Γεώργιος Καραϊσκάκης: Ένας σεξιστής του 1821 ή οι μεθοδολογικές αστοχίες του ιστορικού κοσμοπολιτισμού
Θα προτείναμε στην επιτροπή του 1821 να ασχοληθεί με κάποιο πιο σοβαρό θέμα από ό,τι ο “σεξισμός του Καραϊσκάκη”. Όταν προσεγγίζουμε τα ιστορικά πρόσωπα, πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα να μην ερμηνεύουμε το ρόλο τους και τις απόψεις τους ξεκομμένα από το ιστορικό τους πλαίσιο, με το αξιακό πλαίσιο της δικής μας εποχής.
Ο Κάρολος Μαρξ φρόντισε να τονίσει στο έργο του, ότι καθώς προσεγγίζουμε τα ιστορικά πρόσωπα στη μελέτη ιστορικών γεγονότων, θα πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα να μην ερμηνεύουμε το ρόλο τους και τις απόψεις τους ξεκομμένα από το πλαίσιο της εποχής, ιδίως χρησιμοποιώντας το αξιακό πλαίσιο της δικής μας εποχής. H χρήση βέβαια του μαρξισμού για την κατάρριψη της παρακάτω θέσης, που η Επιτροπή για το 1821, ανάρτησε στον ιστότοπό της (και μετέπειτα έσπευσε να κατεβάσει) είναι μάλλον υπερβολική.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, σε paper που αναρτήθηκε στον ιστότοπο της εν λόγω επιτροπής, πρόεδρος της οποίας είναι η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου, γνωστός μεταμοντέρνος ιστορικός χαρακτηρίζει τον αγωνιστή του 1821, Γεώργιο Καραϊσκάκη, ως σεξιστή, βασισμένος στο υβρεολόγιο που συχνά χαρακτήριζε το λόγο του και σε εκφράσεις όπως η γνωστή: «Λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου και μου είπε να μη σε προσκυνήσω».
Είναι προφανές βέβαια ότι ο χαρακτηρισμός «σεξιστής» προς τον Γεώργιο Καραϊσκάκη θα έβρισκε υποστηρικτές ενδεχομένως μόνο στους κόλπους ορισμένων ασόβαρων φεμινιστικών ομάδων, που μέσα στην απόλυτη άγνοια που τις διακατέχει σπεύδουν να χαρακτηρίζουν ευρύτερα το αρσενικό φύλο ως «σεξιστές» και «πατριάρχες», με βασικό επιχείρημα το Ψ χρωμόσωμα.
Ωστόσο, έχει μια αξία η κατάρριψη της θέσης αυτής, κυρίως λόγω του ότι εμφανίστηκε σε επίσημο χώρο της Επιτροπής για το ’21 και αποτελεί μάλλον ένδειξη της «σοβαρότητας» των εργασιών που κυοφορούνται στο εσωτερικό της.
Κατά πρώτον, η συγκεκριμένη θέση φαίνεται πως αγνοεί κατάφωρα τη διαλεκτική σχέση κοινωνίας και γλώσσας που αναπτύσσεται πάγια και σταθερά και αποτυπώνει το πώς η κυρίαρχη κουλτούρα της εκμεταλλευτικής τάξης, προφανώς μέσω των σχέσεων παραγωγής, επιδρά και διαμορφώνει το γλωσσικό κώδικα και των λαϊκών στρωμάτων. Με άλλα λόγια, στον αγροτικό κόσμο της εποχής, που η φτώχια και η εξαθλίωση αποτελούσαν μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση, τα λαϊκά στρώματα εκφράζονταν ακριβώς όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και όχι μόνο αμιγώς γλωσσικά. Αντιθέτως, τέτοιες χιουμοριστικές-καυστικές εκφράσεις εντοπίζονται σε πολλά λαϊκά, παραδοσιακά τραγούδια της εποχής και ασφαλώς όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο. Παράλληλα, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία εκείνης της εποχής, σαφώς και αναντίρρητα υπήρξε κατώτερη του άνδρα, καθώς και η σταδιακή αλλά όχι προφανώς απόλυτη χειραφέτησή της αποτελεί ιστορικό προϊόν άλλων μεταγενέστερων εποχών που συνδέονται με την επικράτηση της αστικής τάξης και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής.
