Ο «Άτταλος ο Τρίτος» του Κώστα Βάρναλη. Η μοναδική, αλλά σημαντική συμβολή του στη Δραματουργία μας
Ο Κ. Βάρναλης, “αν και ασχολήθηκε και διέπρεψε ως μελετητής, μεταφραστής και κριτικός, ιδιαίτερα του αρχαίου ελληνικού δραματολογίου, παρατηρούμε ότι δεν ασχολήθηκε πιο επισταμένα με τη δραματουργική παραγωγή, παρ’ όλο που διέθετε και την τέχνη και την τεχνική του δράματος” – Κείμενο του διακεκριμένου παιδαγωγού και συγγραφέα Θανάση Ν. Καραγιάννη
Με αφορμή το δημοσίευμα του συνεργάτη μας Μάνου Δούκα Η προλεταριακή επανάσταση του Αριστόνικου και η κοινοκτημοσύνη της “Πολιτείας του Ήλιου”, λάβαμε με χαρά για δημοσίευση ένα σχετικό κείμενο του διακεκριμένου παιδαγωγού και συγγραφέα Θανάση Καραγιάννη, με τίτλο «Ο «Άτταλος ο Τρίτος» του Κώστα Βάρναλη. Η μοναδική, αλλά σημαντική συμβολή του στη Δραματουργία μας», που αποτελεί εισήγησή του στο επιστημονικό συνέδριο «Κώστας Βάρναλης. Φως που πάντα καίει» που είχε οργανώσει η ΚΕ του ΚΚΕ (16 και 17 Απρίλη 2011) και περιέχεται στα Πρακτικά του Συνεδρίου (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Με μεγάλη ευχαρίστηση το δημοσιεύουμε.
Ο «Άτταλος ο Τρίτος» του Κώστα Βάρναλη
Η μοναδική, αλλά σημαντική συμβολή του στη Δραματουργία μας1
«Ανάσα πουθενά για τους λαούς,
που προσκυνάνε αφέντες και θεούς.»
Απ’ το ποίημα «Ελεύθερος Κόσμος» (1969)
περ. «Νέα Εποχή», αριθ. τεύχ. 95-96,
Λευκωσία Ιούν.-Σεπτ. 1972
Εισαγωγικά Ο Κώστας Βάρναλης δεν «πολιτογραφήθηκε» ποτέ ως θεατρικός συγγραφέας. Η δραματουργική του κατάθεση ήταν ποσοτικά πενιχρή. Ωστόσο αξιολογήθηκε ποιοτικά ως σημαντική, από την Κριτική του Βιβλίου και του Θεάτρου2, χωρίς βέβαια να υπάρχουν και ορισμένες αρνητικές κρίσεις3. Αν και ασχολήθηκε και διέπρεψε ως μελετητής, μεταφραστής και κριτικός, ιδιαίτερα του αρχαίου ελληνικού δραματολογίου, παρατηρούμε ότι δεν ασχολήθηκε πιο επισταμένα με τη δραματουργική παραγωγή, παρ’ όλο που διέθετε και την τέχνη και την τεχνική του δράματος.
Έγραψε μόνο ένα θεατρικό έργο: «Άτταλος ο Τρίτος»4, το οποίο ευτύχησε ν’ αναπαρασταθεί σκηνικά από διαφόρους θιάσους5. Τα άλλα δύο έργα του, που ανέβηκαν στη σκηνή, ως θεατρικός διάλογος (σε στίχο και πρόζα) το ένα, «Το φως που καίει»6, και ως θεατρικός μονόλογος το άλλο, «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη»7, νομίζω ότι δε διαθέτουν όλα τα ειδολογικά χαρακτηριστικά και τις προδιαγραφές ενός γνήσιου θεατρικού έργου. Είναι, ασφαλώς, πολύ σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα με περιορισμένα, όμως, θεατρικά στοιχεία8. «Το φως που καίει» έχει κάποια θεατρικότητα στα διαλογικά του μέρη. Και τα δύο έχουν δραματική ένταση, θεματολογικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον, εμπνευσμένα και γραμμένα στη βάση του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Είναι εμφανής δε, και σ’ αυτά τα έργα του, η ποιότητα, που διέθετε ο Βάρναλης στο επίπεδο της γλώσσας και της αισθητικής. Όμως, μάλλον πρόκειται περισσότερο για ποιητικά έργα, με άξονα τον κοινωνικό προβληματισμό και τον ταξικό προσανατολισμό της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων του λαού μας, αφού ο Βάρναλης είχε το ταλέντο, την αισθητική δύναμη και την επιστημονική γνώση να ποιεί (να δημιουργεί). Επειδή, όμως, ο καλλιτέχνης, ενίοτε, έχει την ικανότητα να καταργεί τα συμβατικά λογοτεχνικά είδη και να εμπλέκει ποίηση, πρόζα και θέατρο, ασφαλώς τα έργα αυτά μπορούν ν’ ανεβούν στη θεατρική σκηνή. Και γι’ αυτό και ανέβηκαν και ακόμη ανεβαίνουν, παρά τις όποιες μορφολογικές τους αδυναμίες, αφού για τον ποιητή, πεζογράφο ή δραματουργό Βάρναλη πρωταρχική σημασία, είχε ο λαϊκός αγώνας και η στρατευμένη τέχνη του για την ελευθερία και το σοσιαλισμό, χωρίς ωστόσο να παραβλέπει την αισθητική, ως αξία, στα έργα του.
Στην παρούσα εισήγησή μου, λοιπόν, θ’ αναφερθώ μόνο στο καθεαυτό θεατρικό έργο του «Άτταλος ο Τρίτος»9, το οποίο εμπνεύστηκε από το βιβλίο του συντρόφου του Παναγή Λεκατσά «Η Πολιτεία του Ήλιου. Η κοινοχτημονική επανάσταση των δούλων και προλετάριων της Μικρασίας 133-128»10. Τον «Άτταλο τον Τρίτο» ο Βάρναλης έγραφε σταδιακά από το 1946 και για μια εικοσαετία, περίπου11, δεδομένου ότι εκδόθηκε το 1972.
Ανά τετραετία το βιβλίο έκανε άλλες δυο εκδόσεις (1976, 1980) και στη συνέχεια χάθηκε από τα βιβλιοπωλεία.
Το ιστορικό/γραμματολογικό υπόβαθρο
Στα 323 πριν από τη χρονολογία 0 (π.χ.) πέθανε ο Μ. Αλέξανδρος. Το απέραντο κράτος, κατά την Ελληνιστική Περίοδο (323-146 π.χ.) διαιρέθηκε στα λεγόμενα «υποταγμένα βασίλεια-επαρχίες» (= Σατραπείες)12. Ο Περδίκας, ο Σέλευκος και ο Κάσσανδρος επιχείρησαν τη διανομή των επαρχιών στους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου. Πολλές μεταβολές και ανακατατάξεις σε σύνορα και δημιουργία νέων δυναστειών επήλθαν μετά από εμφυλιοπολεμικές αιματηρές συγκρούσεις13. Έτσι, μεταξύ άλλων, γεννιέται η Δυναστεία των Ατταλιδών και το Βασίλειο της Περγάμου, το οποίο καταλάμβανε ολόκληρη τη Μ. Ασία.14 Ιδρυτής της Δυναστείας ήταν ο Φιλέταιρος ο Ευεργέτης (343-263 π.χ.). Ακολούθησαν οι παρακάτω βασιλείς: Ευμένης ο Α΄ (263-241 π.χ.), Άτταλος Α΄ ο Σωτήρ (241-197 π.χ.), Ευμένης Β΄ ο Σωτήρ (197-158 π.χ.), Άτταλος Β΄ ο Φιλάδελφος (158-138 π.χ.), Άτταλος Γ΄ ο Φιλομήτωρ (138-133 π.χ.) και για ένα μικρό διάστημα αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς ο επαναστάτης Αριστόνικος ή Ευμένης ο Γ΄. Το Βασίλειο της Περγάμου άκμασε στο τέλος του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα. Η παρακμή και η κατάρρευσή του ήρθε στη βασιλεία του Άτταλου του Γ΄.15
Ποιος ήταν, όμως, ο Άτταλος Γ΄ ο Φιλομήτωρ16 και ποιος ο Αριστόνικος; 17
Ο Άτταλος ο Γ΄ ήταν γιος του Ευμένη του Β΄ και της Στρατονίκης και ανηψιός του Άτταλου του Β΄, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο για μια πενταετία. Οι ιστορικές πηγές, που διασώθηκαν, αναφέρουν ότι ήταν βίαιος και εκκεντρικός. Έτρεφε δε υπερβολική αγάπη στη μητέρα του, γι’ αυτό ονομάστηκε «Φιλομήτωρ». Ασχολήθηκε με τη Βοτανολογία (με ιδιαίτερη κλίση στα δηλητηριώδη βότανα), τη Φαρμακολογία,18 τη Ζωολογία, τη Γεωργία και την Κηπουρική. Επίσης, ήταν γλύπτης, δεινός τεχνίτης του μπρούτζου και του κεριού. Οι φοβίες και οι ανασφάλειές του τον οδήγησαν να δηλητηριάσει πολλούς συγγενείς και αυλικούς του.
