Ο Άρης νεκρός
Συγκλονισμένος από τον θάνατο του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, ο Γιώργος Κοτζιούλας θα γράψει το διήμερο 26-27 του Ιούνη 1945, το μακροσκελές ποίημα «Ο Άρης νεκρός». Ο Τζουμερκιώτης ποιητής και συγγραφέας, βγαίνοντας στο βουνό θα βρεθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη.
Ιούνης 1945. Στο χωριό Μεσούντα της Άρτας, ο Άρης Βελουχιώτης και μια χούφτα καταδιωκόμενοι ανυπόταχτοι ΕΛΑΣίτες που αρνήθηκαν να παραδώσουν τα τιμημένα όπλα τους στο αγγλόδουλο κράτος των δοσίλογων και των υποταχτικών των ναζί καταχτητών, βρίσκονται περικυκλωμένοι από δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού και εθνικόφρονα αποβράσματα της περιοχής.
Στις 16 του Ιούνη, στο αφιλόξενο φαράγγι του Φάγγου, κοντά στα κρύα ορμητικά νερά του Άσπρου (Αχελώος), οι βουνοκορφές των Τζουμέρκων ανοίγουν τη δροσερή αγκαλιά τους για να κλείσουν εκεί για πάντα το άψυχο σώμα του πρωταντάρτη Άρη, που με το ατομικό του περίστροφο επιλέγει το πέταγμα στην αθανασία από τον ατιμωτικό συμβιβασμό της «Βάρκιζας».
Συγκλονισμένος από τον χαμό του Άρη, ο Γιώργος Κοτζιούλας θα γράψει το διήμερο 26-27 του Ιούνη 1945, το μακροσκελές ποίημα «Ο Άρης νεκρός». Ο Τζουμερκιώτης πολυγραφότατος ποιητής και συγγραφέας συμμετείχε στην Αντίσταση στην Ήπειρο από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Βγαίνοντας στο βουνό θα βρεθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη.
Ο Κοτζιούλας εκτός από τα πολλά ποιήματα που έγραψε για την Αντίσταση, τον Άρη και ΕΛΑΣίτες καπετάνιους και αντάρτες, κρατούσε σημειώσεις με τις αναμνήσεις του, που λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Θεμέλιο, με την επιμέλεια και σχόλια του Κώστα Κουλουφάκου. και κυκλοφορεί στις μέρες μας, συμπληρωμένο με επιπλέον στοιχεία, με τον τίτλο «Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνήσεις και μαρτυρίες» (εκδ. Δρόμων, 2015).
Στα ποιήματα αλλά και στο βιβλίο του, ο Γιώργος Κοτζιούλας εκφράζεται με θαυμασμό και αγάπη για τον Άρη. Το ποίημα «Ο Άρης νεκρός» περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ο Άρης» (1946) και βρίσκεται στα Άπαντα του Γιώργου Κοτζιούλα που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Δίφρος.
Ο ΑΡΗΣ ΝΕΚΡΟΣ
Σαν το μονόλυκο έμεινες πού όλοι τον κυνηγάνε
κι εκείνος μες στο λόγγο πάει, αχ, Άρη καπετάνε!
Ζαγάρια και λαγωνικά κι αγρίμια νυχτοπλάνα
με κυνηγούς κρυφόγνωμους σε πήρανε παγάνα
κι ούτε έχεις τόπο να σταθείς, ράχη αμπηδάς σε ράχη
κι όλο στενεύεσαι, γιατί δεν είν’ αυτοί μονάχοι.
Με τα λυσσάρικα σκυλιά βγήκαν ακόμα κι άλλοι,
κλέφτες που εσύ τους χάρισες, αφέντη, το κεφάλι,
τώρα όμως τρέχουν, αλυχτάν ζουλάπια, λέω, κι ανθρώποι
του φοβερού πολέμαρχου να βρουν το κατατόπι.
Μην πεις ποτέ πως δείλιασε, κοπήκαν τα ήπατά του
καθώς απείκασε βαρύ τον ίσκιο του θανάτου,
μα όσο του κλείνεται η ποριά να κόψει, να ξεφύγει,
τέλος αιώνιο μελετάει με τη ζωή τη λίγη.
Μαζί με τους συντρόφους του, μ’ όσους ακόμα βρίζει,
πιάνουν ταμπούρι, στέκονται γερά στο μετερίζι
και μαθημένοι από φωτιά, ξεθάρρευτοι από βόλι,
να πέσουν ως τον ένα τους αποφασίζουν όλοι.
Ρίχνουν αράδα και χτυπάν απ’ τ’ άσωτο φουσάτο
βαρώντας όλο στο ψαχνό κλαρίτης κορωνάτο,
μα είναι κι ή φάρα των ξανθών οπόχουν πεισματώσει
και τη ντροπή τους οι άπιστοι δεν λησμονάν την τόση.
