“Θα νικήσουμε το έγκλημα…” – Δυο ποιήματα του Αλέκου Πούλου
“…Θα νικήσουμε το έγκλημα
που πνίγει την καρδιά μας
και ντυμένοι με στολές οργής και θάρρους
την αδικία του δυνάστη μας
ναι, σαν καταιγίδα θα τσακίσουμε.”
Ένα Συνέδριο Απάτης (Συνέδριο της ΓΣΕΕ, 18.02.2020)
Πλήθη από εργάτες
κρατούσαν στα βρώμικα χέρια τους
οι κλέφτες της ζωή, του ιδρώτα, του αίματος
κι όσους προσκυνούσαν
τους προσκαλούσαν
σε πύλες καταστόλιστες
από θεομηνία ψευτιάς κι απάτης
κι εικόνες πρόστυχες
έβγαιναν από μαύρους θόλους
σ’αγρύπνια κρατώντας πλατείες και δρόμους
γεμάτους με δυνατές φωνές
που έτρεχαν απ’των αιώνων την ιστορία.
Γνώριζαν των εργατών οι πόνοι
ότι άλλος ο κόσμος που καίει το αίμα του
με πυρκαγιές εκμετάλλευσης
κι άλλος αυτός που ζωγραφίζουν αυτοί
με τις πλημμύρες του κλεμμένου ιδρώτα τους
φτιαγμένες να βρίσκουν την ελπίδα
τραγουδώντας την αιώνια ωδή
πως ο κόσμος με τα πλούσια όνειρά τους γεμάτος
θα γίνει καταιγίδα
κόκκινο κύμα να σηκώνει
να σκορπίσει
τους εκμεταλλευτές απ’τους θρόνους του μίσους.
Οι θάλασσες που τα τραγούδια σου
εργάτη ταξιδεύουν
θα βρουν τον κόσμο
που ξεπερνά την εκμετάλλευση
και σαν αντάρτες θα σας κρατούν
να συντρίψετε τα δεσμά της ψευτιάς
που στο χάος σε σκορπίζουν οι εκμεταλλευτές σου.
Κάτω απ’την εξουσία της απάτης τους
περήφανε βάδιζε εργάτη
με τη δόξα της νίκης σου μεθυσμένος
κι ας τους ακούς να μουγκρίζουν
πως σ’ έχουν υποδουλώσει.
Εσύ θα γεμίσεις τους ανέμους
με σπίθες φωτιάς
της σκλαβιάς να κάψεις τον ζυγό.
Εσύ θα γίνεις η θάλασσα της ευτυχίας
η ζωή σου να λούζεται ευτυχισμένη.
Κράτα το τραγούδι σου ζωντανό
στις διαδηλώσεις της Νίκης σου.
*
Μείνε στο Σπίτι
Με πείσμα ζητούσαν
να σταματήσουμε
τα τραγούδια των δρόμων ν’ακούμε
τον κόσμο που γκρεμίζουν να μην τον δούμε
τον ήλιο που κεντάει τις μέρες μας
με στεναγμούς συννέφων να καλύψουν
με σβησμένα βλέμματα να οδοιπορούμε
ήθελαν τη ζωή μας ερημιά παγωμένη.
Εμείς ζητούσαμε μιαν ελπίδα όμορφη
να παρελαύνουμε μπροστά της
τον γιγάντιο τροχό της ιστορίας μας
και στις χούφτες μας να κρατάμε
την άχραντη φωτιά
της ζωής μας το καμίνι ν’ανάψουμε
την αώνια χαρούμενη όψη μας να φωτίσουμε.
Τους ακούμε να μιλούν
σαν βασιλιάδες από κλεμμένους θρόνους
υπόκοφα να μουγκρίζουν
πως είναι ακριβό το μεροκάματο
πως είναι ακριβή η ζωή μας
πως είναι η ζωή μας
στις προσταγές τους κρεμασμένη
και καμιά φωτιά δεν αγγίζει
τον σκοτεινό παράδεισό τους.
Κάθε βράδυ όμως
ένα τραγούδι αντηχεί απ’τις φυλακές μας
κι ανοίγουν αυτιά στη μελωδία
της Τάξης που μετακινείται
απ’ το έγκλειστο παρόν του σκλάβου
στα ουράνια τόξα της κυριαρχίας του.
Θα νικήσουμε το έγκλημα
που πνίγει την καρδιά μας
και ντυμένοι με στολές οργής και θάρρους
την αδικία του δυνάστη μας
ναι, σαν καταιγίδα θα τσακίσουμε.
Ο Αλέκος Πούλος είναι ναυτεργάτης και γράφει ποίηση και διηγήματα. Γεννήθηκε στη Σάρτη Χαλκιδικής από πατέρα Ικαριώτη και μητέρα Μικρασιάτισσα. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1980, μέσα από τις στήλες της εφημερίδας των ναυτεργατών “Η Ναυτεργατική”, στην αρχή ακόμη της εργασίας του στα καράβια. Έχουν εκδοθεί έξι ποιητικές του συλλογές, ενώ σε περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες έχουν δηµοσιευθεί ποιήματα και διηγήματά του. Ιδιαιτέρως τον τιμά το βραβείο της Πανικαριακής Αδελφότητας για το σύνολο του έργου του. Είναι µέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Δείτε ακόμα:
Το διήγημα της Πέμπτης: «Θαμμένος στη Χιλή» του Αλέκου Πούλου