Επειδή έμεινε άτεκνος, με τη διαθήκη του, την οποία ενέκρινε η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, κληροδότησε το βασίλειο της Περγάμου στη Ρωμαϊκή «Δημοκρατία». Αιτία της κληροδότησης, όμως, στάθηκε, ιδιαίτερα, η δυσαρέσκεια των κατοίκων του βασιλείου της Περγάμου από τη δυναστική και απολυταρχική του διακυβέρνηση, αλλά και από τη φτώχεια και δυστυχία που επικρατούσε στα λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, με αποτέλεσμα άτακτες αντάρτικες ομάδες να βγουν στα βουνά, ομάδες κυρίως από ακτήμονες και δούλους, που ασφαλώς κλόνισαν την ασφάλεια των πλουτοκρατών και τσιφλικάδων του βασιλείου, οι οποίοι τον πίεζαν για ένα τέτοιου είδους διάβημα.19
Η διαθήκη όμως του Άτταλου και η κληροδότηση του βασιλείου αποτέλεσε την αφορμή για την κήρυξη γενικής λαϊκής επανάστασης, κύρια των δούλων και ακτημόνων του βασιλείου της Περγάμου, με ηγέτη τον ετεροθαλή αδερφό του, Αριστόνικο.
Ο Αριστόνικος ήταν νόθος γιος του Ευμένη Β΄ και της όμορφης δούλας Φιλομήλας. Όταν γνωστοποιήθηκε η διαθήκη του αδερφού του, μετά το θάνατό του, αφού την κατήγγειλε στο λαό ως πλαστή, αποφάσισε να ηγηθεί Επανάστασης20 και κάλεσε όλους τους δούλους, τους δουλοπάροικους, τους αχτήμονες, τους ελεύθερους και άλλους κατατρεγμένους, σε κοινό αγώνα με όραμα να ιδρύσουν την «Πολιτεία του Ήλιου»21 και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Περγάμου, με νέο όνομα: Ευμένης ο Γ΄.22 «Όταν ακούστηκε το κήρυγμά του», γράφει ο Γιάννης Κορδάτος23 «οι γαιοχτήμονες, οι τοκογλύφοι και οι αυλικοί στην Πέργαμο και στα περίχωρα πανικοβλήθηκαν.»
Το όραμά του στηρίζονταν στις προφορικές και γραπτές ιστορήσεις και μύθους παλιότερων εποχών, οι οποίες είχαν αντίκτυπο και υποστηρικτές στην εποχή του. Η αφήγηση του Ιάμβουλου τον επηρέασε βαθιά και τον ενέπνευσε για τη δημιουργία της δικής τους Ηλιούπολης24. Η πρώτη προλεταριακή επανάσταση στον κόσμο, της οποίας ηγήθηκε, είχε αρχικά επιτυχίες, κράτησε πέντε χρόνια (133-128 π.χ.)25, αλλά τελικά ο Αριστόνικος και οι επαναστάτες νικήθηκαν από τους λεγεωνάριους του Ρωμαίου Ύπατου Μάρκου Περπέρνα, ο ίδιος συνελήφθηκε και στάλθηκε στις φυλακές της Ρώμης, όπου δολοφονήθηκε δια στραγγαλισμού. Οι επαναστάτες εμπνεύστηκαν, επίσης, από πρότερες επαναστάσεις δούλων στη Συρία και σύγχρονες επαναστάσεις δούλων στη Σικελία, αλλά και από άλλα επαναστατικά κινήματα.26
Γνωρίζουμε ότι η «Πολιτεία του Ήλιου», όπως αφηγείται παραστατικά ο Ιάμβουλος, και μετά την άφιξή του εκεί, είχε τα χαρακτηριστικά μιας αταξικής κοινωνίας, στην οποία κυριαρχούσε η κοινοκτημοσύνη,27 η ελευθερία (χωρίς την ύπαρξη δούλων), η δικαιοσύνη και οι άγραφοι κοινωνικοί νόμοι που ήταν βαθιά χαραγμένοι στη συνείδησή τους. Η εξουσία ήταν συνυφασμένη και απόρροια της υπάρχουσας κοινωνικής οργάνωσης, όπως και η διαδοχική ανάληψη κοινωνικών υποχρεώσεων σε επίπεδο δημόσιων υπηρεσιών όλων των πολιτών, η ανυπαρξία: στρατού και εξοπλισμών, φιλοχρηματίας, φιλαρχίας, εγκληματικότητας, οικογενειακών θεσμών (κοινές γυναίκες, κοινές μητέρες, κοινά παιδιά, κοινοί πατέρες, κοινά αδέρφια). Όσοι ήταν απείθαρχοι και ταραξίες εξορίζονταν δια παντός κ.λπ.28
Δραματουργική ανάλυση
Το έργο είναι τετράπρακτο, αν και ο δραματουργός ονοματίζει τις πράξεις ως μέρη. Από τους 30 και πλέον θεατρικούς ρόλους του έργου, μόνο δύο ανήκουν σε ιστορικά πρόσωπα: Άτταλος Γ΄ και Ύπατος Περπέρνας, που βρίσκονται επί σκηνής. Αναφορές, όμως, γίνονται κατά τη δραματική εξέλιξη, σε άλλα τέσσερα ιστορικά πρόσωπα: Νασικάς, Τιβέριος Γράκχος, Αριστόνικος και Κράσος.
Στο πρώτο μέρος, που αποτελεί τον «Πρόλογο», μετέχουν πέντε πρόσωπα: ο Φοβιτσάρης, ο Χωρατατζής, ο Γραμματιζούμενος, ο Επιστάτης και ο Περίεργος. Δραματικός χώρος είναι η Ακρόπολη της Περγάμου, όπου τρεις δούλοι, εμπρός από το ναό του Διός, ετοιμάζονται να στήσουν ορισμένα αγάλματα Ρωμαίων στρατηγών. Παρόν είναι ο επιστάτης τους και ένας Ρωμαίος. Η συζήτησή τους βασίζεται στα τρέχοντα γεγονότα, ο καθένας έχει την ιδεολογία του και την πολιτική του συμπεριφορά, η οποία διακρίνεται και από το προσωπικό του συμφέρον, αλλά και από τις πολιτικές του θέσεις για την υπάρχουσα κατάσταση στο παρακμάζον βασίλειο της Περγάμου.
Το δεύτερο μέρος απαρτίζεται από τέσσερις σκηνές και μετέχουν περισσότερα από δέκα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο Άτταλος. Δραματικός χώρος είναι η Βιβλιοθήκη της Περγάμου29 και η συζήτηση διεξάγεται μεταξύ των διεφθαρμένων αυλικών του: του Αρχιευνούχου, του Γραμματικού, του Ποιητή, του Αστρολόγου, του Αρχιαστυνόμου, του Αρχίατρου, του Αρχιερέα και, φυσικά, του βασιλιά Άτταλου. Όλοι τους κόλακες της εξουσίας, υποτακτικοί και δουλικοί, αυλικοί, με όλη τη σημασία του όρου. Στη συζήτηση παίρνει μέρος και ο Φιλόσοφος, ο οποίος με αγέρωχο ύφος εκφράζει κατάμουτρα στην εξουσία, δηλαδή ενώπιον του βασιλιά, εντελώς απερίφραστα, τις αντίθετες και φιλολαϊκές ιδέες του.
Το τρίτο μέρος αποτελείται από έξι σκηνές και μετέχουν περισσότερα από οκτώ πρόσωπα, μεταξύ των οποίων, ο Άτταλος. Δραματικός χώρος, και πάλι, η Βιβλιοθήκη, όπου καταφθάνουν ο ένας μετά τον άλλον οι άρχοντες της Απολλωνίας και της Μύνδου, οι οποίοι συκοφαντούν την Επανάσταση των δούλων με τερατώδεις ψευτιές, αφού διακυβεύονται τα ταξικά τους συμφέροντα. Ακολουθούν τέσσερις αποσταλμένοι των λαών τους (ένας Έλληνας,30 ένας Λυδός, ένας Πέρσης και ένας Εβραίος), οι οποίοι στη βάση του «προλεταριακού διεθνισμού», επιτέλους –κατά τον Βάρναλη– ομονοούν και συνεργάζονται, στηρίζοντας την Επανάσταση. Σάλπισμα προλεταριακής ενότητας και ταξικής πάλης. Αναφωνεί ο Άτταλος, με απορία: «Πώς μπορέσανε να συνεννοηθούνε; Από καταβολής κόσμου τους διαιρούμε.»31
Τέλος, εισέρχεται ενώπιον του Άτταλου μια χαμερπής γυναίκα, η οποία αντιπροσωπεύει όλους εκείνους που διάκεινται δουλικά στην εξουσία, για να κερδίσουν την εύνοιά της. Η πράξη κλείνει με το θάνατο του Άτταλου, «ποιητική αδεία», από ανακοπή, τη στιγμή που μαθαίνει ότι ο Αριστόνικος σκότωσε τον Ρωμαίο Κράσο.
