Ήταν ρατσίστρια η Σκάρλετ Ο’ Χάρα; Όσα παίρνει ο άνεμος της κακώς εννοούμενης πολιτικής ορθότητας
Είναι καλό να θυμόμαστε ότι ακόμα και τα πιο διαχρονικά έργα τέχνης μπορούν και πρέπει να υπόκεινται σε διαρκή επεξεργασία και διάλογο, πράγμα όμως αδύνατον όταν – προσωρινά έστω – παριστάνουμε ότι κάποια από αυτά απλά δεν υπήρξαν.
Το να χαρακτηρίσουμε παρεξηγημένη την έννοια της πολιτικής ορθότητας είναι μάλλον ο ορισμός του understatement. Για να μην υπεκφεύγω, από την καθόλα εμπειρική και υποκειμενική μου εμπειρία έχω σχηματίσει την άποψη ότι συνήθως όσοι παραπονούνται για την πολιτική ορθότητα επί της ουσίας διαμαρτύρονται που δεν μπορούν πια εντελώς ανεμπόδιστα να λένε – επώνυμα τουλάχιστον – για γυναίκες που πρέπει να πλύνουν κανά πιάτο, για “λούγκρες που αλληλοϋποστηρίζονται”, για “εβραιομασώνους” και να τραγουδούν πως “δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ”. Υπάρχουν όμως και καθόλα προοδευτικοί άνθρωποι, που βγάζουν σπυριά με την έννοια, επειδή στο μυαλό τους έχει συνδεθεί κυρίως με εκστρατείες για το απαραβίαστο δικαίωμα της τελετουργικής κατανάλωσης αποξηραμένου δαμάσκηνο κάτω από την πανσέληνο. Εκστρατείες καθόλα σεβαστές, μόνο που συχνά όχι απλά παραγνωρίζουν, αλλά ενεργά αντιστρατεύονται όσους υποστηρίζουν πως για να έχει κάποιος το χρόνο και τη διάθεση για τέτοιες τελετουργίες στο φεγγαρόφωτο, θα πρέπει να έχει πρώτα διασφαλίσει κάποια άλλα, πιο παλιομοδίτικα δικαιώματα, όπως της εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης, της παιδείας και της υγείας.
Όλα αυτά μου ήρθαν στο μυαλό ακούγοντας την είδηση πως το ΗΒΟ αποφάσισε να αφαιρέσει “προσωρινά” – μια εβδομάδα σύμφωνα με πληροφορίες – το “Όσα παίρνει ο άνεμος” από τις ταινίες που προσφέρει στους συνδρομητές του. Απόφαση που λαμβάνεται με φόντο τις ογκώδεις διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, αλλά κυρίως κατόπιν της σχετικής προτροπής – αιτήματος του σεναριογράφου της βραβευμένης ταινίας “Δώδεκα χρόνια σκλάβος”, Τζον Ρίντλεϊ, με άρθρο του στους Τάιμς του Λος Άντζελες. Ο σεναριογράφος, ζητώντας την απομάκρυνση της ταινίας, σημειώνει πως “όχι απλά αποτυγχάνει σε ό,τι έχει να κάνει την αναπαράσταση, αλλά αγνοεί τη φρίκη της δουλείας και διαιωνίζει μερικά από τα πιο οδυνηρά στερεότυπα για τους έγχρωμους ανθρώπους”.
Ανταποκρινόμενο το HBO, μέσω εκπροσώπου του, δήλωσε πως: “To “Όσα παίρνει ο άνεμος” είναι προϊόν της εποχής του και απεικονίζει κάποια εθνικά και φυλετικά στερεότυπα που δυστυχώς υπήρξαν κοινός τόπος στην αμερικανική κοινωνία. Αυτές οι ρατσιστικές παρουσιάσεις ήταν λάθος τότε και είναι λάθος σήμερα και νιώσαμε πως το να κρατήσουμε αυτό το έργο χωρίς επεξήγησε και καταγγελία αυτών των απεικονίσεων θα ήταν ανεύθυνο”. Ωστόσο πρόσθεσε πως η ταινία θα επιστρέψει στην πλατφόρμα σε μεταγενέστερο, αδιευκρίνιστο ακόμα χρόνο, συνοδευόμενη από “συζήτηση σχετικά με τα ιστορικά της συμφραζόμενα και κληρονομιά”, χωρίς όμως περικοπές, γιατί “το να κάναμε κάτι άλλο θα ήταν το ίδιο με το να ισχυριζόμασταν πως αυτές οι προκαταλήψεις ποτέ δεν υπήρξαν. Αν πρόκειται να δημιουργήσουμε ένα πιο ισότιμο μέλλον που θα περιλαμβάνει περισσότερους, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε και να καταλάβουμε την ιστορία μας”.