Μην απαντέχεις, αλεπού, μην καρτερείς, κανάγια,
πού διαβολάσκερο όλοι σας ήρθατε δω στα πλάγια,
τον αρχηγό μας ζωντανό να πιάστε νύχτα ή μέρα,
γιατί άτυχος πολεμιστής φυλάει στερνή μια σφαίρα.
Κι άμα θα σ’ εύρουν άψυχον, ας μη νεκροφιλήσουν
αντίμαχον, που φλάμπουρο της ρωμιοσύνης ήσουν,
παρά ας ριχτούν απάνω σου σαν όρνια σέ λεσίμι,
για να φανούν χειρότεροι σ’ εμάς κι απ’ το Μπραΐμη! (*)Ποια μοίρα, τι ποδαρικό, κατάρα σου ή και χάρη,
σ’ έφερε, αϊτέ της Ρούμελης, ω πολυπαίνευτε Άρη,
δώθε ξανά στου τόπου μας τα γνώριμα λημέρια
που είχες παλιόν λογαριασμό, των οπλών ξεσυνέρια
με γιούδα, με παράνομον προδότη πληρωμένο,
δικό μας χρήμα που φιλεί και προσκυνάει το ξένο!
Γύρω απ’ τον Άσπρο αντιλαλούν ακόμα τα ρουμάνια,
κάθε ραχούλα μολογάει την πρώτη μας περφάνεια,
τότε που αντάρτες νηστικοί με χιόνια ως το ζουνάρι
χειμώνα ανίκησαν κι οχτρό πόδι φευγιού να πάρει,
κι εκεί που κάλπης στρατηγός ξόφλησε—ανάθεμά τον—
πάει κι άφησε τα κόκκαλα τώρα γενιά αθανάτων.
Τι να σε ειπώ, πατρίδα μου, φόνισσα ή τίποτ’ άλλο;
Προσκύνημα όποτε γενείς, θά ’σαι το πιο μεγάλο.
Κοντά στα τόσα μνήματα π’ ούτε σταυρός τα δείχνει,
που θα τα κρύβει ολότελα χιόνι ψιλό όταν ρίχνει,
κάμε και λίγον τόπο εκεί για να δεχτείς το γίγα,
σάμπως τ’ αστάλωτα κορμιά των άλλων ήταν λίγα.
Κοπέλες του Ραντοβιζιού και Τζουμερκιωπούλες
ας έρχουνται—όσες κατοικούν καλύβες, όχι κούλιες—
για να στολίζουν οι έμορφες με βάγια και με ρείκι
τον άζευγάρωτο γαμπρό, του αγώνα τον ασίκη.
Κι όσοι βοσκοί διπρόσωποι θα βόσκουν τα κοπάδια,
βρύση άμα ιδούνε τ’ αγαθά μες στα κονάκια τ’ άδεια
και το σταυρό τους κάνοντας για τέτοιο μπερεκέτι,
σκυφτοί θα κλαίν μερονυχτίς στον τάφο του ευεργέτη.
Λαός πολύπαθος θα λέει με μάτια βουρκωμένα
πως όχι, δε θυμήθηκαν όμοιον μ’ αυτόν κανένα
κι ούτ’ άλλη μάνα στο ντουνιά ποτέ θα προστηλάσει
τέτοιον αντρείο, που δεύτερον δε ματαβγάζει η πλάση.Μα ακόμα, ακόμα ας μην ξεχνάει κανένας, μπολσεβίκοι,
σε τι σκολειό αναθράφηκε για το καπετανλίκι.
Τον είχαν φίλο οι ταπεινοί κι η φτώχια παραστάτη,
μα ήταν καρφί ο αλύγιστος στων αλλουνών το μάτι,
στου αδικητή που βλέποντας σκλάβον μ’ ορθό κεφάλι
τον ίδιο του έβλεπε χαμό κι ευθύς του ’ρχόταν ζάλη.
Τώρα που βρήκαν αρχηγούς κι είχαν στοιχειώσει ετούτοι,
των αφεντάδων ποιος θεός θα φύλαγε τα πλούτη;
Πάει πια, μπερδεύτηκε η σειρά, χάλασε—λεν—η τάξη,
και πρώτος φταίχτης είν’ εκειός οπού ’χε πρωταρπάξει
το καριοφίλι δίνοντας αέρα στους ραγιάδες
ώσπου οι φρουροί της λευτεριάς εγίνηκαν χιλιάδες.