Στο τέταρτο μέρος, που αποτελεί τον «Επίλογο», περιέχονται δώδεκα σκηνές και μετέχουν περισσότερα από 15 πρόσωπα. Δραματικός τόπος είναι ένας εξοχικός δρόμος. Πρόκειται για την τελευταία πράξη της υπόθεσης «Επανάσταση των δούλων». Έρχονται πολυάριθμες πλέον λεγεώνες, με ηγέτη τον Ύπατο Περπέρνα, ο οποίος αυτοαποκαλείται «Άτταλος ο Τέταρτος». Με τον αέρα του απόλυτου μονάρχη και τη σιγουριά του νικητή ιμπεριαλιστή συζητά με υπεροπτικό ύφος με τον Ποιητή, τον Αρχιερέα και όλους τους άλλους παλατιανούς της Περγάμου. Ο Φιλόσοφος είναι ο μόνος που προκαλεί την εξουσία με τη σκληρή γι’ αυτήν αλήθεια, ώσπου τελικά βρίσκει το θάνατο. Εξελίσσονται και άλλα κωμικοτραγικά επεισόδια.
Ιδεολογική προσέγγιση
Πρόκειται για ένα σατιρικό έργο, με ταξική επαναστατική ιδεολογία, το οποίο θυμίζει περισσότερο, υφολογικά και ιδεολογικά, το έργο του: «Το φως που καίει». Η πολιτική σάτιρα, βέβαια, του Βάρναλη αγκαλιάζει ολόκληρο το έργο του. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο Γιάννης Δάλλας: «Η σάτιρα είναι η ορίζουσα και της πολιτικής και της υπαρξιακής στάσης του στη ζωή.»32
Η υπόθεση του έργου αναφέρεται μεν στη δουλοκτητική εποχή και στην παρακμή της ελληνιστικής περιόδου33, διαθέτει δε συμβολισμούς και προεκτάσεις στη σύγχρονη καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική περίοδο.34 Άλλωστε, ο Βάρναλης (όπως έκανε ο Καβάφης, εντελώς σε άλλο ιδεολογικό επίπεδο) πάντοτε στα έργα του συνειδητά εμπλέκει τον ιστορικό και το σύγχρονο πραγματικό χρόνο, «προβάλλοντας σύγχρονές μας κοινωνικές παραφωνίες πάνω σε ιστορικά γεγονότα περασμένων εποχών», όπως σημειώνει ο Θανάσης Παπαθανασόπουλος.35 Ο δε Στάθης Ιω. Δρομάζος γράφει: «Έχει μεταχειριστεί πολλά ιστορικά θέματα ο Βάρναλης όχι για να γράψει ιστορία, αλλά για να βρει τις αναλογίες με τους σημερινούς καιρούς. Το γεγονός ότι μόλις ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι να πάρουν την εξουσία στην Πέργαμο, ο Άτταλος ο Γ΄ παρέδωσε το βασίλειό του στους Ρωμαίους, λέει πολλά για τον Βάρναλη και για μας, σε σχέση με τη δική μας ιστορία και την ιστορία της Κύπρου. Το ξεπούλημα της εξουσίας στους ξένους, όταν αυτή κινδυνεύει από το λαό, απασχολεί το Βάρναλη.»36 Άλλωστε, ο Βάρναλης εκτιμούσε το έργο του Κων/νου Καβάφη και επί του θέματος έγραψε και δοκίμιο με τίτλο: «Ο ιστορισμός του Καβάφη».37
Από το πεδίο της σάτιράς του δε διαφεύγουν: το ιερατείο, οι πουλημένοι κονδυλοφόροι διανοούμενοι, οι δειλοί, οι σπιούνοι, οι γλοιώδεις παρατρεχάμενοι της εξουσίας κ.ο.κ.
Τα ιδεολογικά μηνύματα του έργου είναι πολλά και ποικίλα. Όμως στοχεύουν προς την ίδια κατεύθυνση: να σκεφτούν και να προβληματιστούν οι εργαζόμενοι και ανάλογα να πράξουν, πως σε όλες τις εποχές η βασιλική, φεουδαρχική ή αστική εξουσία και οι αυλικοί, τσιφλικάδες και αστοί πλουτοκράτες ενώνονται για το κοινό τους συμφέρον ενάντια στους δούλους, στους κολίγους, στους αγρότες και εργάτες. Και όταν βλέπουν να κινδυνεύουν τα συμφέροντά τους, από το λαό που επαναστατεί, καλούν τους ξένους ή ξεπουλάνε την πατρίδα στους ξένους ιμπεριαλιστές ή συνδιαχειρίζονται την κάθε καπιταλιστική κρίση με τους συνδαιτυμόνες τους πλουτοκράτες.
Ο Άτταλος απευθυνόμενος προς τους άρχοντες λέει: «Ξεχνάτε, βλέπω, πως εσείς οι άρχοντες με σφίξατε να χαρίσω το βασίλειο στους Ρωμαίους, για να γλιτώσω κ’ εσάς και τα πλούτη σας από την αρπαξιά των όχλων. Και να μη γίνετε σεις οι πρώτοι τελευταίοι των τελευταίων.
Κι αυτή μου η πράξη θεμελιώνει την αρχή μιας νέας ιστορίας. Είμαι ο πρωτοπόρος ενός παγκόσμιου μέλλοντος. Πολύ σύντομα θα μ’ ακολουθήσουν όλ’ οι βασιλιάδες της Ασίας και της Αφρικής. […] Μέσα σ’ έναν ενιαίον κόσμο των κυρίων, οι κύριοι θα ναι πιο κύριοι. […]» Και του αποκρίνεται ο Άρχοντας της Απολλωνίας: «Καλύτερα λεύτεροι αφεντάδες με τους ξένους, παρά δούλοι των ντόπιων δούλων –χωρίς ξένους.»38 Σταθερή αξία στο χρηματιστήριο της διεθνούς πλουτοκρατίας όλων των εποχών.39
Βέβαια, δεν είναι δυνατό να παραθέσω, και πόσο μάλλον να σχολιάσω, όλα εκείνα τ’ αποσπάσματα του έργου, που έχουν διαχρονική αξία και ορισμένα από αυτά φαίνεται σα να ειπώθηκαν μόλις χτες και σήμερα, από τους σύγχρονους πολιτικούς της αστικής μας τάξης, που κι αυτοί προσπαθούν να διατηρήσουν και στη συνέχεια, αν «στριμώξουν» γι’ αυτούς οι καταστάσεις, να σώσουν τα συμφέροντά τους, τα συνυφασμένα με εκείνα της διεθνούς καπιταλιστικής μαφίας, ξεπουλώντας δημόσια περιουσία, με το αζημίωτο φυσικά, και παίρνοντας βάρβαρα οικονομικά κ.ά. μέτρα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.
Θα παραθέσω ορισμένα αποσπάσματα, όπου ο Βάρναλης θέλει να θίξει, να σατιρίσει, να προβάλλει θέματα για κριτικό κοινωνικό προβληματισμό, και έτσι θα κλείσω την εισήγησή μου:
Ο Επιστάτης προς ένα δούλο: «Μάθε, πως σ’ ένα κράτος νοικοκυρεμένο κανένας ούτε ρωτά κι ούτες απαντά. Όταν ο πολίτης αρχίζει να ρωτά, θα πει, πως άρχισε ν’ απορεί. Κι όταν αρχίσει ν’ απορεί, θα πει, πως άρχισε να καταλαβαίνει. Κι όταν αρχίσει να καταλαβαίνει, θα πει, πως έπαψε να πιστεύει. Κι όταν δεν πιστεύει, αρχίζει το πανηγύρι…»40
Ο Ρωμαίος, με τ’ όνομα «Περίεργος» λέει εμφαντικά: «Αυτός είναι ο κανόνας: Οι πιο φωνακλάδες πατριώτες, σ’ όλους τους καιρούς και τόπους, είναι οι συνεργάτες των ξένων “σωτήρων”.»41
Κι όταν ο Άτταλος υπενθυμίζει στον Έλληνα: «Ξεχνάς, πως τα ’χω τα κεφάλια σας ολωνώνε μέσα στον τορβά μου;», εκείνος του απαντά αγέρωχα: «Τώρα μίκρυνε ο τορβάς σου και τα κεφάλια πληθύνανε. Ζητάμε να μην μπούμε στον τορβά!»42
Παρακάτω:
ΑΤΤΑΛΟΣ: «[…] Είμαστε τ’ αφεντικά σας και θα μείνουμε […]»
ΕΛΛΗΝΑΣ: «Δε θέλουμε τη δικιά σας εξουσία. Τη δικιά μας θέλουμε.»43 Πόσο επίκαιρο ζήτημα, αλήθεια, και πόσο επιτακτικό πρέπει να γίνει το αίτημα τούτο της εργατικής τάξης!
