Διαλεκτικός Υλισμός και Έρωτας
Ο έρωτας όπως και η φιλία γίνονται υποδεέστερα όταν εμπορευματοποιούνται. Όταν σε ένα ζευγάρι γίνεται η συζήτηση τι έχει κάνει ο ένας για τον άλλον, αυτός που νιώθει πως έχει κάνει τα περισσότερα, περιμένει κάποιου είδους αντάλλαγμα ως ανταμοιβή. Οι ανθρώπινες σχέσεις μπαίνουν σε μία ζυγαριά όπως τα φρούτα στη ζυγαριά του μανάβη.
Ο έρωτας είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει όλους τους ανθρώπους κάποια στιγμή στη ζωή τους. Δεν είναι τυχαίο πως τα περισσότερα βιβλία και ταινίες τον έχουν σαν κεντρικό τους θέμα. Ωστόσο στα περισσότερα από αυτά ο έρωτας απεικονίζεται επιφανειακά χωρίς να γίνεται εμβάθυνση στην ουσία του και στις αληθινές μορφές που αυτός παίρνει. Το κινηματογραφικό χολιγουντιανό κλισέ είναι ένα κλασικό παράδειγμα. Το χολιγουντιανό ζευγάρι περνάει από ορισμένα τυποποιημένα στάδια. Αρχικά δύο άνθρωποι γνωρίζονται, βιώνουν τον κεραυνοβόλο έρωτα και μετά από τρία (το πολύ) ραντεβού δεν ξεκολλάν ο ένας από τον άλλον. Έπειτα το ζευγάρι περνάει κάποιες μικρές δυσκολίες (πώς αλλιώς θα διατηρηθεί η αδρεναλίνη του κοινού), όπως ότι η μητέρα του αγοριού δεν εγκρίνει το κορίτσι ή κάποιες ανιαρές και χιλιοπαιγμένες σκηνές ζηλοτυπίας. Φυσικά για οικονομικά προβλήματα όπως η ανεργία και το νοίκι που τρέχει, ούτε λόγος. Στο τέλος το ζευγάρι ξεπερνά τα προβλήματά του και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Προτού αναλυθούν ορισμένα σημαντικά ζητήματα, είναι απαραίτητο να απομυθοποιηθεί αυτό το (κατά τα άλλα) καλά πακεταρισμένο προϊόν που προβάλλεται στις οθόνες μας εδώ και πολλά χρόνια. Αρχικά για να φτάσει ένα ζευγάρι στα ‘’ντουζένια του’’ χρειάζεται χρόνος και συνήθως κάτι παραπάνω από μία απλή πρωταρχική έλξη. Οι ήρωες των χολιγουντιανών ταινιών δεν χρειάζονται ούτε το ένα ούτε το άλλο. Για αυτούς τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. ‘’Σε είδα, με είδες, ερωτευτήκαμε κεραυνοβόλα, παντρευόμαστε’’. Αυτό που δεν μας δείχνει ποτέ το Χόλυγουντ επειδή δεν πουλάει, είναι το τι πραγματικά συμβαίνει στο ενδιάμεσο για να καταλήξει ένα ζευγάρι στο ‘’peak’’ του. Όμως αυτό το ενδιάμεσο στάδιο υπάρχει και πολλές φορές είναι και το καλύτερο σημείο της σχέσης. Τα μεγαλειώδη έργα των Ντοστογιέφσκι και Τολστόι αποτελούν ιδιοφυή και αυθεντικά έργα τέχνης, ακριβώς επειδή μας δείχνουν πώς εξελίσσεται πραγματικά μία σχέση μέσα από καλές και κακές στιγμές και πέρα από εξιδανικεύσεις. Σκοπός της μεγάλης τέχνης όπως και της επιστήμης είναι να αποκαλύψει το περιεχόμενο πίσω από τη μορφή.
Έπειτα ο γλυκανάλατος ρομαντισμός των χολιγουντιανών ταινιών είναι εντελώς σκάρτος. Ο ρομαντισμός αποκτά αξία σαν έννοια μόνο στη διαλεκτική του ενότητα με το ρεαλισμό. Ένας ρομαντισμός που ‘’πετάει στα ουράνια’’, που δεν συνδέεται με την αντικειμενική πραγματικότητα και δεν γεννιέται μέσα στην κοινή πάλη του ζευγαριού απέναντι στις αληθινές δυσκολίες της ζωής, είναι ένας μεταφυσικός ρομαντισμός, ‘’πέρα και πάνω από τα όρια του αντικειμενικού κόσμου’’. Κάθε ζευγάρι εκτός από καλές στιγμές έχει και κακές, όπως είναι οι καβγάδες και οι έντονες αντιπαραθέσεις. Όμως μέσα από αυτές γαλουχείται και ωριμάζει, δένεται πραγματικά και τότε ο ρομαντισμός είναι ουσιαστικός και ποιοτικός, γιατί απορρέει μέσα από την αληθινή και όχι την φτιαχτή εικόνα που έχει ο ένας για τον άλλον.
