Μένος κατά των ανθρώπων του πολιτισμού που διεκδικούν και ραφιναρισμένη θεωρία των δύο άκρων από το Χρήστο Γιανναρά
Τι εννοείς Βίρνα, ότι οι καλλιτέχνες δεν είναι πλούσιοι κληρονόμοι χομπίστες ή αποφασισμένοι να πεθάνουν στην ψάθα με παρηγοριά τη μεταθανάτια δόξα;
Την απαξίωση της κυβέρνησης στους καλλιτέχνες την αποδεικνύουν τόσο τα πεπραγμένα της, όσο και αήθεις επί προσωπικού συμπεριφορές στελεχών της σε αυτούς, όπως – για να αναφέρουμε μόνο τα πιο πρόσφατα παραδείγματα – του Άδωνι Γεωργιάδη προς το Φοίβο Δεληβοριά, ή η γκριμάτσα της Λίνας Μενδώνη στην αναφορά του ονόματος του Σταύρου Ξαρχάκου. Κι όσα δεν τολμούν ή δε θέλουν να καταμαρτυρήσουν δημόσια οι υπουργοί της ΝΔ, αναλαμβάνουν να τα σερβίρουν σε “φιλοσοφική” συσκευασία οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος, πού αλλού από τη ναυαρχίδα της αστικής τάξης “Καθημερινή”.
Ο γνωστός και μη εξαιρετέος Χρήστος Γιανναράς, αναλαμβάνει να κάνει τη βρώμικη δουλειά μέσω της στήλης του, με ένα πόνημα που φέρει τον εύγλωττο τίτλο “Η αγυρτεία ως “πολιτισμός”, τίτλος που αρχικά δεν είναι σαφές σε τι μπορεί να αναφέρεται. Η ασάφεια συνεχίζεται και στις επόμενες παραγράφους, όπου ο συγγραφέας μας δίνει ετυμολογικά και ιστορικά μαθήματα περί πολιτισμού και σύνδεσής του με την αρχαία πόλη. Που κατά το Γιανναρά είχε ως στόχο τη “συλλογική με τον τρόπον της αθανασίας, της συμπαντικής κοσμιότητας”. Δε θα σταθούμε εδώ στο πόσο αντιδραστική – αν και πολύ διαδεδομένη στο χώρο των κλασικών σπουδών – είναι αυτή η ιδεαλιστική θεώρηση της αρχαίας ελληνικής πόλης, που συνειδητά αγνοεί τις ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που επέβαλαν τη συγκρότησή της και συνέχισαν να την ταλανίζουν μετασχηματίζοντάς την μέχρι τελική ανυπαρξίας ως τα ρωμαϊκά χρόνια.
Θα μείνουμε λίγο περισσότερο στο γνωστό για όποιον έστω και λίγο έχει παρακολουθήσει τα λεγόμενα και γραφόμενά του συγγραφέα, αντιδιαφωτιστικό μένος του, καθώς με αφορμή αυτό μας σερβίρει μία ακόμα εκδοχή της θεωρίας των δύο άκρων:
Ο παγκοσμιοποιημένος σήμερα τρόπος (ή «παράδειγμα») του ανθρώπινου βίου και της οργάνωσης του βίου είναι προϊόν και παράγωγο άλλης στόχευσης, άλλων προτεραιοτήτων. Πρωταρχικό ζητούμενο δεν είναι το κοινωνούμενο αληθές, αλλά το ατομικά χρήσιμο. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι «φωτίστηκαν»: την προτεραιότητα του χρησίμου (και όχι του αληθούς) τη λογαριάζουν φωτισμό γενικευμένον, ήγουν «Δια-φωτισμό». Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Διαφωτισμού το είπαν «Ιστορικό Υλισμό», που προσφέρεται αμφιπρόσωπος: ως ολοκληρωτισμός στο όνομα της «εργατικής τάξης» ή ως ολοκληρωτισμός στο όνομα της «ελευθερίας του κεφαλαίου».
Και στις δυο περιπτώσεις, είναι απόλυτος ο ατομοκεντρισμός, λάβαρο τα «δικαιώματα του ατόμου»: Υποταγή της ζωής σε νομικές κατασφαλίσεις του εγώ και θωράκιση της μαζοποίησης των συμφερόντων με την «πάλη των τάξεων» – θλιβερό και συχνά μακάβριο τέλος της πολιτικής, της πόλεως, του πολιτισμού. Ομως, στο λεξιλόγιό του, το «παράδειγμα» (paradigm) του αμφιπρόσωπου Ιστορικού Υλισμού συντηρεί τα σημαίνοντα της ελληνικής κάποτε πόλεως: political, Politics, politician, Policy, για να παραπέμψει σε σημαινόμενα, όχι απλώς διαφορετικά, αλλά ριζικής αντίθεσης και παραποίησης της ελληνικής σημαντικής.