Να και μια διαχρονική εθελόδουλη φωνή, μιας γυναίκας που χαϊδεύει την εξουσία, κατηγορώντας τον Έλληνα σύζυγό της: «Ξενοπλένω, πολυχρονεμένε, για να ταΐζω τα παιδιά. Κι ο προκομμένος αντίς να βαδίζει το δρόμο των θεών για να μας ελεούνε, πάει ενάντια στους θεούς. Άκου! Άκου! Να μην υπάρχουνε πλούσιοι. Και ποιος θα μας δίνει δουλειά; […]»44 Κι ο Έλληνας απευθυνόμενος στο βασιλιά: «Να πού τον καταντήσατε τον προδομένο λαό με την αγραμματοσύνη –σα να μην του φτάνανε η πείνα, οι αρρώστιες, το ξύλο κ’ οι θεοί!»45
Ο Φιλόσοφος σε όλη την παράσταση παίζει το ρόλο του «Μώμου», από το «Φως που καίει». Είναι ειρωνικός, καυστικός, σατιρικός, αληθινός:
Ο Τρελός, όπως και ο Φιλόσοφος, είναι οι κοινωνικοί επαναστάτες, που τελικά θυσιάζονται για τις ιδέες τους:
Ο διάλογος Ύπατου και Τρελού, είναι απολαυστικός. Η σατιρική φλέβα του Βάρναλη κι εδώ κτυπά δυνατά:
ΥΠΑΤΟΣ: «Ποιος είσαι;»
ΤΡΕΛΟΣ: «Συ ποιος είσαι;»
ΥΠΑΤΟΣ: «Ο επόμενος: Άτταλος ο Τέταρτος»
ΤΡΕΛΟΣ: «Κι εγώ ο προηγούμενος: Άτταλος ο τρίτος»
Και παρακάτω:
ΥΠΑΤΟΣ: «Δε μου λες; Είσαι τρελός; μεθυσμένος ή αγύρτης;»
ΤΡΕΛΟΣ: «Κάτι χειρότερο: γνωστικός.»46
Και παρακάτω:
ΤΡΕΛΟΣ (απευθυνόμενος στον Ύπατο): «Εγώ… με βλέπεις έναν κ’ είμαι μιλιούνια. Αμέτρητα. Ακατάλυτα!
Είμαι λαός. Όλ’ οι λαοί του κόσμου. Η αληθινή δύναμη του κόσμου. Χωρίς εσένα μπορεί να γίνει ιστορία, χωρίς εμένανε όχι!»
ΥΠΑΤΟΣ: «Τι δουλειά κάνεις –όταν είσαι λιγότερο τρελός;»
ΤΡΕΛΟΣ: «Επαναστάτης.»
ΥΠΑΤΟΣ: «Πάρτε τον! Όχι να τον σκοτώσετε. Να τον σταυρώσετε. Ν’ αργήσει να πεθάνει… ίσως γνωστέψει στο τέλος.»
ΤΡΕΛΟΣ: «[…] Έναν θα σκοτώσεις, τα μιλιούνια μένουν.»47
Το έργο τελειώνει με το θάνατο του Φιλόσοφου, ο οποίος στο μοιρολόι των σκλάβων, που ακουγόταν στο ύπαιθρο, όπου βρίσκονταν ο Ύπατος και οι υπόλοιποι:
«Ποιος θα μας σώσει, Ανατολή για Δύση,
Ποιος Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει;
για πίσω θα γυρίσει ο παλαιός;,
ο Φιλόσοφος απάντησε αγέρωχα με τη δική του παραλλαγή, και ακούγεται μέχρι σήμερα ο λόγος του σαν επαναστατικός παιάνας:
«Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση
μήδ’ Έλληνες ή βάρβαροι θεοί.
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.»
Κι ο Ύπατος, θυμωμένος διέταξε τους ραβδούχους του:
«Πάρτε του το κεφάλι… Δε μας χρειάζονται κεφάλια που στοχάζονται.»48
Παραστασιογραφία
Η παραστασιογραφία του ενλόγω έργου είτε στο ελεύθερο-επαγγελματικό θέατρο είτε στο ερασιτεχνικό είτε στο σχολικό, δυστυχώς δεν έχει καταγραφεί πλήρως, αν και νομίζω ότι δεν είναι πλούσια. Στη σύντομη έρευνά μου, έχω επισημάνει ορισμένες παραστάσεις:
α. Από το Θεατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Αθηνών, το Μάιο του 1976, στο κινηματοθέατρο «ΙΡΙΣ», με σκηνοθεσία, μουσική, σκηνικά και κοστούμια Ομάδας Φοιτητών.
Το πρόγραμμα της παράστασης έγραφε ότι για την παράσταση «δούλεψαν», χωρίς ν’ αναφέρεται συγκεκριμένα ποιοι έπαιξαν ως ηθοποιοί και ποιοι ήταν οι συντελεστές στις «ομάδες εργασίας», οι εξής, κατ’ αλφαβητική σειρά: Αμπαντζίδη Μ., Βασιλάτου Λ., Βασιλείου Τ., Βλασσόπουλος Μ., Βουρβιώτης Φ., Βυσσίνου Ν., Γέρου Κ., Γιαννουκάτου Χρ., Γρηγορόπουλος Γ., Γουρζής Γ., Δετοράκης Στ., Δήμου Μ., Διαμαντής Λ., Δίγκας Κ., Ευθυμιάδης Τ., Ελευσινιώτης Λ., Καζιάνης Γ., Κακολύρης Στ., Καλούδης Έκτ., Καραμπάς Π., Καραχάλιος Μ., Καφετζόπουλος Β., Κατωμέρης Γ., Κόντζιλα Μ., Κωνσταντίνου Σ., Κωστορίζος Ευρ., Λιγωμένος Γ., Λουκόηγλος Κ., Μαρινάκη Ά., Μαυρουδής Β., Μαυρουδής Δ., Μηλιώνης Χρ., Μηλόπουλος Γ., Μενούνου Άρτ., Μίχος Ν., Μπερής Στ., Νικολογιάννη Σ., Πετρούνια Χ., Πολυτάρχου Τ., Πούλος Κ., Πούλος Κ., Ράπτη Λ., Ρεστιβάκης Μ., Σιμωνετάτος Ανδρ., Σκαβάρας Σπ., Σκαραντάβας Γρ., Σκαρβέλη Λ., Σπυράκος Θ., Σταματιάδης Μ., Στιβανάκη Ευ., Στολάκης Γ., Φραγκούλης Αυ., Φώτεινας Κ., Χαρπαντίδου Ελ., Ψαράκη Ελ.
β. Από το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου Ζ 1976-77, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Κύπρου, στο Θερινό Θέατρο Δημοτικού Κήπου. Πρώτη παράσταση: 24 Ιουνίου 1977, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, με σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Ζιάκα, μουσική Γιώργου Κοτσώνη και χορογραφίες Ιωάννας Σπανού.
Διανομή: Νεόφ. Νεοφύτου (Γραμματιζούμενος, Αξιωματικός), Ανδρ. Μουσουλιώτης (Φοβιτσιάρης, Άρχοντας Μύνδου), Στ. Λούρας (Χωρατατζής, Ποιητής), Τ. Αναστασίου (Φύλακας, Κράσσος), Βλαδίμ. Καυκαρίδης (Επιστάτης, Ύπατος/Άτταλος ΙV), Σπ. Σταυρινίδης (Περίεργος, Έλληνας), Τζένη Γαϊτανοπούλου–Άλκιστη Παυλίδου–Μαρία Μίχα–Μάρω Καυκαρίδου (Γυναίκες), Ανδρ. Μούστρας (Φιλόσοφος), Ανδρ. Μαραγκός (Γραμματικός, Λυδός), Ν. Σιαφκαλής (Αστρολόγος), Ευτ. Πουλλαΐδης (Αρχιαστυνόμος, Τρελλός), Φίλ. Καραβιώτης (Αρχίατρος), Θεόδ. Μωρέας (Αρχιερέας), Αντ. Κατσαρίδης (Άτταλος ο ΙΙΙ), Χρ. Παπαδόπουλος (Υπηρέτης, Εβραίος), Θάν. Πεττεμερίδης (Άρχοντας Απολλωνίας), Γ. Πασχάλης (Πέρσης, Στρατιώτης), Δέσποινα Μπεμπεδέλη (Αρετή), Μόνικα Βασιλείου (Γυναίκα Α΄), Φλωρεντία Δημητρίου (Γυναίκα Β΄), Λένια Σορόκου (Γυναίκα Γ΄), Πατρίτσια Πεττεμερίδου (Κόρη), Π. Πασιαρδής–Αρ. Φλουρής–Γ. Πατσαλίδης (Στρατιώτες), Άλκ. Παυλίδου–Μαρία Μίχα–Μάρω Καυκαρίδου (Θεραπενίδες).
γ. Από το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, στις Καλλιτεχνικές Εκδηλώσεις Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού 1978, στο Θέατρο Λυκαβητού (17, 18, 19, 20 Αυγ. 1978), με τους ίδιους συντελεστές και σχεδόν τους ίδιους ηθοποιούς της προηγούμενης περιόδου. Επίσης, έπαιξαν οι: Τζένη Γαϊτανοπούλου (Αρχιευνούχος), Τάσος Αναστασίου–Άντρος Κρητικός–Δώρος Κυριακίδης–Ξένιος Ξενοφώντος–Γ. Πασχάλης (φύλακες), Αντ. Κάτσαρης (Άτταλος ΙΙΙ), Σπ. Σταυρινίδης (Αριστόνικος), Άντρος Κρητικός (Μαντατοφόρος), Στέλιος Καυκαρίδης (Ύπατος/Άτταλος ΙV), Φίλης Καραβιώτης (απεσταλμένος του Μιθριδάτη) κ.ά.
δ. Από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καλαμάτας, το 1984, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, με σκηνικά-κοστούμια Γ. Ζιάκα, μουσική Μιχ. Χριστουδουλίδη, γλυπτά Χρ. Ρηγανά, μάσκες Αντ. Κάτσαρη.
