Ο ματωμένος Μάης του ’36 στη Θεσσαλονίκη – Το φωτορεπορτάζ της ηρωικής εξέγερσης
“Στο αυλάκι των πεζοδρομίων της Θεσσαλονίκης κυλά το εργατικό αίμα. Γερά εργατικά κορμιά στρώνουν τους δρόμους, τρυπημένα απ’ τις σφαίρες των δολοφόνων του Μεταξά…Γιατί ζητούσαν το ψωμί τους, γιατί θέλαν να χορτάσουν τα πεινασμένα παιδιά τους, το κράτος των καπνεμπόρων και του Μεταξά τους ξάπλωσε νεκρούς…”
Ο ματωμένος Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο απεργιακό σταθμό του ελληνικού προλεταριάτου πριν τη δικτατορία του Μεταξά. Στις 29 του Απρίλη ξεκινούν πρώτοι απεργία οι καπνεργάτες της πόλης, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια και άλλοι κλάδοι. Στις 8 του Μάη οι απεργοί καπνεργάτες και κλωστοϋφαντουργοί δέχονται άγρια δολοφονική επίθεση από τις δυνάμεις καταστολής. Δεκάδες απεργοί τραυματίζονται και ακόμα περισσότεροι συλλαμβάνονται.
Στις 9 του Μάη η εργατική τάξη της Θεσσαλονίκης διαδηλώνει μαζικά την αγανάκτησή της για τη βίαιη καταστολή των απεργών. Το αστικό κράτος απαντά με ακόμα μεγαλύτερη αγριότητα: Δέκα εργάτες βάφουν με το αίμα τους τους δρόμους της πόλης. Η λαϊκή οργή ξεχειλίζει, ο στρατός ενώνεται με τους απεργούς και ο εργαζόμενος λαός γίνεται κύριος της πόλης για 36 περίπου ώρες, μέχρι που η κυβέρνηση Μεταξά στέλνει νέες ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη και καταστέλλει τους απεργούς.
Ακολουθεί ένα αφιέρωμα στη ηρωική εξέγερση, βασισμένο σε κείμενα και φωτογραφίες του βιβλίου του Θέμου Κορνάρου «Θεσσαλονίκη 9 – 11 του Μάη 1936 (Οι αγώνες του λαού)» (εκδ. Χρόνος), στις σελίδες του οποίου ο κομμουνιστής συγγραφέας διασώζει καταγράφοντας μια σειρά γεγονότων ιδιαίτερης σημασίας για την ιστορία του εργατικού κινήματος, και γενικότερα, κατά τον 20ο αιώνα. Το τονισμένο κείμενο (bold) ανήκει στην εξαιρετική έκδοση «Θεσσαλονίκη – Μήτρα της ταξικής πάλης» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή), απ’ όπου προέρχονται και κάποιες φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες με τις λεζάντες μέσα σε εισαγωγικά είναι από το βιβλίο του Κορνάρου.
6 του Μάη
“Το κράτος, κάτω από τίς διαταγές των δυο Ασφαλειών και των καπνεμπόρων, ετοιμάζεται.
Μετακινεί συντάγματα και ίλες ιππικού. Με μεγάλη νευρικότητα αποσπούνται χαφιέδες από την Ασφάλεια της Αθήνας στις Ασφάλειες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και της Καβάλας.
Το υπουργείο των Εσωτερικών είναι το γενικό στρατηγείο. Οι καπνέμποροι και οι χαφιέδες οι επιτελείς.
Από κάθε γωνιά της χώρας έρχεται ο θόρυβος της πολεμικής προετοιμασίας. Όλες οι δυνάμεις του κράτους, χαφιέδες, χωροφυλακή και φονικές μηχανές, είναι έτοιμες για εξόρμηση…”
7-8 του Μάη
“Οι τροχιοδρομικοί κι οι σιδηροδρομικοί της Μακεδονίας, μπροστά σ’ αυτή την απροκάλυπτα δολοφονική επίθεση του κράτους, ενάντια όλου του εργαζόμενου λαού, αποφασίζουνε την απεργία τους.
Συνεπείς στη λαμπρή ιστορία τους, που έχει άφθαστες σελίδες αλληλεγγύης, ηρωισμού κι αυτοθυσίας, ρίχνουνε τον όγκο τους αποφασιστικά στο μεγάλο αγώνα της άμυνας.
Η κυβέρνηση, μπροστά σ’ αυτή την παλλαϊκή κινητοποίηση, μπροστά στα πρώτα δείγματα θηριωδίας των οργάνων της εναντίον άοπλων, ανυπεράσπιστων γυναικών και παιδιών ανήλικων, δε συγκινιέται. Δε διστάζει να δώσει το σύνθημα τής σφαγής.
Δεν έχει καμιά δικαιολογία που να την ξαλαφρώνει λιγάκι από την κατηγορία για δολοφονίες αμυνόμενων απεργών και σφαγές γυναικόπαιδων…”
Σάββατο 9 του Μάη
“Εκείνο πού ενδιαφέρει περισσότερο από τα τραγικά γεγονότα της 9ης του Μάη, δεν είναι ούτε ο ασύγκριτος ηρωισμός του λαού, ούτε ο σαδιστικός τρόπος της εκτέλεσης εργατών άοπλων από τις αστυνομικές ορδές. Αλλά είναι το τρομερό κι ανήκουστο συμπέρασμα που βγαίνει, πως η αστυνομία κινήθηκε κι έδρασε πάνω σε βάση προκαταρτισμένου σχεδίου, επιτελικού σχεδίου, όπως το παραδέχεται και το αποδείχνει κάθε πολίτης της Θεσσαλονίκης…”
Η Ενωτική-ΓΣΕΕ (ταξική) και η ΓΣΕΕ (ρεφορμιστική) δημοσίευσαν κοινή ανακοίνωση, με την οποία καλούσαν τους απεργούς να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι τη νίκη. Το πρωί της ίδιας μέρας οι χωροφύλακες άρχισαν σε διάφορα μέρη της Θεσσαλονίκης τις επιθέσεις κατά των συγκεντρώσεων των απεργών. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλάκων και αυτοκινητιστών, που είχαν κατεβεί σε απεργία αλληλεγγύης προς τους καπνεργάτες στην Εγνατία οδό. Για να αμυνθούν, οι απεργοί έστησαν οδοφράγματα στις διασταυρώσεις με τις κάθετες οδούς. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στο ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός στη διασταύρωση των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων, ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης, από το Ασβεστοχώρι.
Οι αυτοκινητιστές μετέφεραν πάνω σε μια πόρτα το σώμα του δολοφονημένου συναδέλφου τους προς την Εγνατία όπου συνάντησαν τη μάνα του. Όπως είναι γνωστό η σκηνή του θρήνου ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου.
Έκλεισαν όλα τα καταστήματα. Στους συνοικισμούς οι καμπάνες χτυπούσαν συναγερμό. Η σύγκρουση συνεχίστηκε και οι χωροφύλακες, χτυπώντας από τα νώτα, σκότωσαν 4 ακόμα απεργούς. Σε λίγο προς το μέρος της σύγκρουσης κινήθηκε μεγάλη φάλαγγα καπνεργατών διαδηλωτών. Στη συμβολή των οδών Εγνατία και Μεγάλου Αλεξάνδρου (σημερινή Ίωνος Δραγούμη) άρχισε αληθινή σφαγή. Οι χωροφύλακες, οπλισμένοι με πολυβόλα, πυροβολούσαν το άοπλο πλήθος.
Οι διαδηλωτές άρχισαν να υποχωρούν έπειτα από τετράωρη μάχη. Τα θύματα της βάρβαρης επίθεσης ήταν πάνω από 20 νεκροί (ο Ριζοσπάστης στις 10.5.1936 ανέφερε 30) και 300 τραυματίες, από τους οποίους πολλοί περέμειναν άγνωστοι.