Χέρι όμως δεν εσήκωσαν απάνω σου, άγγιχτε, όταν
μ’ ένα σου γνέψιμο στρατός ολάκερος πετιόταν
να χύσει το αίμα του έτοιμος για σένα, για το δίκιο,
παρά ξερμάτωτους αφού με τρόπο τόσο αντρίκιο
μας έστειλαν στα σπίτια μας και πήραμε τα πλάγια
χωρίς να ιδούμε ακόμα, λέω, κι εμείς ανάσταση άγια.
Σκόρπιοι, κρυμμένοι, αγνώριστοι (γιατί με το λεπίδι
μας κυνηγούν οι τακτικοί, κοντά τους κι οι μπαντίδοι),
με μια κλωστή κρεμάμενοι στην άκρη της αβύσσου,
γρικάμε σαν απίστευτο μαντάτο τη θανή σου.
Μας φαρμακώνεται η καρδιά, κλαίει ο άντρας σαν παιδάκι
για σένα που ήσουνα κορφή δική μας και μπαϊράκι,
που στ’ όνομά σου ορκίζονταν αμέτρητοι αντρειωμένοι
κι έμοιαζες απαράλλαχτος τον ήλιο που ανεβαίνει.
Γιατί, καλέ, να ξεκοπείς πρωτάρης σάμπως να ’σουν,
γιατί, ακριβέ, τους άφησες να σε ξεμοναχιάσουν;
Τα μάτια σου δεν έπαιρνες να πας αλλού, να γείρεις
εκεί που ανάσαν’ ο λαός κι ορίζει νοικοκύρης;
Ήρθαν κακοί μουσαφιραίοι και ξένοι αλιμαστήδες,
που εσύ καλά τους ήξερες κι από σιμά τους είδες,
και βλέποντας στα χέρια τους αντίς για δώρα αλύσια,
πρώτος πετάχτηκες ξανά κι είπες μ’ οργή περίσσια:
«Πού είστε, σύντροφοι: Στ’ άρματα, τυραννομάχα νιότη!
Να π’ ότι γίνηκαν καπνός καταραμένοι οι πρώτοι,
κόπιασαν άλλοι πιο βαρύ κρατώντας καμουτσίκι
να μάς ξελευτερώσουνε με τη δικιά μας νίκη,
που άμα το πιάσουν και στρωθούν ακούστε πια κι ιδέτε.
Φίλος επίβουλος, οχτρός χειρότερος λογιέται.
Παιδιά, θα τον αφήσουμε στη μέση τέτοιο αγώνα;
Χτυπάτε Φράγκων και Ρωμιών τη μισητή κορώνα!
Δυνάστη εγώ δεν προσκυνάω, χάρος ας μ’ εύρει κάλλια!
Μην απαντέχεις λευτεριά με ξόρκια ή παρακάλια·
με το σπαθί σου πάλαιψε, γίνου άξιος να την πάρεις!».
Τέτοια, προφήτης χτεσινός, στερνολαλούσε ο Άρης
σαν ίσκιος απονύχτερος περνώντας απ’ τις ρούγες
κι αϊτός για τα μεσούρανα σύνταζε τις φτερούγες.
Μα εκεί που τον εβλέπαμε σαν το δεντρό να στέκει,
τον λαμπαδιάζει ολόσωμων, ορθόν τ’ αστροπελέκι
κι απ’ τ’ ακατάλυτο κορμί δεν έμεινε ούτε τρίμμα,
να ’ναι αδειανό από λείψανο τού απέθαντου το μνήμα.Ωχ, Άρη, δεν το λόγιαζα, πιστός σου εγώ, θυμήσου,
να γίνω τόσο γλήγορα και μοιρολογητής σου.
Μα όχι, δεν πρέπουν κλάματα σ’ εσέ, δεν πρέπουν θρήνοι,
παρά για μέθυσμα κρασί να πιω με το λαγήνι
κι αλαλιασμένος, με το νου φευγάτο, δίχως γνώμη,
για τ’ όνομά σου δεύτερα και για το παρανόμι,
προς τα ηπειρώτικα βουνά κοιτώντας τάχα πέρα,
κουμπούρα μια και δυο βολές ν’ αδειάσω στον αέρα
και ματαπάλι, να βροντάει άπαυτα μέσαθέ μου
σα διπλοκάμπανο ή καθώς τρουμπέτα του πολέμου,
για να δοκιέμαι, τρέμοντας ως μες στο φυλλοκάρδι,
το χρέος οπόχουν το σκληρό στα χρόνια μας οι βάρδοι.26-27.6.45
* Εδώ θυμάται κανείς, θέλοντας και μη, το ανώτερο φέρσιμο του φανατισμένου Αγαρηνού, πριν από εκατόν τόσα χρόνια, όταν αντίκρυσε σκοτωμένον στο πεδίο της μάχης τον ηρωικό μας Παπαφλέσσα.