Τηλεργασία: Ο «δούρειος ίππος» της αστικής τάξης
Αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως ελκυστικό και πρωτοπόρο, μπορεί να καταστεί ένα εργαλείο ακόμη μεγαλύτερης εκμετάλλευσης και να πλήξει ανεπανόρθωτα την ενσυναίσθηση και τη συλλογικότητα που απαιτούν οι διεκδικήσεις στους χώρους εργασίας, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στην απώλεια του μεγαλύτερου όπλου που έχει η εργατική τάξη στα χέρια της: της συναδελφικής – ταξικής – αλληλεγγύης.
Δεν χωράει αμφιβολία πως ο κορονοϊός έφερε τα πάνω κάτω στις εργασιακές σχέσεις και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των επιχειρήσεων, μεταβάλλοντας ριζικά την καθημερινότητα του κάθε εργαζόμενου.
Με τον ΟΟΣΑ να επισημαίνει πως «η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται στη μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων περίπου 100 ετών σε καιρό ειρήνης», με τους εργοδότες να «προβλέπουν απολύσεις στους έξι από τους επτά τομείς οικονομικής δραστηριότητας κατά το προσεχές τρίμηνο» (Έρευνα ManpowerGroup) και τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ να δείχνουν 260.000 χαμένες θέσεις εργασίας το πρώτο πεντάμηνο του 2020 σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε πως η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας θα είναι ιδιαίτερα τεταμένη και απρόβλεπτη, με την εργασιακή επισφάλεια και τον φόβο της απόλυσης να μας συνοδεύουν για καιρό.
Μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο διάστημα ήταν αδιαμφισβήτητα η τηλεργασία που φαίνεται πως δεν ήταν μόνο μια πρόσκαιρη λύση κατά τη διάρκεια της καραντίνας, αλλά πως ήρθε για να μείνει. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο γενικός διευθυντής της Morgan Stanley, Τζέιμς Γκόρμαν, «εάν πριν από τρεις μήνες κάποιος έλεγε ότι το 90% των υπαλλήλων μας θα εργάζεται από το σπίτι και όλα θα πήγαιναν ρολόι θα απαντούσα πως αυτή είναι μια δοκιμή που δεν θα δεχθώ διότι τα ρίσκα θα ήταν πολλά».
Η δοκιμή, όμως, πέτυχε για τους επιχειρηματίες, γι’ αυτό και ψάχνουν τρόπους τώρα να την καθιερώσουν και να τη διευρύνουν σε όλο και περισσότερα εργασιακά πεδία. Προς το παρόν, το επιχείρημα της αποφυγής του συνωστισμού αρκεί για να συνεχίσει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με την εναλλάξ προσέλευση των εργαζομένων στο γραφείο, φέρνοντας την εργατική τάξη αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη εργασιακή κανονικότητα στην οποία καλείται άμεσα να ανταπεξέλθει.
Οι απόψεις μοιάζουν μέχρι τώρα να είναι ετερόκλητες. Από τη μία μεριά, υπάρχουν υπάλληλοι που εκφράζονται θετικά απέναντι στην τηλεργασία, εξωτερικεύοντας την ικανοποίησή τους που γλυτώνουν χρόνο από τις μεταφορές και απασχολούνται σε ένα οικείο περιβάλλον, ενώ από την άλλη, είναι αρκετοί αυτοί που μοιάζουν ανήσυχοι αναφορικά με τα δυσδιάκριτα όρια που δημιουργούνται ανάμεσα στην εργασία και την ξεκούραση, κάτι που αυξάνει τις ώρες εργασίας και προκαλεί τριγμούς στο οικογενειακό περιβάλλον.
Γνωρίζοντας πως η σχέση ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους δεν μπορεί ποτέ να διέπεται από ταξική συμφιλίωση και να αποτελεί μια σχέση win – win, θα είχε νόημα να εξετάσουμε πως τοποθετούνται οι επιχειρηματίες απέναντί της, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε όχι μόνο τις παγίδες που κρύβει, αλλά και να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αποτελέσει τον «δούρειο ίππο» της αστικής τάξης για ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία και εντατικοποίηση.
Πρώτα απ’ όλα, μόνο και μόνο το ότι ο ΣΕΒ έθετε ήδη από το 2019 «ως εθνικό στόχο τον διπλασιασμό του αριθμού των τηλεργαζομένων μέσα στην επόμενη 3ετία, ώστε η Ελλάδα να συγκλίνει με το Ευρωπαϊκό μέσο όρο» (στην ειδική έκδοση με τίτλο: «Τηλεργασία: ευκαιρία για πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και καλύτερη ζωή για τους εργαζόμενους») φανερώνει πολλά για τα συμφέροντα που πιέζουν προς την κατεύθυνση μιας πιο διευρυμένης επιβολής της.