Είναι αναμφίβολο ότι η ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο μπεστ-σέλερ της Μάργκαρετ Μίτσελ, αναπαράγει μια εξιδανικευμένη εκδοχή της αριστοκρατικής δουλοκτητικής κοινωνίας του αμερικανικού νότου στα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου και αμέσως μετά, εκδοχή όπως την είχε εσωτερικεύσει η ίδια λόγω καταγωγής και ανατροφής σε εύπορη οικογένεια με παππού που είχε πολεμήσει στο πλευρό των Νοτίων. Oι δούλοι της οικογένειας απεικονίζονται είτε ως αργόστροφοι ή ανεύθυνοι, είτε ως απόλυτα αφοσιωμένοι στα αφεντικά τους και χαρούμενα για τη μοίρα τους. Οι σχέσεις δουλοκτητών και σκλάβων παρουσιάζονται ως αυτές μιας “μεγάλης οικογένειας”, η ζωή στις νότιες πολιτείες ως ασφαλής και σταθερή μέχρι το ξέσπασμα του Εμφυλίου και τις λεηλασίες των άγριων Βόρειων.
Ισχύει επίσης πως τα στερεότυπα της ταινίας ήταν έντονα ακόμα και για την εποχή της, όπως δείχνουν οι αντιδράσεις της μαύρης κοινότητας στην ταινία. Ο Αφροαμερικανός δραματουργός Κάρλτον Μος σε ανοιχτή του επιστολή, συνέκρινε το “Όσα παίρνει ο άνεμος” με τη βωβή ταινία – ύμνο προς την Κου-Κλουξ-Κλαν “Η γέννηση ενός Έθνους”, με τη διαφορά ότι η δεύτερη ταινία έκανε “ευθεία επίθεση στην αμερικανική ιστορία και το λαό των νέγρων”, ενώ η πρώτη “έκανε το ίδιο με την όπισθεν”. Έντονη ήταν και η κριτική που ασκήθηκε στους μαύρους ηθοποιούς της ταινίας, ειδικότερα τη Χάτι ΜακΝτάνιελς, που για το ρόλο της ως σκλάβας “Μάμι” έλαβε Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου, κάτι πρωτοφανές για μαύρη ηθοποιό. Ο πρόεδρος της ΝAACP, της πρωτοπόρας οργάνωσης για τη χειραφέτηση των μαύρων στις ΗΠΑ, Γουόλτερ Φράνσις Γουάιτ, χαρακτήρισε τη ΜακΝτάνιλες “μπάρμπα -Θωμά”, όπως ονομάζονταν υποτιμητικά, από τον πρωταγωνιστή του γνωστού φερώνυμου μυθιστορήματος, οι μαύροι που αποδέχονταν το φυλετικό status quo. Η ίδια η ηθοποιός απάντησε μάλλον κυνικά πως “προτιμά να βγάζει 700 δολάρια τη βδομάδα παίζοντας την υπηρέτρια, παρά 7 δολάρια για να κάνει την υπηρέτρια”, ενώ επιτέθηκε στον Γουάιτ, που ήταν απόγονος σκλάβων, αλλά λευκός, όπως τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του, ότι δε δικαιούταν να μιλάει εξ ονόματος των Αφροαμερικανών. Όσο για τις αντιδράσεις της ευρύτερης κοινότητας στην προβολή της ταινίας, ήταν μοιρασμένες, με διαδηλώσεις σε κάποιες πόλεις, αλλά και θετική υποδοχή από κάποια τμήματα της κοινότητας, που θεωρούσαν ότι η κριτική αναγνώριση των μαύρων ερμηνευτών της ταινίας θα μπορούσε να συμβάλλει στην άρση των διακρίσεων, στον καλλιτεχνικό και όχι μόνο χώρο.
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως πρέπει το συγκεκριμένο έργο, όπως και οποιοδήποτε άλλο, είτε παλιότερο, είτε σύγχρονο, να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη και κριτική σκέψη. H αφαίρεση της ταινίας από τον κατάλογο του ΗΒΟ είναι προσβλητική προς το θεατή, γιατί θεωρεί α πριόρι ότι εκείνος δε διαθέτει αρκετή κριτική σκέψη ώστε να αντιληφθεί ότι αυτό που βλέπει στην ταινία δεν είναι ιστορικό ντοκιμανταίρ , αλλά η μυθοπλαστική αναπαράσταση μιας ιστορικής εποχής από μια απόγονο της δουλοκτητικής αριστοκρατίας, απόλυτα πεπεισμένη πως η τότε τάξη πραγμάτων ήταν “για το καλό” όχι μόνο των λευκών, αλλά και των δούλων τους. Επιπλέον ανοίγει επικίνδυνες ατραπούς σε ό,τι αφορά μια τεράστια κατηγορία έργων, κινηματογραφικών, λογοτεχνικών, ακόμα και φιλοσοφικών, που για τον ένα ή άλλο λόγο θεωρούνται κλασικά, αλλά αναπαράγουν συνειδητά ή μη, απόψεις απαράδεκτες στην εποχή μας. Για να φέρω μόνο ένα από τα πάμπολλα δυνητικά παραδείγματα, με την ίδια λογική θα έπρεπε να απαγορευτεί το “Περηφάνια και Προκατάληψη” της Τζέιν Ώστεν, τόσο το βιβλίο όσο και η κινηματογραφική του μεταφορά, επειδή το βασικό του μοτίβο είναι επί της ουσίας λιγότερο ή περισσότερα πετυχημένα νυφοπάζαρα.