Διανομή: Κ. Μπαλάς (Φοβιτσάρης), Θοδ. Γκόνης (Χωρατατζής, Αρχιερέας), Μάκης Φλώρος (Γραμματικός), Δημ. Σεϊτάνης (Ποιητής, Πέρσης), Βασ. Κουρής (Αστρολόγος, Λύδος, Τρελός), Ανδρ. Βάιος (Αρχιαστυνόμος), Γ. Σπανόπουλος (Αρχίατρος, Απεσταλμένος), Αντ. Κάτσαρης (Άτταλος ο Τρίτος), Β. Αντωνόπουλος (Υπηρέτης, Αξιωματικός), Πάνος Αναστασόπουλος (Άρχοντας Απολλωνίας), Κ. Αθανασόπουλος (Άρχοντας Μύνδου), Κώστας Χαλκιάς (Έλληνας), Περ. Αλμπάνης (Εβραίος), Βαλεντίνη Μουτάφη (Αρετή), Πέτρος Μαυροειδάκος (Μαντατοφόρος, Αξιωματικός), Μπ. Σαρηγιαννίδης (Ύπατος), Φραντζέσκα Αλεξάνδρου (Γυναίκα Α΄), Μαρία Κανελλοπούλου (Γυναίκα Β΄), Όλγα Αλεξανδροπούλου (Γυναίκα Γ΄), Γιούλη Ζήκου (Κόρη), Βούλα Καλαμουδάκου–Μαρία Παπαντωνοπούλου (Θεραπενίδες).
Η παρούσα παραστασιογραφία ελπίζω να συμπληρωθεί επαρκώς, σε σύντομο χρονικό διάστημα.
1. Εισήγηση στο Διήμερο Επιστημονικό Συνέδριο της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., με θέμα «Κώστας Βάρναλης: Φως που πάντα καίει», την Κυριακή, 17 Απριλίου 2011.
2. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «Άτταλος ο Γ΄», Ριζοσπάστης, 20 Αυγ. 1978 (κριτική για την παράσταση του “Θ.Ο.Κ.” στο “Θέατρο Λυκαβηττού”»,) και αργότερα στο βιβλίο του: Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 22011, σ. 168-173, Στάθης Ιω. Δρομάζος: «Άτταλος ο Γ΄. Από τον “Θ.Ο.Κ.” στο “Θέατρο Λυκαβηττού”», Η Καθημερινή, 24 Αυγ. 1978 και τώρα στο βιβλίο του: Νεοελληνικό Θέατρο. Κριτικές, Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 65-66, Θόδ. Χατζηπανταζής: Το Ελληνικό Ιστορικό Δράμα. Από το 19ο στον 20ό αιώνα, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006, σ. 501-502.
3. Βλ. Γ. Δανιήλ: «Άτταλος ο τρίτος», του Κ. Βάρναλη. Μια τομή», Νεοελληνικός Λόγος ’75-’76 (Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη), Κέδρος, Αθήνα 1977, σ. 26-29. Ωστόσο, ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ενώ παραδέχεται κάποιες αδυναμίες στο έργο, επισημαίνει την αξία του και τη μη αναγκαιότητα έκφρασης κάποιων μεμψιμοιριών από ορισμένους: «Δεν αποκλείεται να έχει κάποια δόση αλήθειας ο ισχυρισμός πως τούτο το δράμα παρουσιάζει αδυναμίες στην τεχνική του. Ο Βάρναλης αν και δεν υστερούσε σε εξυπνάδα συγκρινόμενος με τους μεγαλύτερους στον κόσμο δραματουργούς, δεν είχε βέβαια τη δική τους δεξιοτεχνία, την ικανότητα να δώσει ένα έργο που από το χειρόγραφο να περάσει κατευθείαν στη σκηνή χωρίς να χρειάζεται τις επεμβάσεις του σκηνοθέτη. Όμως, αν λάβουμε υπόψη τις αναλογίες του βαρναλικού δράματος, και του σημερινού νεοελληνικού θεάτρου, μάλλον πρέπει να θεωρηθούν αδικαιολόγητες οι μεμψιμοιρίες. Ο Άτταλος δίνει και στον καλύτερο ελληνικό θίασο μια ευκαιρία να ξεπεράσει τον εαυτό του. […] Το έργο του Βάρναλη είναι σωστό απόκτημα για το θέατρό μας, έστω και με τις αδυναμίες που θα του καταλογίζαμε. […]», βλ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «’Ατταλος ο Γ΄», στο βιβλίο του: Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, ό.π., σ. 170.
4. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, Κέδρος, Αθήνα 1972.
5. Το Μάιο του 1976 το έργο ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά από το Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο κινηματοθέατρο «ΙΡΙΣ», με σκηνοθεσία, μουσική, σκηνικά και κοστούμια Ομάδας Φοιτητών. Οι παραστάσεις που δόθηκαν ήταν αφιερωμένες στο Α΄ μεταδιχτατορικό Πανσπουδαστικό Συνέδριο της Ε.Φ.Ε.Ε. Έχω υπόψη μου και τις παρακάτω παραστάσεις: από το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, την περίοδο 1976-1977, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Ζιάκα, Μουσική Γιώργου Κοτσώνη και χορογραφίες Ιωάννας Σπανού (α΄ παράσταση: 24 Ιουνίου 1977, στο Θερινό Θέατρο Κήπου Λευκωσίας), από το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, στο Θέατρο Λυκαβηττού (17, 18, 19, 20 Αυγ. 1978), με τους ίδιους συντελεστές, από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας, το 1984, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Ζιάκα, Μουσική Μιχ. Χριστοδουλίδη, γλυπτά Χρ. Ρηγανά, μάσκες Αντ. Κάτσαρη.
6. Κώστας Βάρναλης: Το φως που καίει, Κέδρος, Αθήνα χ.χ. (10η έκδοση). Βλ. Π. Χαλκός (Γ. Κορδάτος): «“Το φως που καίει…”», Ριζοσπάστης, 11 Φεβρ. 1922 και τώρα: Κώστα Βάρναλη Προσκυνητής (εισαγωγή: Μ. Μ. Παπαϊωάννου), Απάνθισμα κριτικής για το έργο του Βάρναλη ως το Μεσοπόλεμο, Συνεργατική, Αθήνα 1991, σ. 105-109, Δημ. Γληνός: «“Το φως που καίει”», Νέοι Πρωτοπόροι, φύλ. 7-8, Ιούλ.-Αύγ. 1935, σ. 164-168 και τώρα: Κώστα Βάρναλη Προσκυνητής, ό.π., σ. 347-368, Περ. Ν. Καλοδίκης: Η Νεοελληνική Λογοτεχνία, τόμος τρίτος, Gutenberg, Αθήνα χ.χ., σ. 86-103, Τάκης Αδάμος: Η λογοτεχνική κληρονομιά μας (Από μια άλλη σκοπιά) Βιβλίο Β΄-Ποιητές, Καστανιώτης, Αθήνα 1980, σ. 87-97, Μπάμπης Δ. Κλάρας: Γνωριμία παλαιών και σύγχρονων ποιητών, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1980, σ. 138-145, Τίμος Μαλάνος: Βάρναλης. Αυγέρης. Καρυωτάκης, Καστανιώτης, Αθήνα 1983, σ. 29-34, Στ. Γεράνης: Κώστας Βάρναλης. Σάτιρα, ποίηση και σοφία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985, σ. 37-49, Μ. Μ. Παπαϊωάννου: Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, ό.π., σ. 36-74 κ.ά.
7. Κώστας Βάρναλης: Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, Κέδρος, Αθήνα 101982. Βλ. Περ. Ν. Καλοδίκης: Η Νεοελληνική Λογοτεχνία, ό.π., σ. 121-129, Στ. Γεράνης: Κώστας Βάρναλης, ό.π., σ. 71-88, Τίμος Μαλάνος: Βάρναλης. Αυγέρης. Καρυωτάκης, ό.π., σ. 46-48 κ.ά.
8. Θεατρικά στοιχεία διαθέτουν και τα έργα του Βάρναλη: Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Ημερολόγιο της Πηνελόπης κ.ά.
9. Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μας πληροφορεί τα εξής: «αναφέρουμε την πρώτη δημοσίευση του “Πρόλογου” στο περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα” (Σεπτέμβρης 1950, σ. 7-18). Το “Μοιρολόγι των δούλων” από τον “Πρόλογο” και “Το τραγούδι της φυγής” από το τρίτο μέρος δημοσιεύτηκαν στην εκλογή του “Ποιήματα”, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1954 και στα “Ποιητικά” του (έκδοση “Κέδρος” 1956).», Παπαϊωάννου Μ. Μ., Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, ό.π., σ. 131.
10. Καστανιώτης, Αθήνα 1978.
Η ιστορικοϋλιστική μελέτη του διανοούμενου φιλόλογου Παναγή Λεκατσά, η οποία εκδόθηκε στα 1946, αναφέρεται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, όσον αφορά τα κοινωνικά προβλήματα της Ρώμης και το μεταρρυθμιστικό σχέδιο του Τιβέριου Γράκχου, στη διαθήκη του Άτταλου του Γ΄, στον Αριστόνικο και την Επανάσταση των δούλων, στο στωικό φιλόσοφο Βλόσσιο, στην αποτυχία και στη δολοφονία του Γράκχου, στη συνεργασία Βλόσιου και Αριστόνικου, στη αποτυχημένη στρατιωτική επέμβαση της Ρώμης, με αρχηγό τον Πούβλιο Λικίνιο Κράσσο και την κατάρρευση της Επανάστασης, μετά από τη νίκη των ρωμαϊκών λεγεώνων, υπό την αρχηγία του Ρωμαίου Ύπατου Μάρκου Περπέρνα του «Ασιατικού», το 128 π.χ.