Ασφαλώς βέβαια τα παραπάνω είναι αυτονόητα.
Όμως και στο επίπεδο του «μικρόκοσμου» της εποχής και ειδικά σε ό,τι αφορά το Γεώργιο Καραϊσκάκη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο οπλαρχηγός αυτός αρνούνταν πεισματικά να έχει «γραμματικό», δηλαδή έναν εγγράμματο σύμβουλο-γραμματέα, ο οποίος φρόντιζε τον τύπο των επιστολών του οπλαρχηγού προς τρίτους και «λογόκρινε» προφανώς τέτοιες εκφράσεις. Ας μην είναι λοιπόν και τόσο σίγουροι οι επίδοξοι στηλιτευτές του Γεώργιου Καραϊσκάκη, ότι και ο Φωτάκος, ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη, αλλά και οι γραμματικοί πολλών, αν όχι όλων των λαϊκών οπλαρχηγών δεν «λογόκριναν» παρόμοιες εκφράσεις, ελάχιστες από τις οποίες έφθασαν ως εμάς σήμερα, ακριβώς όπως ειπώθηκαν τότε. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Κολοκοτρώνης, για παράδειγμα, δεν είναι «σεξιστής» ή βωμολόχος, είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του γραμματικού του και όχι προφανώς πρόθεση του ιδίου.
Κλείνοντας, και στο επίπεδο της ίδιας της προσωπικότητας του Γεώργιου Καραϊσκάκη, καλό θα ήταν πριν προχωρήσουμε σε απολύτως άστοχους χαρακτηρισμούς να εξετάσουμε και άλλα πράγματα που έχει πει προτού εξάγουμε το γελοίο συμπέρασμα περί σεξισμού. Για παράδειγμα, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης υπήρξε ως γνωστόν, ο γιος της καλόγριας. Προφανώς η μητέρα του δεν ερωτεύτηκε τον αρματολό Ίσκο, όντας καλόγρια, αλλά έγινε καλόγρια, ως μοναδική λύση επιβίωσης μιας εγκύου εκείνης της εποχής, εκτός γάμου. Σε άλλη περίπτωση, ο Καραϊσκάκης έχει αναφέρει για τη μητέρα του: «Εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψωλές, ώσπου να με γεννήσει».
Όμως μήπως η παραπάνω έκφραση δεν δείχνει την απόλυτη απαξίωση της έννοιας του γάμου για το ποιόν της προσωπικότητας του παιδιού που γεννιέται στο πλαίσιό του; Με άλλα λόγια, μήπως στην πραγματικότητα ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αδιαφορεί για το γεγονός ότι η μητέρα του τον γέννησε εκτός γάμου; Μήπως αδιαφορεί για την επίπλαστη ηθική του γάμου που χαρακτηρίζει και τη γυναίκα; Μήπως, ο αριθμός των αρσενικών ερωτικών συντρόφων της μητέρας του δεν του λέει απολύτως τίποτε, σε αντίθεση με την ηθική της εποχής;
Εύκολα και εξίσου άστοχα θα μπορούσε λοιπόν κανείς να χαρακτηρίσει το Γεώργιο Καραϊσκάκη και ως «αντισεξιστή επαναστάτη» και μάλιστα με μεγαλύτερο βαθμό εγκυρότητας, καθώς η έκφραση «πούτζος» δεν αποτελεί αξιολογική κρίση απέναντι στο γυναικείο φύλο.
Θα προτείναμε λοιπόν στους ιστορικούς και ερευνητές της επιτροπής να ασχοληθούν με κάποιο άλλο, μεγαλύτερης σημασίας και ενδιαφέροντος θέμα από ό,τι ο «σεξισμός» του Καραϊσκάκη, όπως το ταξικό υπόβαθρο της Επανάστασης του 1821, την ταξική σύνθεση των αγωνιζόμενων λαϊκών στρωμάτων και κυρίως, τη διαλεκτική και τη διαπάλη των εμφυλίων πολέμων που ακολούθησαν της επανάστασης και που ακόμα αποφεύγουμε να τους διδάξουμε στα σχολεία στην πληρότητά τους, προς χάριν του εθνικού αφηγήματος περί «ενωμένων Ελλήνων που μεγαλούργησαν»…