφτηκε µε αφορμή τα γεγονότα του Μάη του 1936.
Έχει να κάνει με τον Θρήνο της μάνας για το  αδικοσκοτωμένο χαμένο παιδί της.

«Γιε µου, Σπλάχνο, το σπλάχνο µου».

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω / άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω / Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις / άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης…»

Διαπιστώνουμε  λοιπόν ότι ο Ρίτσος έχει μέσα του όλους τους προηγούμενους επιτάφιους.

Πρωτομαγιά του ’36 οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ’ όλη την πόλη. Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη».

Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στο «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Στις 11 Μάη ο ποιητής -συνεργάτης του «Ρ» από το 1932- στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος».

Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» -«(Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.

Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Λόγω της μεγάλης ζήτησης, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν πρόλαβε, όμως. Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Ούτε όμως η πυρά, ούτε οι μακρόχρονες, απάνθρωπες διώξεις των κομμουνιστών, των αγωνιστών της ελληνικής εργατιάς από ντόπιους και ξένους φασίστες -κατακτητές και «συμμάχους»- μπόρεσαν να εξαφανίσουν αυτόν τον αριστουργηματικό θρήνο και αίνο μαζί για τους αγώνες και τις θυσίες της εργατιάς. Όσο κι αν προσπάθησαν οι εχθροί της εργατιάς να ξεστρατίσουν την Πρωτομαγιά της, να σβηστεί η μνήμη των ηρώων της και να χαθεί και η μνημείωσή τους με τον «Επιτάφιο», δεν τα κατάφεραν, όπως τραγουδά και ο ποιητής δια στόματος της μάνας του Τάσου Τούση:

“Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.”

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ συνέθεσε αυτό το κορυφαίο Έργο της Νεοελληνικής ποίησης.

Και εμείς οι τυχεροί, που έχουμε αυτήν την πολιτιστική κληρονομιά με τις πιο βαθιές ρίζες στον λόγο και στο τραγούδι.

Η ιστορική φωτογραφία που ενέπνευσε στον Γ. Ρίτσο τον «Επιτάφιο»

Σημείωση: Αφιερώνουμε τα 2 βίντεο στον Τάσο Τούση, για τον οποίο έγραψε ο Ρίτσος  τον Επιτάφιο και στον αδελφό μας, τον Τούρκο μουσικό, μπασίστα του Grup  Yorum,  Ιμπραχίμ Γκιοκσέκ, που έφυγε από τη ζωή.

ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Τεό Λαζάρου

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: