Ο δικομματισμος στα χρόνια του κορονοϊού
Η ουσία της δικομματικής μικροπολιτικής είναι να σκεπάζει την ουσία με τέτοια ανόητα ερωτήματα, που γίνονται διλήμματα στις κάλπες, ενώ την ίδια ώρα η “μεγάλη πολιτική” και ο επιτελικός σχεδιασμός της κυρίαρχης τάξης προχωρά χωρίς αντιδράσεις και προβλήματα.
Μπορεί ο ιός να μην κάνει ταξικές διακρίσεις -αρχικά μάλιστα φαινόταν να χτυπά περισσότερο τα πιο εύπορα στρώματα, που είχαν λεφτά για να ταξιδέψουν ή για να κάνουν διαγνωστικά τεστ, σε αντίθεση με την “πλέμπα”- αλλά η κοινωνία μας δεν ξεχνά τις διακρίσεις της, ούτε καν στον θάνατο, και κατά μία έννοια η ταξική διαφοροποίηση οξύνεται με τον πιο κυνικό και μακάβριο τρόπο. Εκτός και αν πιστεύει κανείς πως οι ομαδικοί τάφοι θα μπορούσαν ποτέ να προορίζονται για επώνυμους, πλούσιους, διάσημους και λοιπές προβεβλημένες περσόνες της κοινωνίας του ατομισμού και της ατομικής ευθύνης -που δε μας στερεί όμως τη συλλογικότητα στην ταφή και τους μαζικούς θανάτους.
Με την ίδια έννοια, μπορεί ο (κάθε) Λούλης να πιστεύει πως είναι σχεδόν φασισμός να ιδεολογικοποιούμε την κοινωνική πραγματικότητα, ωστόσο και αυτή ακόμα η τοποθέτηση είναι άκρως πολιτική και ιδεολογική, και μάλιστα από τις πλέον αντιδραστικές. Ο ιός και η καραντίνα όχι μόνο δεν ακύρωσε ή πάγωσε προσωρινά το πολιτικό-ιδεολογικό στίγμα των πραγμάτων, αλλά υπογράμμισε τη διαφορετική σκοπιά, τα κριτήρια και τη γενικότερη φιλοσοφία κάθε πολιτικού ρεύματος -που αξίζει να εξετάσουμε στα επόμενα σημειώματα.
Πολύ περισσότερο, όμως, δεν ακύρωσε το άθλιο δικομματικό παιχνίδι και τον φτηνό πολιτικαντισμό των αστικών κομμάτων εξουσίας και των δορυφόρων τους, που δεν χάνουν στιγμή από το πλάνο τους δικούς τους μικροπολιτικούς στόχους: όλα για το ποσοστό και την εκλογική αναρρίχηση. Και αυτό το κεφάλαιο θα λειτουργήσει σαν εισαγωγή για τα πιο σημαντικά που ακολουθούν.
Ήταν φανερό εξ αρχής πως η βασική τακτική της κυβέρνησης ήταν να χτίσει ένα τείχος ασφαλείας και να κρυφτεί πίσω από τον Τσιόδρα και την ιατρική επιτροπή των εμπειρογνωμόνων. Είναι ζήτημα κατά πόσο αυτή η ασπίδα διακρινόταν από αυστηρή τεχνοκρατική ουδετερότητα ή δρούσε και τοποθετούνταν πρωτίστως πολιτικά, βάσει του κυβερνητικού σχεδιασμού ή και ως οργανικό κομμάτι του, αλλά αυτό το ζήτημα δε θα μας απασχολήσει εδώ, για να μη λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά προς την ουσία.
Και η ουσία είναι πως βασικά στελέχη της κυβέρνησης πέρασαν σε δεύτερο πλάνο, αφήνοντας χώρο στους ειδικούς. Αν η διαχείριση της κρίσης ήταν πετυχημένη, η κυβέρνηση θα καρπωνόταν επικοινωνιακά την επιτυχία, παρά τις τραγικές ελλείψεις της δημόσιας υγείας και άλλων τομέων της (ρημάδας της) κρατικής ευθύνης. Αν το πράγμα ξέφευγε στην πορεία, αφενός θα υπήρχαν τα αρνητικά παραδείγματα της Ιταλίας και της Ισπανίας -ως απόδειξη ότι αυτά συμβαίνουν κι αλλού-, αφετέρου θα υπήρχε ένα εύκολο εξιλαστήριο θύμα και η θυσία του θα ξέπλενε τη συνολική πολιτική ευθύνη των προϊσταμένων του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της “εξαφάνισης” κυβερνητικών στελεχών ήταν η απουσία του κατεξοχήν αρμόδιου υπουργού, Βασίλη Κικίλια από τις ενημερώσεις της Πολιτικής Προστασίας -κι η εμφάνιση πολλών δευτεροκλασάτων κυβερνητικών στελεχών, που ήταν μάλλον άγνωστα στο ευρύ κοινό. Το βασικό που απασχόλησε τα ΜΚΔ στην επανεμφάνιση του Κικίλια ήταν η αφάνα στο μαλλί του και -επειδή αυτά σπανίως ξεκινάνε αυθόρμητα από τυχαία προφίλ- αυτό ήταν χαρακτηριστικό για το είδος του αντιπολιτευτικού κλίματος που καλλιεργείται απέναντι στον “Κούλη” και την κυβέρνησή του.
Η κυβέρνηση επένδυσε στον φόβο, όχι μόνο για να εδραιωθεί μακροπρόθεσμα μια φοβική πειθαρχία προς το κράτος, αλλά ποντάροντας βραχυπρόθεσμα στη συσπείρωση που θα της διασφάλιζε το πολεμικό κλίμα, με την ίδια στο ρόλο του στρατάρχη-σωτήρα που μας οδηγεί με ασφάλεια στη Γη της Επαγγελίας -με τον Μητσοτάκη ως νέο Μωυσή.
Κάποιοι “κόκκινοι” μάλιστα το έριξαν στους ιστορικούς συνειρμούς. Μας κάλεσαν να συστρατευθούμε ανεπιφύλακτα σε αυτόν τον πόλεμο που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά Μητσοτάκη, που είπε τόσο θαρραλέα “Alors, c’est la guerre!” και άφησε τους ήρωες να πολεμάν χωρίς βόλια, για να δείξουν πόσο γενναίοι είναι. Άλλο αν στην πορεία ξύπνησαν και μερικές άλλες μνήμες από γύψους -αυτός δεν τελειώνει ποτέ, σε αντίθεση με τις χειρουργικές μάσκες- γιατί την ώρα της μάχης, δεν υπάρχει χώρος για διαφωνίες και απείθαρχα πνεύματα.
Οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί έφτασαν αναπόφευκτα στο ανώτερο στάδιό τους, που είναι η εκλογολογία. Η κυβέρνηση απολάμβανε τον κοπανιστό δημοσκοπικό αέρα και σκεφτόταν ακόμα και τις εκλογές, για να κερδίσει χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο για το επόμενο διάστημα και τις -ακόμα μεγαλύτερες- ανατροπές που έρχονται. Παράλληλα είχε διασφαλίσει την αμέριστη στήριξη των περισσότερων ΜΜΕ, μοιράζοντάς τους ζεστό κρατικό χρήμα -εν είδει πολεμικών πιστώσεων- για την ανιδιοτελή και αφειδώλευτη προσφορά τους στο καθήκον της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης.
Κι αυτό ήταν μία ακόμα τρανή απόδειξη πως τελικά “λεφτά υπάρχουν”, μαζί με το ζεστό δημόσιο χρήμα (πακέτο ενίσχυσης) στους “αναξιοπαθούντες καπιταλιστές” -που βλέπουν τα κέρδη τους να κινδυνεύουν- και το τυράκι των επιδομάτων. Που τελικά το παίρνουν πολύ λιγότεροι από όσους πραγματικά το χρειάζονται για να επιβιώσουν, τους βοηθά όμως για να σερβίρουν το αφήγημα της κυβέρνησης που φροντίζει εξίσου για όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Ποιος θα μπορούσε να είναι τόσο αφελής για να τσιμπήσει σε αυτό το αφήγημα; Η μείζων αντιπολίτευση -που δύσκολα μπορεί όμως να την κατηγορήσει κανείς για αφέλεια, ακριβώς για αυτό όμως μπορεί να της προσάψει πολύ χειρότερες κατηγορίες.