Τουλάχιστον 16 ονόματα είναι διασταυρωμένα: Τάσος Τούσης, Αναστασία Καρανικόλα, Ίντο Γιακόβ Σρεντόρ, Σαλβατόρ Ματαράσο, Γιάννης Πανόπουλος, Δημήτρης Αγλαμίδης, Δημήτρης Λαϊνάς, Σταύρος Διαμαντόπουλος, Μανώλης Ζαχαρίου, Ευθύμιος Αδαμάντιου, Ευάγγελος Χολής, κλπ. Όλοι εργάτες.
Από το απόγευμα της ίδιας μέρας συγκροτήθηκε νέα μεγαλειώδης διαδήλωση διαμαρτυρίας για τη σφαγή των απεργών με τα συνθήματα: «Κάτω οι δολοφόνοι!», «Κάτω ο Μεταξάς!». Στρατιώτες και ναύτες, σε αρκετές περιπτώσεις, συμφιλιώθηκαν με το λαό. Οι χωροφύλακες αναγκάστηκαν να κλειστούν στα τμήματά τους. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Μεταξά έστειλε τη νύχτα μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις από τη Λάρισα και τέσσερα αντιτορπιλικά.
Η κυριαρχία των μαζών
“Η μάζα των διακοσίων χιλιάδων λαού που ’θαψε τους νεκρούς της κατεβαίνει σ’ έναν απέραντο όγκο, κυριευμένη από μια ασυγκράτητη αγανάχτηση. Οι δρόμοι αντηχάνε από την οχλαλοή, ενώ η κραυγή «εκδίκηση» σκίζει τον αέρα. Μια σπίθα θα ’ταν αρκετή για ν’ ανάψει άσβηστη πυρκαγιά. Και δε θα ’ταν δυνατό να βρεθεί δύναμη που ν’ αντισταθεί ή να ανακόψει την ορμή του αμέτρητου πλήθους.
Είναι ή ώρα που «έτρεμε η καρδούλα» του στρατηγού, όπως έλεγε άργότερα ο ίδιος. Η ώρα που οι καρχαρίες τού πλούτου έτρεχαν πανικόβλητοι στο Σώμα του Στρατού για να σώσουν την άνομη ύπαρξή τους. Μόλις όμως αισθάνθηκαν τους εαυτούς τους ασφαλισμένους μέσα στις διπλές και τριπλές σειρές των όπλων και πολυβόλων, ξαναπόχτησαν το θράσος της κυρίαρχης τάξης και άρχισαν να πιέζουν για να επέμβει ο «εθνικός στρατός» και ν’ αφεθεί ελεύθερη η χωροφυλακή (το σκυλολόι των δολοφόνων τους) να «δράσει κατά που ξέρει».
Μα ο στρατός είχε πιά περάσει με το μέρος τού λαού — είχε πάρει τη θέση που έπρεπε — και το σκυλολόι των χαφιέδων δεν κοτούσε να ξεμυτίσει από τις λυκοφωλιές τους όπου η λαϊκή οργή τούς είχε μαντρωμένους. Στους δρόμους της Θεσσαλονίκης κυριαρχούσε η μάζα.
Το τεράστιο συλλαλητήριο, που ’γίνε το μεσημέρι στην πλατεία Ελευθερίας, έδειξε στους εχθρούς τού λαού πως η μάζα πλημμύριζε από μια αποφασιστικότητα ακατάβλητη. Για να την αντιμετωπίσουν, χρειαζόντουσαν μεγάλες δυνάμεις. Κι άρχισαν να κουβαλούν. Έφεραν στίφη χωροφυλάκων, ολόκληρα συντάγματα, πυροβολικά, πολυβόλα, ιππικά, αεροπλάνα, πολεμικά καράβια και περίμεναν τη νύχτα…
Ο λαός δε χάρηκε παρά μια μέρα την κυριαρχία του. Μα η μέρα αυτή του ’δειξε το δρόμο για να αποχτήσει την ελευθερία του και να επιβάλει την οριστική του κυριαρχία…”