“Μικρά, ανυπεράσπιστα παιδιά έπεφταν κάτω σαν τις μύγες” – Η εξέγερση του Σοβέτο κατά του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική
Η μεγαλύτερη ως τότε εξέγερση ενάντια στο ρατσιστικό και απάνθρωπο καθεστώς του Απαρτχάιντ στην Ν. Αφρική ξεκίνησε με αφορμή ένα εκπαιδευτικό νομοσχέδιο, παίρνοντας γρήγορα μεγάλες διαστάσεις μεταξύ των καταπιεζόμενων μαύρων Νοτιοαφρικανών και της κυβέρνησης που τους καταδυνάστευε.
Η μεγαλύτερη ως τότε εξέγερση ενάντια στο ρατσιστικό και απάνθρωπο καθεστώς του Απαρτχάιντ στην Ν. Αφρική ξεκίνησε με αφορμή ένα εκπαιδευτικό νομοσχέδιο, παίρνοντας γρήγορα μεγάλες διαστάσεις μεταξύ των καταπιεζόμενων μαύρων Νοτιοαφρικανών και της κυβέρνησης που τους καταδυνάστευε. Η χώρα συνταράχθηκε από ογκώδης διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τα όργανα καταστολής, που έδειξαν το πιο βίαιο πρόσωπό τους ακόμα και σε ανήλικους μαθητές. Οι εικόνες φρίκης έκαναν το γύρο του κόσμου, εντείνοντας τις εκκλήσεις για μποϊκοτάζ στη Νότια Αφρική, ενώ σηματοδότησαν και τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος χειραφέτησης των μαύρων της χώρας.
Όλα ξεκίνησαν από την απόφαση της κυβέρνησης του απαρτχάιντ, στα πλαίσια “αναδιοργάνωσης” του Υπουργείου Παιδείας, να επιβάλλει την αυστηρή εφαρμογή ενός παλιότερου, αλλά ντε φάκτο ξεχασμένου νόμου, που επέβαλε τη διεξαγωγή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αποκλειστικά στα Αφρικάανς, τη συγγενική προς τα ολλανδικά γλώσσα των περισσότερων λευκών της χώρας, απαγορεύοντας τα αγγλικά ή κάποια από τις ιθαγενείς γλώσσες της χώρας. Η απόφαση προκάλεσε τεράστια οργή και αναστάτωση σε μαθητές και δασκάλους της μαύρης κοινότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλοί δάσκαλοι δε μιλούσαν καν Αφρικάανς, κι έτσι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να διδάσκουν, ενώ οι μαθητές απεχθάνονταν μια γλώσσα συνδεδεμένη με τους δυνάστες τους, διαβλέποντας παράλληλα την προσπάθεια του καθεστώτος να εκριζώσει τις ποικίλες τοπικές παραδόσεις προς όφελος της κουλτούρας της ρατσιστικής άρχουσας τάξης.
Ολοένα και περισσότεροι διδάσκοντας αψηφούσαν το νόμο, κάτι που οδηγούσε σε απολύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους έφερναν κύμα παραιτήσεων σε ένδειξη αλληλεγγύης, ενώ μαθητές αποβάλλονταν επειδή αρνούνταν να γράψουν διαγωνίσματα κι εργασίες στα Αφρικάανς. Οι μαθητικές απεργίες πύκνωναν, προκαλώντας ακόμα περισσότερες αποβολές αγωνιστών μαθητών, όπως και το κλείσιμο σχολείων από το καθεστώς σε αντίποινα.
Για τις 16 Ιούνη 1976 είχε προγραμματιστεί συλλαλητήριο αλληλεγγύης στο Σοβέτο, λίγο έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ. Ένα πλήθος 20000 μαθητών συγκεντρώθηκε, υπό στενό αστυνομικό κλοιό και η ατμόσφαιρα ήταν από την αρχή ηλεκτρισμένη. Η αστυνομία επιτέθηκε στους διαδηλωτές, αρχικά με δακρυγόνα και μετά με όπλα, χωρίς να κάνει διακρίσεις μεταξύ οπλισμένων και άοπλων, μεγαλύτερων και μικρότερων μαθητών. Στο αυτοβιογραφικό έργο του Mark Mathabane, “Kaffir boy”, οι σκηνές από την πρώτη μέρα των διαδηλώσεων περιγράφονται ως εξής, μέσα από τα μάτια του μικρού Ντέβιντ:
“Άνοιξαν πυρ. Χωρίς καμία προειδοποίηση. Απλά άνοιξαν πυρ… Και μικρά παιδιά, μικρά ανυπεράσπιστα παιδιά, έπεσαν κάτω σαν μύγες από μυγοσκοτώστρα. Αυτό είναι φόνος, φόνος εν ψυχρώ”.