Επιπροσθέτως, κανένας έρωτας και καμία ανθρώπινη σχέση δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την κοινωνία στην οποία γεννιέται. Η σημερινή καπιταλιστική κοινωνία έχει ως συστατικό της στοιχείο την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ως παράγωγο αυτής της εκμετάλλευσης, την αλλοτρίωση του ατόμου. Οι ανθρώπινες σχέσεις σαφώς δεν μένουν ανεπηρέαστες. Οι υλικές συνθήκες και συγκεκριμένα η οικονομική κατάσταση και η τάξη του ζευγαριού παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση μιας σχέσης. Για παράδειγμα, η ενδοοικογενειακή βία δεν οφείλεται στη σκληρή φύση του ατόμου ή στο ότι είναι ανεγκέφαλο και παρορμητικό, αλλά τις περισσότερες φορές έχει την αιτία του στο ότι το ίδιο το άτομο αναγκάζεται από τη φτώχεια και την εξαθλίωσή του να μετατραπεί σε ζώο, να απομακρυνθεί από την ανθρώπινη ουσία του και να επιβληθεί δια της βίας. Επίσης οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα νέο ζευγάρι σήμερα (όπως το ότι δεν διαθέτει τα χρήματα να ‘’ανοίξει’’ ένα δικό του σπίτι), είναι ο βασικός φραγμός που μπαίνει από το ίδιο το σύστημα και οδηγεί σε συγκρούσεις μεταξύ των ερωτευμένων και στη ρουτίνα, υπονομεύοντας έτσι κάποια στιγμή τον έρωτά τους. Ο ίδιος φραγμός είναι που ωθεί επίσης όλο και περισσότερες γυναίκες στην πορνεία. Βέβαια οι χολιγουντιανές ταινίες έχουν διαχρονικά σαν αγαπημένο τους θέμα έναν πλούσιο που ερωτεύεται μία φτωχή ή το αντίθετο. Ωστόσο οι ταξικοί φραγμοί δεν είναι ποτέ σοβαρό εμπόδιο για τη σχέση. Το ζευγάρι τους υπερνικάει πάντα με τη δύναμη της αγάπης. Η πραγματικότητα όμως είναι πως οι υλικές συνθήκες βρίσκονται πίσω από κάθε σχέση και οι φραγμοί που βάζουν (ειδικά σε ένα φτωχό ζευγάρι) δεν είναι τόσο εύκολο να υπερνικηθούν. Οφείλουμε εδώ να σταθούμε λίγο παραπάνω στο ζήτημα της αλλοτρίωσης. Οι ανθρώπινες σχέσεις στο καπιταλιστικό σύστημα προσιδιάζουν αρκετά στο μηχανισμό της αγοράς. Οι άνθρωποι επηρεασμένοι από την καθημερινή συμμετοχή τους σε αγοραπωλησίες εμπορευμάτων, τείνουν να υιοθετούν και να μεταφέρουν στην προσωπική τους ζωή το νόμο της ανταλλαγής ισοδυνάμων. Έτσι αντιμετωπίζει ο ένας τον άλλον ως εμπόρευμα με συγκεκριμένη αξία χρήσης. Η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση αυτού του γεγονότος εντοπίζεται όταν η σεξουαλική ικανοποίηση υψώνεται σε αυτοσκοπό στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν συμβαίνει αυτό, τα άτομα είναι σαν να ανταλλάσσουν τα εμπορεύματά τους σε όρους αγοράς, γιατί ο ένας βλέπει τον άλλο καθαρά σαν μέσο για την ικανοποίηση της αξίας χρήσης του και όχι σαν ανθρώπινη οντότητα. Στη σχέση ενός ανθρώπου με ένα εμπόρευμα δεν υπάρχει τίποτα το προσωπικό μεταξύ τους, καμία βαθύτερη σχέση. Δεν αναπτύσσεται κάποιου είδους συναισθηματική επαφή, πρόκειται για ένα ψυχρό deal, ένα ‘’πάρε δώσε’’ ανάμεσα στον καταναλωτή και τον εμπορευματοπαραγωγό, αντίστοιχο με το ‘’πάρε δώσε’’ που συμβαίνει στο κρεβάτι. Ωστόσο εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η εμπορευματοποίηση των σχέσεων είναι ιστορικά καθορισμένη και στενά συνδεδεμένη με το θεσμό της αγοράς. Οπωσδήποτε δεν είναι στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και μάλλον κάνει πιο φτωχό έναν έρωτα αντί να τον ανυψώσει.