Μια αντιπολίτευση που θεώρησε σχεδόν… “σοσιαλιστικά” μέτρα τα κρατικά επιδόματα, και αυτό ήταν μια ενδιαφέρουσα και αβασάνιστη ομολογία ως προς την αντίληψη που έχουν για τον σοσιαλισμό. Μια φίλα προσκείμενη εφημερίδα μάλιστα έσπευσε να εξηγήσει με κεντρικό άρθρο του εκδότη της ότι ο Κυριάκος γίνεται Τσίπρας, αντιγράφοντας το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ…
Ενός ΣΥΡΙΖΑ που εγκαινίασε την τακτική της “διαδικτυακής αντιπολίτευσης” (ως iSYRIZA πλέον) την Πρωτομαγιά και δε βρέθηκε πουθενά στον δρόμο γιατί… #θα λογαριαστούμε μετά, κάποτε, κανείς δεν ξέρει πότε. Ενώ προσπάθησε να ανταγωνιστεί επικοινωνιακά τη ΝΔ και το “προαιρετικό” μηνιάτικο που “χάρισαν” οι βουλευτές της, με άλλες συμβολικές κινήσεις και δωρεές μηχανημάτων σε νοσοκομεία.
Τελικά όμως δεν κατάφερε να διαχωριστεί ουσιαστικά σε μια σειρά “κρίσιμα επικοινωνιακά” ζητήματα. Από τη δημοσίευση των “πόθεν έσχες” των πολιτικών, με τα ακίνητα του Παπαδημούλη, μέχρι το κυβερνητικό δωράκι στα ΜΜΕ, που προκάλεσε εσωτερικούς τριγμούς με αφορμή το Documento και τη σχέση του Βαξεβάνη με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ασφαλώς το πρόβλημα δεν είναι τα ακίνητα ενός βουλευτή, αλλά η εντυπωσιακή αδυναμία της αντιπολίτευσης να διαχωριστεί, ακόμα και με τους δικούς της επικοινωνιακούς όρους από το αντίπαλο στρατόπεδο. Επίσης, το πρόβλημα δεν είναι αν συνδυάζει σε ένα τραπέζι κρέας και ψάρι, αλλά όταν βαφτίζει το κρέας ψάρι και τα επιδόματα του Μητσοτάκη “αριστερό μέτρο-πολιτική”.
Στο τέλος, πολλοί έμειναν με τις δικές τους απορίες. Οι Δεξιοί πχ αναρωτιόντουσαν τι θα γινόταν αν μια “αριστερή κυβέρνηση” έπαιρνε τα περιοριστικά μέτρα και αν θα τολμούσε κανείς να μιλήσει συνειρμικά για χούντα. Και οι Συριζαίοι αναρωτιόντουσαν τι θα γινόταν πχ αν μια δική τους κυβέρνηση έπαιρνε κάποιες αποφάσεις για τις Εκκλησίες, και αν το χριστεπώνυμο πλήθος θα κατέβαινε στο δρόμο αλαλάζοντας ενάντια στους άθεους που μας κυβερνάνε,
Πραγματικά σημαντικές απορίες. Γιατί η ουσία της δικομματικής μικροπολιτικής είναι να σκεπάζει την ουσία με τέτοια ανόητα ερωτήματα, που γίνονται διλήμματα στις κάλπες, ενώ την ίδια ώρα η “μεγάλη πολιτική” και ο επιτελικός σχεδιασμός της κυρίαρχης τάξης προχωρά χωρίς αντιδράσεις και προβλήματα.
(Συνεχίζεται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, με την εξέταση κάποιων πολιτικών ρευμάτων την εποχή του κορονοϊού).