Στην αρχή του βιβλίου του ο Λεκατσάς αναφέρεται, με συνοπτικό τρόπο, στην ουτοπική πολιτεία του Ιαμβούλου, την οποία ο Λουκιανός σατιρίζει στην Αληθινή ιστορία του. Μιας ιδανικής πολιτείας, όπως παρόμοιες είχαν εμφανιστεί ήδη οι πολιτείες του Φαλέα, του Ιππόδαμου και του Πλάτωνα, στηριγμένες σε μεταφυσικές και ουτοπικές δοξασίες.
11. Αναφορά στο κείμενο του Θανάση Παπαθανασόπουλου, «Η ποίηση του Βάρναλη [Περίγραμμα και οριοθετήσεις]», Νέα Εστία, τεύχ. 1163, Χριστούγεννα 1975, σ. 77 και Θεανώς Μιχαηλίδου, «Ο “εαυτός” και οι “άλλοι”. Αισθητικά-κριτικά της δεκαετίας 1910», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη), τεύχ. 68, Ιαν.-Φεβρ. 2006, σ. 47. Ο Θόδωρος Χατζηπανταζής μας πληροφορεί ότι «η συγγραφή του έργου ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 1968 και η πρώτη έκδοση πραγματοποιήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, αλλά συνάντησε, όπως ήταν επόμενο, την αντίδραση της λογοκρισίας των Συνταγματαρχών. Υπάρχουν πληροφορίες ότι στη σκέψη του ποιητή η ιδέα πρωτορίζωσε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αλλά η εκτέλεση του σχεδίου μπόρεσε να ολοκληρωθεί μόνο κάτω από την πίεση των γεγονότων που ακολούθησαν την 21η Απριλίου του 1967.», βλ. Θόδ. Χατζηπανταζής: Το Ελληνικό Ιστορικό Δράμα […], ό.π., σ. 502.
Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μας πληροφορεί ότι: «Τον “Άτταλο” ο Βάρναλης είχε αρχίσει να γράφει ύστερα από το 1946 και τον τέλειωσε πριν από το 1956, μόνο που όσο δεν τυπώνονταν σε βιβλίο δεν έπαυε να τον διορθώνει.», Μ. Μ. Παπαϊωάννου: Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, ό.π., σ. 131.
12. Βλ. ένθετους χάρτες και πίνακες στο δίτομο του J. G. Droysen (Μετάφραση-Εισαγωγή- Σχόλια: Ρένος Ηρ. Αποστολίδη), Ιστορία των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 1993.
13. Βλ. Γ. Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Ελληνιστικοί Χρόνοι 1. 323-1 π.Χ., Εκδόσεις 20ός Αιώνας, Αθήνα 1956, σ. 60-70, 104-110, 230-246 κ.λπ. Επίσης, βλ. Διόδωρος Σικελιώτης, Άπαντα 19 Βιβλιοθήκης Ιστορικής, Βίβλοι Τριακοστή τετάρτη έως Τεσσαρακοστή, «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία “ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ”», Κάκτος, Αθήνα 1997 κ.α.
14. Περιελάμβανε τη Θράκη, τη Φρυγία του Ελλησπόντου, τη Μυσία, τη Λυδία, τη μεγάλη Φρυγία, τη Λυκαονία, τη Μυλιάδα, την Πισιδία κι ένα μέρος της Παμφυλίας.
15. Βλ. Γ. Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Ελληνιστικοί Χρόνοι 2. 323-1 π.Χ., Εκδόσεις 20ός Αιώνας, Αθήνα 1956, σ. 409-414.
16. Βλ. Ό.π., σ. 411-414.
17. Βλ. Γ. Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Ελληνιστικοί Χρόνοι 2. ό.π., σ. 415-425, Χάρης Σακελλαρίου: Ψηλά το κεφάλι δούλε!, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998.
18. Ο διάσημος γιατρός της Αρχαιότητας Κλαύδιος Γαληνός (Πέργαμος 129 μ.χ.-Ρώμη 199 μ.χ.), εκφράστηκε αργότερα θετικά για τις γνώσεις του Άτταλου του Τρίτου επάνω σε φαρμακευτικά θέματα.
19. Ο Θόδ. Χατζηπανταζής γράφει σχετικά: «Στην αποκατάσταση της τάξης στο βασίλειο της Περγάμου αποβλέπουν κι οι Ρωμαϊκές λεγεώνες στον Άτταλο τον Τρίτο του παλαίμαχου αριστερού ποιητή Κώστα Βάρναλη, το 1972. Μόνο που στην περίπτωση αυτή ο ξένος στρατός έχει προσκληθεί επίσημα από τον ίδιο τον ηγεμόνα και τους άρχοντές του, όταν συνειδητοποίησαν ότι η υποτέλεια σε μια ξένη δύναμη συμφέρει περισσότερο από την ολοκληρωτική κατάργηση της εξουσίας τους από τις αντάρτικες λαϊκές ομάδες που έχουν ήδη συγκροτηθεί πάνω στα βουνά κι απειλούν την ανατροπή του καθεστώτος.», βλ. Θόδ. Χατζηπανταζής: Το Ελληνικό Ιστορικό Δράμα […], ό.π., σ. 241.
20. Βλ. Γ. Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Ελληνιστικοί Χρόνοι 2. ό.π., σ. 415-425.
Σχετικά με την Επανάσταση, που ηγήθηκε ο Αριστόνικος, ο Στράβων μας άφησε την εξής μαρτυρία: «Μετά τη Σμύρνη είναι μια πολίχνη, οι Λεύκες, που εξεγέρθηκε υπό τον Αριστόνικο μετά το θάνατο του Αττάλου του Φιλομήτορος. Θεωρούσε ότι προέρχεται από βασιλική γενιά και σκόπευε να καταλάβει την εξουσία. Από τη Σμύρνη διώχτηκε τότε που ηττήθηκε σε ναυμαχία στην Κυμαία χώρα από τους Εφεσίους. Μετά πέρασε στη στεριά., μάζεψε γρήγορα πλήθος απόρων ανθρώπων καθώς και δούλους που τους υποσχέθηκε ελευθερία και τους ονόμασε Ηλιοπολίτες. Πρώτα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στα Θυάτειρα, έπειτα κατέλαβε την Απολλωνίδα και μετά άρχισε να πολιορκεί άλλα φρούρια. Δεν πέρασε πολύς καιρός και έστειλαν στρατό εναντίον του οι πόλεις. Βοήθησε ο Νικομήδης της Βιθανίας και οι Καππαδόκες βασιλείς. Ακολούθησαν πέντε πρέσβεις των Ρωμαίων και μετά μια στρατιά υπό τον ύπατο Πόπλιο Κράσσο κι έπειτα ο Μάρκος Περπέρνας που τελείωσε τον πόλεμο, πιάνοντας αιχμάλωτο τον Αριστόνικο. Τον έστειλε στη Ρώμη. Εκεί πέθανε στη φυλακή. Ο Περπέρνας χάθηκε από αρρώστια και ο Κράσσος σκοτώθηκε στη μάχη στις Λεύκες όταν κάποιοι του επιτέθηκαν. Ήρθε ο Μάνιος Ακύλλιος ως ύπατος με δέκα πρεσβευτές και οργάνωσε την επαρχία με τον τύπο9 της διακυβέρνησης που έχει τώρα.», βλ. Στράβων, Άπαντα 14 Γεωγραφικών ΙΔ΄ (Από την Ιωνία στην Κιλικία), «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία “ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ”», Κάκτος, Αθήνα 1994, σ. 80-83.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης διέβαλε ουσιαστικά τη γνησιότητα της βούλησης του Αριστόνικου να ηγηθεί μιας λαϊκής επανάστασης και να εγκαθιδρύσει μια ιδανική αταξική και δίκαιη πολιτεία. Έγραφε, σχετικά, αναφερόμενος στην εξέγερση των δούλων στη Σικελία, το ίδιο χρονικό διάστημα: «Κάτι παρόμοιο έγινε και στην Ασία την ίδια εποχή, όταν ο Αριστόνικος διεκδίκησε το θρόνο που δεν του ανήκε και οι δούλοι, εξαιτίας της κακομεταχείρισής τους από τους αφέντες τους, ενώθηκαν μαζί του στο απελπισμένο του εγχείρημα και περιέβαλαν πολλές πόλεις με μεγάλες δυστυχίες.», βλ. Διόδωρος Σικελιώτης, Άπαντα 19, ό.π., σ. 42-45.
21. Βλ. στο 2ο βιβλίο του Διόδωρου Σικελιώτη (90-30 π.χ., περίπου), ό.π., σ. 176-191. Επίσης, βλ. Παν. Λεκατσάς: Η Πολιτεία του Ήλιου. Η κοινοχτημονική επανάσταση των δούλων και προλετάριων της Μικρασίας 133-128 π.Χ., Καστανιώτης, Αθήνα 1978, σ. 11-15.
22. Σχετικά με τη βασιλεία του Άτταλου του Γ΄ και την επανάσταση των δούλων, με ηγέτη τον Αριστόνικο, έχω υπόψη μου τρία σημαντικά έργα: α) το ενλόγω θεατρικό έργο του Βάρναλη, ό.π., β) τη μελέτη του Παναγή Λεκατσά (1911-1970), Η Πολιτεία του Ήλιου, ό.π. και γ) τη νουβέλα για παιδιά του Χάρη Σακελλαρίου, Ψηλά το κεφάλι δούλε!, ό.π.