Το συγκεκριμένο ζήτημα ίσως μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό μέσω της αναφοράς στις μορφές οργάνωσης της ύλης. Οι τελευταίες συνδέονται στενά μεταξύ τους. Η ανώτερη μορφή που είναι η κοινωνική, δεν μπορεί να νοηθεί αυτοτελώς, καθεαυτήν και δι’ εαυτήν πέρα και έξω από τη σύνδεσή της με τις υπόλοιπες ‘’κατώτερες’’ μορφές οργάνωσης. Αυτό εκδηλώνεται με το ότι στο εσωτερικό του ανθρώπου πραγματοποιούνται μία σειρά χημικές και φυσικές διεργασίες και φυσικά η κοινωνική μορφή συνδέεται ακόμα πιο στενά με τη βιολογική, από την οποία πηγάζει. Ο δεσμός του ανθρώπου (όπως απέδειξε ο Δαρβίνος) με το ζωικό βασίλειο από το οποίο έχει κληρονομήσει ορισμένες τάσεις και ένστικτα, είναι αδιαμφισβήτητος.
Ωστόσο ο άνθρωπος διαθέτει κάτι που δεν διαθέτουν τα ζώα. Αυτό είναι η συνείδηση και το δεύτερο σύστημα σημάνσεως, ο ανθρώπινος λόγος. Το σημαντικό είναι πως τα δύο τελευταία θέτουν τη διαχωριστική γραμμή και διαφοροποιούν ριζικά την ουσία του ανθρώπου από αυτήν του ζώου. Αυτή η διαφοροποίηση στο πεδίο των ερωτικών σχέσεων εκφράζεται με το ότι η ανθρώπινη συνείδηση διαμορφώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις για συναισθηματική και πνευματική επαφή, πέρα από την καθαρά σεξουαλική. Πολύ περισσότερο οι ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις αποτελούν μία νέα ποιότητα στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να συνυπάρξουν στη διαλεκτική τους ενότητα η σεξουαλική ικανοποίηση με τη συναισθηματική και πνευματική πλήρωση του ατόμου. Πρόκειται λοιπόν για μία ολοκληρωμένη αλληλεπίδραση που έχει τη δυνατότητα να ‘’αγκαλιάσει’’ πολλές πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού. Για αυτόν το λόγο, μία ερωτική σχέση χωρίς πάθος είναι κενή, ανιαρή και πληκτική. Αντίστοιχα όμως μία ερωτική σχέση που δεν εμπεριέχει την ουσιαστική αλληλεπίδραση μεταξύ του ζευγαριού, καταντάει αργά ή γρήγορα ανούσια και ανεπαρκής και για τα δύο άτομα. Απαραίτητος όρος για μία ολοκληρωμένη σχέση είναι η διαλεκτική ενότητα αυτών των δύο στοιχείων.
Επεκτείνοντας ακόμα περισσότερο το παραπάνω ζήτημα στο πεδίο της πολυγαμίας και της μονογαμίας, προκύπτουν και άλλα ερωτήματα. Από τη μία πλευρά υπάρχει η συντηρητική άποψη της χριστιανικής ηθικής που απαγορεύει ρητά τις προγαμιαίες σχέσεις και πόσο μάλλον την πολυγαμία. Από την άλλη υπάρχει και η ευρέως διαδεδομένη άποψη πως ο άνθρωπος είναι ένα πολυγαμικό ων και με αυτήν την έννοια η μονογαμία είναι αντίθετη προς την ίδια την ανθρώπινη φύση. Η τελευταία άποψη βέβαια έχει ψήγματα μεροληψίας, καθώς ισχύει κυρίως για άντρες και όχι για τις γυναίκες, που αναγκάζονται να καταπιέσουν τη σεξουαλικότητά τους για να μην τις αποκαλέσουν πόρνες. Το σημαντικό εδώ είναι πως το παρόν ζήτημα δεν θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της ηθικής. Αν για παράδειγμα μία γυναίκα ή ένας άντρας έχει πολλούς ερωτικούς συντρόφους, δεν υπάρχει τίποτα το ανήθικο σε αυτό αν το ίδιο το άτομο δείχνει από την αρχή τις προθέσεις του και δεν λέει ψέματα για τη φύση της σχέσης. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι το άτομο εμπορευματοποιεί τις σχέσεις, η συμπεριφορά του απέναντι στον ερωτικό του σύντροφο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανήθικη εφόσον και ο σύντροφός του επιδιώκει το ίδιο.