Εδώ ο Γιανναράς, συγχέει, σκόπιμα μάλλον, παρά από άγνοια, το διαφωτισμό, με τον ιστορικό υλισμό, παρουσιάζοντας μάλιστα το δεύτερο ως “φιλοσοφικό υπόβαθρο” του πρώτου, κάτι που δε στέκει φυσικά, καθαρά χρονολογικά αφενός, και νοηματικά αφετέρου. Απώτερος σκοπός του είναι προφανώς να εξισώσει τα φιλελεύθερα αστικά ρεύματα σκέψης με το μαρξισμό, που δεν κατονομάζεται, αλλά υπολανθάνει στην ειρωνική και συνάμα γεμάτα αποστροφή αναφορά σε “εργατική τάξη” και “πάλη των τάξεων”. Όλα αυτά είναι “ολοκληρωτισμός”, θεωρία των άκρων δηλαδή, μόνο που εδώ απέναντι στον κομμουνισμό τοποθετούνται οι παραδοσιακές αστικές αξίες όπως νοούνται από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και δώθε. Δεν ξέρουμε και είναι μάλλον αδιάφορο ως προς το αποτέλεσμα αν ο συγγραφέας έχει επίγνωση της βαθιάς συγγένειας που φέρει ο παραπάνω συλλογισμός του με εκείνον της φασιστικής διανόησης του μεσοπολέμου, που αντιπαρέβαλε τον “παρηκμασμένο” και “εγωιστικό” αστικό κοινοβουλευτισμό απέναντι στο “διαλυτικό” και “αντεθνικό” σοσιαλισμό και κομμουνισμό, προβάλλοντας το φασισμό ως εγγύηση διαταξικής ειρήνης και αρμονίας, κάπως σαν την εικόνα που θέλει να μας πείσει πως είχαν οι αρχαιοελληνικές πόλεις.
Ακολουθεί άλλη μια γνώριμη στους μυημένους ιερεμιάδα για τους σημερινούς “Ελληνώνυμους” (ποιος μοιράζει ISO ελληνικότητας αλήθεια;), τους παλιούς καλούς καιρούς που λέξεις όπως δημοκρατία, υπούργημα, νόμος και δίκαιο είχαν τη σημασία και τη θέση που τους αρμόζει και με τα πολλά φτάνουμε στο πραγματικό κόκκινο πανί του Γιανναρά, που δεν είναι παρά οι “άνθρωποι του πολιτισμού”, όρο που θεωρεί “επικαιρικό νεολογισμό”, “γέννημα παρακμιακής αδιαντροπιάς και γελοιότητας”, αφού κατά τη γνώμη τη σήμερον ημέρα στην πραγματικότητα έχουμε κατά βάση μόνο “φιέστες ψυχαγωγίας ή και μόνο διασκέδασης”, “ραδιοτηλεοπτικό εμπόριο εντυπωσιασμού”, “αετονύχηδες και εκδότες” που “χρυσοπληρώνει” “πλήθος ανθρώπων” ” για να τυπώσουν και δώσουν μορφή βιβλίου σε μικρονοϊκά σκαριφήματα στιχουργίας ή αφήγησης ή «στοχασμού» (!) ή αυτοβιογραφικής κενολογίας” κι επιπλέον:
Βιβλιοκρισία δεν λειτουργεί, εξαγοράζονται μόνο «παρουσιάσεις», αλληλοεξυμνήσεις δημοσιευμάτων, αλλά και θεατρικών παραστάσεων, εκθέσεων ζωγραφικής, «επιστημονικών» πονημάτων ανατριχιαστικής μετριότητας. Δεκαετίες τώρα στην Ελλάδα είναι αδιανόητη κάθε δημόσια κριτική λειτουργία – ακόμα και κρατικοί θεσμοί «βραβεύσεων» έχουν τυφλά ενταχθεί στο παρακμιακό αλισβερίσι ναυτιώδους αμοραλισμού.
Μέσα σε όλο αυτό το βούρκο λοιπόν, αυτοί που – συλλήβδην – παρουσιάζονται ως υπαίτιοι ή εν πάσει περιπτώσει ωφελούμενοι από αυτόν, έχουν και το θράσος να «κινητοποιούνται» τελευταία για να εισπράξουν κρατικό επίδομα λόγω «πανδημίας». Ανατριχιαστικά πράγματα δηλαδή. Τι εννοείς Βίρνα, ότι οι καλλιτέχνες δεν είναι πλούσιοι κληρονόμοι χομπίστες ή αποφασισμένοι να πεθάνουν στην ψάθα με παρηγοριά τη μεταθανάτια δόξα; Ο Γιανναράς όχι απλά τους φαντάζεται κάπως έτσι, αλλά θεωρεί ότι το ταλέντο ή “χάρισμα” όπως το αποκαλεί, μάλλον αρκεί για να γεμίσει το στομάχι και να πληρώσει λογαριασμούς:
Οι αληθινοί δημιουργοί, στον χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών, ξέρουν ότι το «χάρισμα» που τους έχει δοθεί, δίνει «νόημα» στην ύπαρξή τους, όση φτώχεια κι αν τους πνίγει.
Όσοι όμως επιμένουν σε ευτελή πράγματα, όπως η επιβίωσή τους, είναι απλά “κομπάρσοι” που “θορυβούν”. Ή ακόμα χειρότερα αγύρτες, όπως υπονοεί ο τίτλος του άρθρου. Ο Γιανναράς βέβαια εκτιμά τους δημιουργούς, γι’αυτό και προσθέτει πως “αν ξαναϋπάρξουν ποτέ «πόλεις», από το πρυτανείο (σ.σ χώρος σίτισης και διαμονής των πρυτάνεων, των 50 βουλευτών που ήταν επικεφαλής της βουλής για 35 περίπου μέρες το χρόνο) που είχαν αυτό το δικαίωμα στη διάρκεια της θητείας τους) θα σιτίζονται πρώτοι εκείνοι. Οι δημιουργοί βέβαια, όπως τους έχει εκείνος στο μυαλό του. Αυτάρκεις, λιτοδίαιτοι και όσο γίνεται πιο μακριά από τα εγκόσμια, ειδικά από “κινητοποιήσεις”, σε κάποιο χρυσελεφάντινο πύργο του μυαλού τους, προφυλαγμένοι από την οργή των Γιανναράδων.