Νόβακ Τζόκοβιτς: Αριστεία αλά Βαλκανικά…
Αν πριν από δέκα χρόνια το Φέντερερ-Ναδάλ ήταν το απόλυτο τενιστικό δίλημμα, ο Νόβακ Τζόκοβιτς ήταν ο “τρίτος δρόμος” και κατάφερε να γίνει ο πιο πετυχημένος τενίστας της τελευταίας δεκαετίας. Μια αριστεία με έντονο Βαλκανικό χρώμα, πολλές σπασμένες ρακέτες κι έναν εκρηκτικό συνδυασμό ταλέντου, νεύρων αλλά και άφθονου γέλιου.
Αν πριν από δέκα χρόνια το Φέντερερ-Ναδάλ ήταν το απόλυτο τενιστικό δίλημμα, ο Νόβακ Τζόκοβιτς ήταν ο “τρίτος δρόμος” και κατάφερε να γίνει ο πιο πετυχημένος τενίστας της τελευταίας δεκαετίας. Μια αριστεία με έντονο Βαλκανικό χρώμα, πολλές σπασμένες ρακέτες κι έναν εκρηκτικό συνδυασμό ταλέντου, νεύρων αλλά και άφθονου γέλιου.
Γεννήθηκε στις 22 Μάη 1987. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον εμφύλιο πόλεμο στην πρώην ενιαία Γιουγκοσλαβία και από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς. Ο ίδιος βρήκε διέξοδο στον αθλητισμό και το τένις, χάρη σε ένα γήπεδο έξω από το εστιατόριο των γονιών του. Ξεκίνησε να παίζει από τεσσάρων χρονών και είχε είδωλο τον Πιτ Σάμπρας, καταφέρνοντας όχι απλά να του μοιάσει αλλά και να τον ξεπεράσει.
Η πρώτη του δασκάλα ήταν η προπονήτρια της σπουδαίας Μόνικα Σέλες -που πολιτογραφήθηκε Αμερικανίδα. Σύντομα φάνηκε πως το ταλέντο του δύσκολα μπορούσε να χωρέσει στη Σερβία, αλλά και στις οικονομικές δυνατότητες των γονιών του. Έφυγε στο Μόναχο στα 12 χρόνια του, για να συνεχίσει να εξελίσσεται και ήταν ο καλύτερος παίκτης της γενιάς του, μαζί με τον Άντι Μάρεϊ. Μέχρι τα 20 του είχε φτάσει στο νο3 της παγκόσμιας κατάταξης, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να τον συγχαίρονται μέχρι να φτάσει στην κορυφή.
Την επόμενη χρονιά (2008) έφτασε το πρώτο Major τουρνουά, στο Αυστραλιανό Open. Ήταν η πρώτη από τις οκτώ συνολικά κατακτήσεις στην ίδια διοργάνωση και τα 17 Grand Slam που έχει κατακτήσει μέχρι σήμερα και τον τοποθετούν στην τρίτη θέση, ακριβώς πίσω από τους Φέντερερ και Ναδάλ, αλλά με δυναμική να τους φτάσει και να τους ξεπεράσει, καθώς είναι μικρότερός τους ηλικιακά, έχοντας συγκεντρώσει ήδη μεγαλύτερα χρηματικά έπαθλα και από τους δύο. Και θα είχε ακόμα περισσότερα, αν δεν είχε πέσει στην εντυπωσιακή κυριαρχία του Ναδάλ στο Ρολάν Γκαρός και τις χωμάτινες επιφάνειες.
Η εκτόξευση στην κορυφή ήρθε το 2011, σε μια ονειρική χρονιά, με κατακτήσεις Grand Slam και ένα μεγάλο σερί νικών. Ακολούθησαν -με διαλείμματα- 283 εβδομάδες στο Νο1 του κόσμου, που τον έφεραν μια ανάσα από τον Πιτ Σάμπρας και το απόλυτο ρεκόρ του Φέντερερ, με τις 310 εβδομάδες στην κορυφή. Και μεταξύ αυτών και το ρεκόρ για τον μεγαλύτερο σε διάρκεια τελικό Grand Slam, στη νίκη του επί του Ναδάλ, μετά από μια ομηρική μάχη που πλησίασε τις έξι ώρες!
Αυτοί είναι όμως απλοί αριθμοί, που δεν αποτυπώνουν πιστά την ιδιοσυγκρασία του και την αξία του. Στην πατρίδα του αντιμετωπίζεται ως το απόλυτο είδωλο και ο ίδιος έχει τρία εστιατόρια στο Βελιγράδι, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, αλλά είναι μόνιμος κάτοικος… Μόντε Κάρλο. Είναι φανατικός ορθόδοξος, αλλά χρησιμοποιεί αρκετές “ανορθόδοξες” μεθόδους για την αυτοβελτίωσή του, ενώ πρόσφατα δήλωσε δημόσια την αντίθεσή του στον υποχρεωτικό εμβολιασμό ενάντια στον κορονοϊό -που θα μπορούσε να έχει άμεσο αντίκτυπο στην επαγγελματική του καριέρα!
Αγχώνεται δύσκολα, αλλά έχει εντυπωσιακά ξεσπάσματα στους αγώνες, συνήθως στις ρακέτες του, αλλά και σε οτιδήποτε έμψυχο βρεθεί κοντά του -πχ διαιτητές ή το παιδί για τις μπάλες. Είναι όμως πολύ ευχάριστος στην παρέα, ιδίως όταν αρχίζεις τις μιμήσεις άλλων τενιστών, με αξιοσημείωτη επιτυχία. Έχει αλλάξει πολλούς προπονητές -ανάμεσά τους και τον Μπόρις Μπέκερ- όχι όμως και τον διαιτολόγο του, που βρήκε τη δυσανεξία του στη γλουτένη και τον βοήθησε να αναγεννηθεί αγωνιστικά.
Είναι περήφανος Σέρβος, αλλά ο πατέρας του έχει ρίζες από το Μαυροβούνιο και η μητέρα του από την Κροατία -ένα τυπικό οικογενειακό δέντρο από την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας- και ο ίδιος δε δίστασε να συγχαρεί τον Κροάτη ποδοσφαιριστή Λούκα Μόντρις, όταν ο τελευταίος κατέκτησε τη χρυσή μπάλα.
Εν κατακλείδι, απέναντι στην “ψυχρή τελειότητα” του Ελβετού ηλεκτρονικού υπολογιστή Φέντερερ και το μεσογειακό πάθος του Ισπανού Ναδάλ, ο Τζόκοβιτς κατάφερε να συνδυάσει τα καλύτερα στοιχεία τους, προσφέροντας μια πιο βαλκανική, αέρινη και διασκεδαστική εκδοχή τένις, που του δίνει αυτοδικαίως μια θέση στο Πάνθεον με τους καλύτερους τενίστες όλων των εποχών.