Όμως όταν γίνεται αυτοσκοπός ενός ατόμου η συνεύρεση με όλο και περισσότερους ερωτικούς συντρόφους σε μόνιμη βάση χωρίς να αναπτύσσεται τίποτα περισσότερο, αυτό από μόνο του μπαίνει εμπόδιο στην πραγμάτωσή και την ολοκλήρωσή του ίδιου του ατόμου. Οι δύο τελευταίες έρχονται με υπομονή και μετά από χρόνο στο πλαίσιο μίας σχέσης. Όταν κάποιος αλλάζει συνεχώς ερωτικούς συντρόφους, δεν προλαβαίνει ίσως με κανέναν από αυτούς να νιώσει τα πλούσια συναισθήματα, να ζήσει τα πολύτιμα βιώματα και να αποκτήσει την πείρα που θα αποκτούσε από μία πολύχρονη σχέση. Ο κεραυνοβόλος έρωτας που τόσο επίμονα μας προβάλλουν οι χολιγουντιανές ταινίες συνήθως είναι απλά ένα πυροτέχνημα, ένας στιγμιαίος ενθουσιασμός. Αυτός ο ενθουσιασμός που μπορεί να βασίζεται απλά στη σεξουαλική έλξη, όσο τονωτικός και αν είναι, δεν συγκρίνεται με τα ανώτερα συναισθήματα της αγάπης και της συντροφικότητας που νιώθει κανείς σε μία μεγάλη σχέση μέσα από μία ουσιαστική αλληλεπίδραση. Ακόμα μέσα από μία ποιοτική σχέση δύο άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα νιώσουν την αλληλεγγύη και την ανιδιοτέλεια, την αγάπη άνευ όρων, να εξυψωθούν πνευματικά, να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση αλλά και να ωριμάσουν.
Συνοψίζοντας, ο έρωτας όπως και η φιλία γίνονται υποδεέστερα όταν εμπορευματοποιούνται. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εμπορευματοποίησης των σχέσεων είναι όταν σε ένα ζευγάρι γίνεται η συζήτηση του τι έχει κάνει ο ένας για τον άλλον. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρισης είναι ότι αυτός που νιώθει πως έχει κάνει τα περισσότερα, περιμένει κάποιου είδους αντάλλαγμα ως ανταμοιβή. Στην ουσία έτσι μπαίνουν οι ανθρώπινες σχέσεις σε μία ζυγαριά όπως μπαίνουν τα φρούτα στη ζυγαριά του μανάβη για να διαπιστώσει ποιο είναι πιο ακριβό, προκειμένου να απαιτήσει για αυτό περισσότερα χρήματα. Ο έρωτας και η αγάπη με αυτήν την έννοια χάνουν όλο το νόημά τους. Η αληθινή αγάπη είναι η ανιδιοτελής αγάπη, η αγάπη που δεν ζητάει ανταλλάγματα. Αντιθέτως η αγάπη που ζητάει ανταλλάγματα είναι στην πραγματικότητα αγάπη του εαυτού, αφού έχει τον εαυτό σαν σημείο αναφοράς. Όταν κάποιος δίνει για να πάρει, η τελική επιδίωξη της πράξης του είναι η δική του προσωπική ικανοποίηση.
Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στο ατομικό και στο έτερον, στο εγώ και στο εσύ, εμποδίζει έναν άνθρωπο στο να νιώσει τον αληθινό έρωτα. Η υπέρβαση της αντίφασης μπορεί να γίνει με την υπερνίκηση της ατομικότητας από την ανιδιοτελή αγάπη και τη μετάβαση σε μία ανώτερη ποιότητα συναισθημάτων, όπου ο άνθρωπος θα αγαπά τον άνθρωπο χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα. Ίσως όμως για να γίνει αυτή η υπέρβαση γενική υπόθεση της κοινωνίας, προϋποτίθεται η υπέρβαση του ίδιου του καπιταλισμού. Δηλαδή η υπέρβαση της οικονομικής βάσης που καθορίζει το εποικοδόμημα και καθημερινά αλλοτριώνει τον άνθρωπο διεισδύοντας στις διαπροσωπικές σχέσεις, εμπορευματοποιώντας τες και μετατρέποντάς τες σε χυδαίο παζάρι. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να γίνουν ακόμα και σήμερα ορισμένα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Σίγουρα δεν μπορεί κανείς να απαντήσει με σιγουριά στο αν αυτό είναι απολύτως εφικτό στις μέρες μας. Ωστόσο μία προσπάθεια αξίζει τον κόπο.