Ο Χάρης Σακελλαρίου, απ’ όσο γνωρίζω, μελετούσε για χρόνια τη σχετική βιβλιογραφία, ώστε να δημιουργήσει αυτό το λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο απευθύνεται σε παιδιά, αλλά και σε έφηβους και ενηλίκους. Είναι εμφανής η πρόθεση του συγγραφέα ν’ αναδείξει τη σημαντική αυτή προσωπικότητα ενός επαναστάτη, ο οποίος, αν και οραματιζόταν μια ενδεχομένως ουτοπική πολιτεία, την «Πολιτεία του Ήλιου», πίστευε ακράδαντα ότι θα μπορούσε να γίνει το όνειρό του πραγματικότητα. Ο Χάρης Σακελλαρίου θεωρούσε αυτό το βιβλίο του πολύ σημαντικό για να βοηθήσει στην υπόθεση μιας λαϊκής επανάστασης, με στόχο την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού/κομμουνισμού και πίστευε ότι πρέπει να διαβαστεί απ’ όλα τα παιδιά και τους εφήβους, με την ελπίδα ο ήρωας του βιβλίου να λειτουργήσει ως παιδαγωγικό και κοινωνικό πρότυπο. Η μυθοπλασία είναι δεδομένη, αλλά ωστόσο χρησιμοποιούνται με σεβασμό όλες οι σχετικές διασωθείσες ιστορικές πηγές. Θυμάμαι ότι ήταν χαρούμενος όταν η Σύγχρονη Εποχή αποφάσισε να εκδώσει αυτό το έργο του. Σε συζητήσεις που κάναμε επάνω στο περιεχόμενο του βιβλίου, κατάλαβα ότι πίστευε ότι η «Πολιτεία του Ήλιου», για την οποία μας αφηγείται ο Ιάμβουλος, υπήρξε στην πραγματικότητα, και ήταν εκείνο το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, που ο ίδιος το θεωρούσε ως την πρώτη στον κόσμο «λαϊκή δημοκρατία», πολύ προχωρημένο, όπως έλεγε, για εκείνη την ιστορική εποχή. Πίστευε, δηλαδή, ότι η μαρτυρία του Ιαμβούλου, που κατέγραψε ο Διόδωρος Σικελιώτης, πρέπει να είχε ιστορική βάση.
23. Βλ. Γ. Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Ελληνιστικοί Χρόνοι 2. 323-1 π.Χ., ό.π., σ. 416.
24. Ο Λεκατσάς γράφει σχετικά: «Η ουτοπία τούτη του Ιαμβούλου αγαπήθηκε, φαίνεται ιδιαίτερα από τα λαϊκά στρώματα∙ προπαντός γιατί κατόρθωνε να συνδυάζει τα ουσιωδέστερα στοιχεία όλων των ουτοπιών σε μια βαθύτερη επαναστατική σύνθεση, που κολάκευε τους θερμότερους πόθους των εξαθλιωμένων μαζών του ετοιμοθάνατου αρχαίου κόσμου.», Βλ. Παν. Λεκατσάς: Η Πολιτεία του Ήλιου […], ό.π., σ. 16.
25. Βλ. Παν. Λεκατσάς: Η Πολιτεία του Ήλιου […], ό.π., σσ. 125.
26. Βλ. Γ. Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Αρχαία Γ2 355-146 π.Χ., ό.π.: «Επαναστατικά κινήματα στην Πελοπόννησο κατά τον 3ο αιώνα» (σ. 415-420), «Η Επανάσταση των αγροτόδουλων της Χίου (Τέλος του 3ου αιώνα)» (σ. 420-423), «Η μεγάλη λαϊκή επανάσταση της Σπάρτης (220-192)» (σ. 471-487) κ.ά.
27. Βλ. Παν. Λεκατσάς: Η Πολιτεία του Ήλιου […], ό.π., σ. 16-21.
28. Βλ. 2 βιβλίο του Διόδωρου Σικελιώτη, ό.π., Παν. Λεκατσάς: Η Πολιτεία του Ήλιου […], ό.π., σ. 11-15, Χάρης Σακελλαρίου: Ψηλά το κεφάλι δούλε!, ό.π., σ. 23-32.
29. Η Βιβλιοθήκη της Περγάμου περιελάμβανε περίπου 200.000 έργα. Ο Μάρκος Αντώνιος (83-30 π.χ.) τα χάρισε όλα στην Κλεοπάτρα Ζ΄ της Αιγύπτου. Ο Γ. Κορδάτος γράφει: «Άλλο μνημείο ήταν η ονομαστή Β ι β λ ι ο θ ή κ η τ η ς Π ε ρ γ ά μ ο υ, που φημιζόταν για τον πλούτο και την αξία του θησαυρού των βιβλίων της. Είχε πάνω από 200 χιλιάδες χειρόγραφα. Ήταν η δεύτερη μεγάλη βιβλιοθήκη του τότε ελληνιστικού κόσμου. Πρώτη ήταν της Αλεξάνδρειας και Τρίτη της Αντιόχειας.
Οι ανασκαφές που άρχισαν το 1878 και συνεχίστηκαν κατά διαστήματα αργότερα, έφεραν στο φως πολλά καλλιτεχνικά μνημεία και άλλα αντικείμενα, αγάλματα, απεικονίσεις και αριστοτεχνικά μωσαϊκά που ήταν στολίδια και διακοσμήσεις των ανακτόρων.», βλ. Γ. Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Ελληνιστικοί Χρόνοι 1. 323-1 π.Χ., ό.π., σ. 218.
30. Ο ρόλος του «Έλληνα», όπως σημειώνει ο Γεώργιος Δανιήλ, «είναι ηρωική και συνάμα τραγική μορφή. Ούτε η γυναίκα του ούτε η κόρη του είναι μαζί του, δεν τον καταλαβαίνουν, έχουν σκύψει το κεφάλι στη μοίρα τους […] Ο Έλληνας είναι μάρτυρας. Δεν καταδέχεται από ανδρισμό, να φαρμακώσει τον Ύπατο, αν και μπορούσε να το κάνει. Λέγοντάς του πως του ’δωσε φαρμάκι θέλησε μόνο να τον δοκιμάσει, να ξεφανερώσει τη δειλία που κρύβει ο παλικαρισμός του.», βλ. Γ. Δανιήλ: «Άτταλος ο τρίτος του Κ. Βάρναλη, ό.π., σ. 29.
31. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 82.
32. Βλ. Γιάννης Δάλλας: «Κώστας Βάρναλης», στον τόμο Σάτιρα και Πολιτική στη Νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, Αθήνα 21991, σ. 213.
33. Ο Τίμος Μαλάμος γράφει: «[…] Εδώ ο Βάρναλης, με βάση το υλικό που η ίδια η ελληνιστική εποχή προσφέρει στην παρακμή της, θα πλάσσει, ενώ συγχρόνως θα ζωντανέψει με οίστρο τα καθαρώς ιστορικά, ένα αριθμό προσώπων, μέσω των οποίων θα δώσει στη σατιρική του διάθεση την ευκαιρία να σαρκάσει τ’ αντίστοιχα του καιρού μας. […] η εποχή μας αντιγράφει πιστά τα τελευταία ελληνιστικά χρόνια, τότε που η πανίσχυρη Ρώμη αποφάσιζε κ’ οι ξεπεσμένες δυναστείες υπάκουαν…», βλ. Τίμος Μαλάμος: «Ο ποιητής Κ. Βάρναλης», σ. 60, Νέα Εστία, τεύχ. 1163, Χριστούγεννα 1975 και αργότερα στο βιβλίο του: Βάρναλης. Αυγέρης. Καρυωτάκης, Καστανιώτης, Αθήνα 1983, σ. 50.
34. Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου υποστηρίζει ότι: «Χρειάζεται να ξεκαθαριστεί ότι ο Άτταλος παρόλο που τοποθετείται στη ρωμαϊκή εποχή, είναι δράμα σύγχρονο, αντιστασιακό.», βλ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «Άτταλος ο Γ΄», στο βιβλίο του Κώστας Βάρναλης, ό.π., σ. 171. Παρόμοια άποψη έχει και ο Κύπριος σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους, σε συνέντευξη τύπου στα 1977. Μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι: «Ο Βάρναλης χρησιμοποίησε το βασιλιά της Περγάμου Άτταλο Γ΄, το Ρωμαίο Ύπατο Περπέρνα, ήρωες μιας παρακμιακής εποχής για να σατιρίσει τα αντίστοιχα της εποχής μας.», βλ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «Άτταλος ο Γ΄», στο βιβλίο του Κώστας Βάρναλης, ό.π., σ. 172. Πρόσφατα, η Αριστούλα Ελληνούδη έγραψε σχετικά με τη διαχρονική άξία του έργου και τη «διαχρονική ιστορική αλληγορία» του ότι: «Ο “Άτταλος” του Βάρναλη είναι η προσωποποίηση της διεφθαρμένης, αντιλαϊκής εξουσίας, εξουσία που υπηρετούν σα σερπετά και η υποταγμένη τέχνη, επιστήμη και διανόηση, η εκκλησία και οι κρατικοί μηχανισμοί καταπίεσης του λαού. Κι ας επισημάνουμε εδώ την εντονότατη επικαιρότητα του έργου, καθώς σήμερα τα κυβερνητικά όργανα της αστικής τάξης, παραδίδουν χωρίς διαθήκη, όπως έκανε ο Άτταλος ο Γ΄, αλλά με συμφωνίες, αποφάσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων με δική τους συμμετοχή και συνενοχή, γη και ύδωρ, στεριές και θάλασσες, ανθρώπους και πολιτισμό στο σημερινό imperium (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, τους διεθνείς οργανισμούς κι ενώσεις του κεφαλαίου).», βλ. Αριστούλα Ελληνούδη: «Σχολείο του λαού: Η θεατρικότητα του βαρναλικού έργου και ο Άτταλος ο Γ΄», Θέματα Παιδείας, τεύχ. 41-42 (ειδικό τεύχος: «Ο Οδηγητής Κώστας Βάρναλης»), σ. 217.