Μάλιστα, ο ΣΕΒ προτείνει προς τις επιχειρήσεις έναν κατάλογο με βασικούς δείκτες μέτρησης απόδοσης τηλεργασίας (KPIs), ενώ ανάμεσα στα οφέλη για τις εταιρείες που θα την προτιμήσουν ξεχωρίζει την αύξηση της παραγωγικότητας μέχρι και 50%, την προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού νεότερων ηλικιών, τη μείωση των λειτουργικών εξόδων και τη μείωση εκτάκτων απουσιών.
Στη «μείωση εκτάκτων απουσιών» εικάζουμε πως περιλαμβάνονται οι απουσίες λόγω ασθένειας, καθώς και οι «απεργιακές απουσίες» – ένας βραχνάς για όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις που δεν θέλουν εργαζόμενους να χαλούν την εικόνα της «αρμονικής και ισορροπημένης οικογένειας» και του «καλού εργοδότη».
Αξίζει να σημειωθεί πως ο ΣΕΒ παραθέτει και ενδεχόμενα «πλεονεκτήματα» που μπορεί να έχει η τηλεργασία για τους εργαζόμενους, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουμε τη «βελτίωση» της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, ενώ δεν παραλείπει να επισημάνει δυνητικά «οφέλη» για το περιβάλλον από την αποφυγή των μετακινήσεων.
Αδυνατούμε να φανταστούμε πως γίνεται να «βελτιωθεί» η ισορροπία ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική ζωή όταν αυτά τα δύο θα γίνουν ένα και το αυτό, ενώ είναι τουλάχιστον προκλητικό να γίνεται προσπάθεια να επιρριφθούν ευθύνες στους εργαζόμενους για την κλιματική αλλαγή, όταν τόσα χρόνια οι μεγάλες βιομηχανίες ρυπαίνουν ανεξέλεγκτα, ενώ μόλις πριν από λίγες μέρες ο Φατίχ Μπίρολ, γενικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, προειδοποίησε πως «ο κόσμος έχει μόλις έξι μήνες για να αλλάξει την πορεία της κλιματικής αλλαγής και να προλάβει μια νέα αύξηση των εκπομπών ρύπων μετά την άρση της καραντίνας. Αν αυτό δεν συμβεί, οι προσπάθειες να αποφύγουμε την κλιματική καταστροφή ενδέχεται να αποβούν μάταιες».
Στη συνέχεια, από την έρευνα που διενήργησε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο στα μέλη του, ξεχωρίζουμε πως «το 67,9% των εταιρειών χαρακτήρισε από αρκετά έως πολύ αποδοτική την εξ’ αποστάσεως απασχόληση του προσωπικού», ενώ «το 40% των επιχειρήσεων βλέπουν θετικά το ενδεχόμενο να διατηρήσουν την τηλεργασία για ένα μέρος του προσωπικού τους και μετά την πανδημική κρίση».
Επίσης, στην έρευνα του Managing Director, Φίλιπ Ούρσκοφ Νίλσεν, της Oriani Ltd για την τηλεργασία στην ναυτιλιακή βιομηχανία, διαβάζουμε πως «το 44% των εργαζομένων δούλεψε περισσότερο απ’ ότι θα δούλευε αν βρισκόταν στο γραφείο», ένα στοιχείο σαφώς αποκαρδιωτικό για την τροπή που μπορεί να αποκτήσει η τηλεργασία στα χέρια της αστικής τάξης.
Την ίδια στιγμή, έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών τονίζει πως η τηλεργασία «μπορεί να διευρύνει τις υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ καλών και λιγότερο καλών θέσεων εργασίας».
Χρειάζεται συνεπώς μεγάλη προσοχή, ειδικά όταν, σύμφωνα με έρευνα της KPMG, 7 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα δείχνουν να προκρίνουν το μοντέλο της τηλεργασίας και για την μετά κορονοϊού εποχή.
Αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως ελκυστικό, ρηξικέλευθο, πρωτοπόρο, με πλεονεκτήματα και διευκολύνσεις, μπορεί να καταστεί ένα εργαλείο ακόμη μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, να επιφέρει απομόνωση και εσωστρέφεια και να πλήξει ανεπανόρθωτα την ενσυναίσθηση και τη συλλογικότητα που απαιτούν οι κινητοποιήσεις και οι διεκδικήσεις στους χώρους εργασίας, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στην απώλεια του μεγαλύτερου όπλου που έχει η εργατική τάξη στα χέρια της: της συναδελφικής – ταξικής – αλληλεγγύης.
Αν εξοβελιστεί η φυσική παρουσία, η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους εργαζόμενους, οι ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα σε πραγματικό χρόνο, τότε θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ορθωθούν εμπόδια και αντιστάσεις στις διαθέσεις του εκάστοτε εργοδότη.
Οι μεγαλοεπιχειρηματίες γνωρίζουν καλά τι ακριβώς διακυβεύεται με την τηλεργασία. Καιρός να μάθουμε κι εμείς και να προετοιμαστούμε καταλλήλως για να αποκρούσουμε την αντεργατική επίθεση που ετοιμάζουν.