Πόσο δύσκολο θα ήταν να παραμείνει η ταινία – που προφανώς μπορεί πολύ εύκολα να βρεθεί από πάμπολλες πηγές, νόμιμες ή μη – στον κατάλογο της πλατφόρμας για το διάστημα που χρειάζεται ώστε να υπάρξει και η συζήτηση για τις ακανθώδεις πτυχές της που προαναγγέλλουν οι υπεύθυνοι; Εξίσου εύκολο θα ήταν να προστεθεί και κάποια “προειδοποίηση” στην αρχή ή το τέλος της ταινίας σχετικά με το ιδεολογικό της πλαίσιο.
Είναι καλό να θυμόμαστε ότι ακόμα και τα πιο διαχρονικά έργα τέχνης μπορούν και πρέπει να υπόκεινται σε διαρκή επεξεργασία και διάλογο, πράγμα όμως αδύνατον όταν – προσωρινά έστω – παριστάνουμε ότι κάποια από αυτά απλά δεν υπήρξαν.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
3 Σχόλια
Ένα πιο καθαρό παράδειγμα είναι αυτό της Disney. Η Disney έχει το λεγόμενο “Disney Vault”, την πρακτική δηλαδή να βγάζει εκτός κυκλοφορίας σε μικρό χρονικό διάστημα πολλές από τις ταινίες της μέχρι την επίσημη επανακυκλοφορία τους – συμπεριλαμβανομένων και πολλών με αναχρονιστικά ρατσιστικά στερεότυπα. Με την νέα της streaming υπηρεσία πολλές από αυτές επανήλθαν στην κυκλοφορία με κομμένες τις ρατσιστικές αναπαραστάσεις, ενώ ταινίες όπως το “Song of the South” (που το ψαλίδι του μοντέρ είναι αδύνατον να τις σώσει) μένουν μόνιμα εκτός διαθεσιμότητας.
Δεν έχουμε να κάνουμε με ζητήματα “πολιτικής ορθότητας” δηλαδή – που για μένα όταν τίθενται μέσα από τις κοινωνικές διεργασίες είναι υγιή. Η HBO αντιδρά έξυπνα και δεν αποφεύγει αυτή τη συζήτηση, η περίπτωση της Disney όμως αποδεικνύει πως αυτές οι πρακτικές είναι το ξέπλυμα και ο αναθεωρητισμός των μονοπωλιακών ομίλων του πολιτισμού.
Πιάνω το συλλογισμό, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω δει τη συγκεκριμένη ταινία για να έχω άποψη αλλά η άποψη μου είναι η εξής: προφανώς στο σήμερα μπορούμε να κρίνουμε πολύ σκληρά ταινίες (και όχι μόνο) από το παρελθόν, καθώς όταν δημιουργήθηκαν, δεν ήταν ξεκάθαρα πολλά από αυτά που έδειχναν, στερεότυπα. Μπορεί στο σήμερα ξαφνικά, ήρωες του παρελθόντος να υποτιμηθουν και να κατακριθούν για τις πράξεις τους. Δε γίνεται να εθελοτυφλουμε, καλό είναι να παραδεχομαστε και να ψάχνουμε που υπάρχει ο ρατσισμός στο παρελθόν ακόμα κι όταν είναι ακούσιος. Προφανώς ένα άτομο πρέπει να κριθεί και στα πλαίσια της εποχής του, αλλά δεν θα σπιλωσουμε τη φήμη του αν βρούμε και σφάλματα στη ζωή του.
Να τη δεις. Είναι καλή ταινία. Υπάρχει για “κατέβασμα” στο YTS.mx, μαζί με ελληνικούς υπότιτλους.
Και μια και τέθηκε το θέμα για τη δουλεία στον Αμερικάνικο Νότο, ας μην έχουμε αυταπάτες. Οι απελευθερωμένοι μαύροι σκλάβοι του Νότου, έγιναν μισθωτοί σκλάβοι στον βιομηχανικό Βορρά με συνθήκες επιβίωσης ίδιες και χειρότερες, πολλές φορές, από την καθαρή δουλεία του Νότου. Το ότι οι Βόρειοι έκαναν τον εμφύλιο για την απελευθέρωση των σκλάβων, μόνο παραμύθι για αμερικανάκια είναι πλέον. Ο αμερικάνικος εμφύλιος, ήταν μια φάση τεράστιας “πρωταρχικής συσσώρευσης” του κεφαλαίου στις ΗΠΑ και μάλιστα με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σε πρωτοφανή κλίμακα, συσσώρευσης του “μεταβλητού τμήματος”, που ήταν η εργατική δύναμη των μαύρων που μετατράπηκε σε. (Το “σταθερό τμήμα” ήταν η παραγωγή βαμβακιού για τα κλωστοϋφαντουργεία του Βορρά)
Απ ότι φαίνεται πάντως, η Αμερική, ακόμα δεν έχει κατορθώσει να διαχειριστεί το “προπατορικό αμάρτημα” του δικού της καπιταλισμού και μάλλον αυτό δεν θα γίνει ποτέ.