Κραυγαλέο παράδειγμα της βαναυσότητας των αστυνομικών οργάνων ήταν η δολοφονία του 13χρονο Έκτορ Πέτερσεν, που πυροβολήθηκε στη διάρκεια της διαδήλωσης. Οι μαθητές αμύνονταν με όποιον τρόπο μπορούσαν, χρησιμοποιώντας τούβλα, πέτρες, ακόμα και τις σχολικές τους τσάντες, στήνοντας οδοφράγματα και επιτιθέμενοι σε κυβερνητικά κτίρια. Τα νοσοκομεία πλημμύρισαν με τραυματίες μαθητές, οι πιο πολλοί με σφαίρες από αστυνομικά πυρά. Παρά την απαίτηση των αρχών από τα νοσοκομεία να παραδώσουν λίστες ονομάτων με τους τραυματισμένους για να συλληφθούν στη συνέχεια, πολλοί γιατροί αγνόησαν τις εντολές των διοικήσεων, καταγράφοντας τα τραύματα ως “αποστήματα”.
Οι διαδηλώσεις άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλη τη νότια Αφρική μεταξύ των μαύρων κατοίκων, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στο καθεστώς, που απάντησε με τον μόνο τρόπο που ήξερε, δηλαδή με περισσότερη βία και καταστολή. Μετά από μέρες αποτυχημένων προσπαθειών, ειδικές μονάδες με τεθωρακισμένα οχήματα κατέφτασαν στο Σοβέτο κι άλλες περιοχές όπου διαδήλωναν μαύροι. Εκτός από την κατάπνιξη των διαδηλώσεων η κυβέρνηση ενέτεινε τις απαγορεύεις και στο πολιτικό πεδίο, απαγορεύοντας τη δράση ομάδων κατά του απαρτχάιντ, διακόπτοντας συγκεντρώσεις και παρενοχλώντας τα μέλη τους. O Στιβ Μπίκο, προβεβλημένη φυσιογνωμία του αγώνα κατά του απαρτχάιντ, ήρθε αντιμέτωπος, όχι μόνο με απαγόρευση των δημόσιων ομιλιών του, αλλά και ακόμα και της έντυπης αναμετάδοσης των δηλώσεών του. Ο Μπίκο συνέχισε την πολιτική του δραστηριότητα, προκαλώντας το μένος του καθεστώτος που ένα περίπου χρόνο μετά τα γεγονότα στο Σοβέτο, τον σκότωσε στο ξύλο μέσω πρακτόρων της κρατικής ασφάλειας.
Συνολικά, 360 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια της εξέγερσης του Σοβέτο, που συνεχίστηκε ενώ υπάρχουν και υπολογισμοί που ανεβάζουν ως και το διπλάσιο τον αριθμό αυτό. Ανάμεσα στους νεκρούς υπήρξαν και δυο λευκοί, όπως ο κοινωνιολόγος Melville Edelstein, ο οποίος είχε φήμη ανθρωπιστή που στήριζε τη μαύρη κοινότητα, ωστόσο για μια ομάδα διαδηλωτών που τον πετροβόλησε λειτούργησε ως σύμβολο της μισητής εξουσίας, ευρισκόμενος στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Παρά την κατάπνιξη της εξέγερσης, η σπίθα που είχε ανάψει μόνο φαινομενικά είχε σβήσει. Ο αγώνας των μαύρων Αφρικανών θα συνεχιζόταν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και οργάνωση τα αμέσως επόμενα χρόνια, οδηγώντας στην πτώση του μισητού απαρτχάιντ λιγότερο από δύο δεκαετίες αργότερα.