35. Βλ. Θαν. Παπαθανασόπουλος: «Η ποίηση του Βάρναλη […]», ό.π., σ. 77.
36. Βλ. Στάθης Ιω. Δρομάζος: ό.π., σ. 65-66.
37. Βλ. Κ. Βάρναλης: «Ο ιστορισμός τους Καβάφη», Αισθητικά-Κριτικά Β΄, Κέδρος, Αθήνα 1958, σ. 191-194. Βλ. επίσης: Κ. Βάρναλης: «Μοναδικός, ανόμοιαστος κι ανεπανάληπτος», Επιθεώρηση Τέχνης, τόμ. ΙΗ΄, τεύχ. 108, Δεκ. 1963, σ. 547-548.
Σημειώνω δε, επιπρόσθετα, ότι δεν είναι τυχαίο ότι ο Βάρναλης επιλέγει εδώ θέμα από την παρακμή της ελληνιστικής περιόδου, όπως ακριβώς και ο Καβάφης επέλεγε θέματα για τα ποιήματά του από την ίδια εποχή, χωρίς βέβαια ο Βάρναλης ν’ ακολουθεί την πεσιμιστική διάθεση της παρακμιακής καβαφικής ποίησης.
Γράφει, σχετικά, ο Βάρναλης: «(Ο Καβάφης) Ζήτησε ν’ αναστήσει τα πιο ασήμαντα γεγονότα και τα πιο άγνωστα πρόσωπα, που δεν παίξανε κανένα ρόλο καλόν ή κακό στην πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι. Και τα έκανε σύμβολα της σκοτεινής ζωής, που υπάρχει παντού και πάντα κατά ένα τρόπο, ανάλογο. Τους έδωσε σημασία όχι ηρωικήν αλλ’ ανθρώπινη. Γι’ αυτό και διάλεξε τα θέματά του από την εποχή της παρακμής –θέματα φθοράς και ματαιότητας της ζωής και της σκέψης.», βλ. Κ. Βάρναλης: «Ο ιστορισμός του Καβάφη», ό.π., σ. 191-192.
Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου γράφει: «Το θέμα της παρακμής στον Καβάφη και τον Καρυωτάκη συζητήθηκε πολύ μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια από τους μελετητές και τους κριτικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Άλλοι αποσυσχετίζουν την ιδεολογία της παρακμής από την κοινωνική τάξη της παρακμής, την κεφαλαιοκρατική. Άλλοι τη συνδέουν με τη Μικρασιατική καταστροφή, χωρίς αυτήν την εθνική τραγωδία να την αποδίδουν στην πολιτική της κεφαλαιοκρατίας. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως οφείλεται σε δυτική επίδραση. […]», βλ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, ό.π., σ. 161.
38. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 77-78.
39. Ο Μπάμπης Κλάρας, ακολουθώντας μια παλιότερη ιδεολογική άποψη, σχετική με το θέμα, διαμορφωμένη στην μεταπολεμική τριακονταετία, γράφει: «Είναι κι αυτό ένα σατιρικό δράμα, που μέσα από το ιστορικό πρόσωπο του κεντρικού ήρωα, που δώρισε το βασίλειό του στους Ρωμαίους, βάλλει ευθέως κατά των Γραικύλων κάθε εποχής, που ξεπουλάνε τις πατρίδες τους σε ξένους αφέντες. Η ευθυβολία του είναι άμεση, η σάτιρά του καυστική, ο λόγος του πνευματώδης και η σημασία του αγγίζει όσα συμβαίνουν ανά τον κόσμο σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς.», βλ. Μπ. Δ. Κλάρας: Γνωριμία παλαιών και συγχρόνων ποιητών, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1980, σ. 137.
40. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 17.
41. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 23.
42. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 85.
43. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 88.
44. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 93.
45. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 95.
46. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 111-112.
47. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 114-115.
48. Κώστας Βάρναλης: Άτταλος ο Τρίτος, ό.π., σ. 139.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αδάμος, Τάκης: Η λογοτεχνική κληρονομιά μας, Βιβλίο Β΄– Ποιητές, Καστανιώτης, Αθήνα 21980.
Βάρναλης, Κώστας: Άτταλος ο τρίτος, Κέδρος, Αθήνα 1972.
Βάρναλης, Κώστας: Προσκυνητής, Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1991.
Βουρνάς, Τάσος: Ιστορικά και φιλολογικά πορτραίτα, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1981.
Γεράνης, Στέλιος: Κώστας Βάρναλης. Σάτιρα, ποίηση και σοφία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985.
Γεωργουσόπουλος, Κώστας: Κλειδιά και κώδικες Θεάτρου, ΙΙ. Ελληνικό Θέατρο, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α. Ε., Αθήνα 22000.
Δάλλας, Γιάννης: Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη. Μελετήματα, Κέδρος, Αθήνα 1988.
Δάλλας, Γιάννης: «Κώστας Βάρναλης», στον τόμο Σάτιρα και Πολιτική στη Νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, Αθήνα 21991.
Δανιήλ, Γιώργος: «“Άτταλος ο τρίτος”, του Κ. Βάρναλη», «Νεοελληνικός Λόγος ’75-’76» (Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη), Κέδρος, Αθήνα 1977.
Διόδωρος Σικελιώτης: Άπαντα 2, Βιβλιοθήκης Ιστορικής. Βίβλος Δευτέρα, «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία “ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ”», Κάκτος, Αθήνα 1997.
Διόδωρος Σικελιώτης: Άπαντα 19, Βιβλιοθήκης Ιστορικής. Βίβλος Δευτέρα, «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία “ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ”», Κάκτος, Αθήνα 1998.
Δρομάζος, Στάθης: Νεοελληνικό Θέατρο. Κριτικές, Κέδρος, Αθήνα 1986.
Καλοδίκης, Περ.: Η νεοελληνική λογοτεχνία, τόμος 3, Gutenberg, Αθήνα χ.χ.
Κορδάτος, Γιάνης: Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, τ. Β΄, Επικαιρότητα, Αθήνα 1983.
Κορδάτος, Γιάνης: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Αρχαία Γ2 355-146 π.Χ., Εκδόσεις 20ός ΑΙΩΝΑΣ, Αθήνα χ.χ.
Κορδάτος, Γιάνης: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Ελληνιστικοί Χρόνοι 1 323-1 π.Χ., Εκδόσεις 20ός ΑΙΩΝΑΣ, Αθήνα χ.χ.
Κορδάτος, Γιάνης: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Ελληνιστικοί Χρόνοι 2 323-1 π.Χ., Εκδόσεις 20ός ΑΙΩΝΑΣ, Αθήνα χ.χ.
Λαδογιάννη, Γεωργία: Κείμενα κριτικής για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995.
Λαμπρινίδης, Μανόλης: Η ταξική συνείδηση στο έργο του Κ. Βάρναλη, Ύψιλον, Αθήνα 1982.
Λεκατσάς, Παν.: Η Πολιτεία του Ήλιου. Η κοινοχτημονική επανάσταση των δούλων και προλετάριων της Μικρασίας. 133-128 π.Χ., Καστανιώτης, Αθήνα 22006.
Μαλάνος, Τίμος: Βάρναλης. Αυγέρης. Καρυωτάκης, Καστανιώτης, Αθήνα 1983.
Μάρας, Στάθης: Κώστας Βάρναλης. Ιδεολογία και ποίηση, Καστανιώτης, Αθήνα 1986.
Παπαϊωάννου, Μ. Μ.: Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 22011.
Πετράκου, Κυριακή: Θεατρικές (Σ)Τάσεις και Πορείες. Δεκαέξι μελετήματα για το Νεοελληνικό Θέατρο, Παπαζήσης, Αθήνα 2007.
Σακελλαρίου, Χάρης: Ψηλά το κεφάλι δούλε! [Ο Αριστόνικος και η «Πολιτεία του Ήλιου»]. Ιστορικό μυθιστόρημα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998.
Στράβων: Άπαντα 14, Γεωγραφικών ΙΔ΄ (Από την Ιωνία στην Κιλικία), Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ», Κάκτος, Αθήνα 1994.
Χατζηπανταζής, Θόδωρος: Το Ελληνικό Ιστορικό Δράμα. Από το 19ο στον 20ό αιώνα, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών –Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006.
Νέα Εστία, «Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη», 1975.
Θέματα Παιδείας, τεύχ. 41-42, (ειδικό τεύχος: «Ο Οδηγητής Κώστας Βάρναλης»), Αθήνα 2010.
Θανάσης Ν. Καραγιάννης