Όταν ο Μαρκεζίνης δήλωνε θαυμαστής του Λένιν, συμμετέχοντας στη “φιλελευθεροποίηση της χούντας”.
Ο Μαρκεζίνης ορκίστηκε δοτός πρωθυπουργός της χούντας και νομιμοποιούσε το εγχείρημα “φιλελευθεροποίησής” της, αλλά επικαλούνταν το Λένιν, την πολιτική της ΝΕΠ και του Μπρεστ-Λιτόφσκ, για να δικαιολογήσει τη δική του πολιτική, ως τέχνης του εφικτού…
Σαν σήμερα, στις 8 Οκτωβρίου του 1973, ορκίζεται από τη χούντα η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, που σηματοδοτεί την κορύφωση της απόπειρας “φιλελευθεροποίησής της”. Μια απόπειρα που έλαβε τέλος πριν καν αρχίσει καλά-καλά, χάρη στην ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου, που έθαψε το περίεργο καθεστώς της “χουντοδημοκρατίας” και τις αυταπάτες (;) πολλών πολιτικών χώρων -μεταξύ άλλων και του “ΚΚΕ εσ.”- για αυτήν τη διαδικασία. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ενδιαφέρον, ξεχωριστό κεφάλαιο.
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ορισμένα αποσπάσματα από το άρθρο του Αναστάση Γκίκα “η ‘φιλελευθεροποίηση της Χούντας’ και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις” και πιο συγκεκριμένα από το κεφάλαιο που αναφέρεται στο “πείραμα Μαρκεζίνη”, (που περιέχεται στη συλλογική έκδοση του τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ “Δικτατορία 1967-1974, κείμενα και ντοκουμέντα”). Ο οποίος Μαρκεζίνης δε διστάζει να δηλώσει θερμός θαυμαστής του Λένιν, για την τακτική του ευελιξία στη ΝΕΠ και τη συμφωνία Μπρεστ-Λιτόφσκ, προκειμένου να δικαιολογήσει τους δικούς τους “ελιγμούς” και τη συμμετοχή του στο πολιτικό μακιγιάζ που αναζητούσε η δικτατορία. Αυτό για όσους τυχόν νομίζουν πως η επίκληση του Λένιν (της ΝΕΠ και του Μπρεστ-Λιτόφσκ) είναι καινούριο φρούτο-καινοτομία της σημερινής κυβέρνησης…
Επόμενο βήμα στη διαδικασία “φιλελευθεροποίησης” του καθεστώτος υπήρξε ο σχηματισμός “πολιτικής” κυβέρνησης. Για το σκοπό αυτόν, ο Γ. Παπαδόπουλος είχε έρθει σε επαφή με το Σπ. Μαρκεζίνη ήδη από τις 6 Ιούνη. Έπειτα από σειρά συναντήσεων και διαβουλεύσεων, κατά τις οποίες επήλθε κάποιος “συμβιβασμός” ως προς τον περιορισμό ορισμένων εξουσιών του Προέδρου χάριν του πρωθυπουργού (πχ στο διορισμό του υπουργού των Εξωτερικών κ.ά.) και την επίσπευση του χρόνου των εκλογών, ο Σπ. Μαρκεζίνης δέχτηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία. Θετικά, σύμφωνα με τον ίδιο, τον είχαν παροτρύνει προσωπικότητες όπως ο Π. Κόκκας (εκδότης της κεντρώας εφημερίδας Ελευθερία), ο καθητητής Ι. Γεωργάκης (στενός συνεργάτης του Α. Ωνάση), αλλά και ο Α. Μπριλλάκης (ηγετικό στέλεχος του “ΚΚΕ Εσωτερικού”), “ο οποίος θα μου συστήσει να προχωρήσω στο σχηματισμό κυβερνήσεως και θα μου ανακοινώσει ότι επρόκειτο να επιστρέψει και ο ίδιος στην Αθήνα”.
Η κυβέρνηση Μαρκεζίνη (που ο ίδιος την χαρακτήρισε “δοτή”) ορκίστηκε στις 8 του Οκτώβρη. Από τα 39 μέλη της, τα 22 υπήρξαν επιλογή του Μαρκεζίνη. Μεταξύ αυτών, ο Λ. Ευταξίας (πρώην υπουργός του Κ. Καραμανλή) και ο Ν. Μομφεράτος (“τον οποίο είχε υποδείξει”, κατά το Μαρκεζίνη, ο ίδιος ο “Καραμανλής ως προσωπικό σύνδεσμο”).
Σε ανακοίνωσή του το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ θα χαρακτηρίσει την κυβέρνηση Μαρκεζίνη ως “συνέχιση του ελιγμού της χούντας για μεταμφίεσή της στη λεγόμενη προεδρική δημοκρατία”, τονίζοντας ταυτόχρονα: “Καμιά αυταπάτη για το χαρακτήρα και τους σκοπούς της νέας κυβέρνησης δεν επιτρέπεται… Ο δρόμος του συμβιβασμού, στον οποίο καλεί ο Μαρκεζίνης, η χουντική δικτατορία και τα όργανά της, είναι δρόμος που εξυπηρετεί τα συμφέροντας της ολιγαρχίας και των ιμπεριαλιστών”. (…) Ο Χ. Φλωράκης θα τονίσει σχετικά: “Οι αλλαγές και οη μεταμόρφωση του καθεστώτος σημαδεύουν τώρα δύο δρόμους: Το δρόμο της αδιάλλακτης πάλης για την ανατροπή του καθεστώτος… και το δρόμο της προσαρμογής με τη λεγόμενη συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες στα πλαίσια της χουντοδημοκρατίας στο ρόλο της αντιπολίτευσης. Το ΚΚΕ αποκρούει κατηγορηματικά το δεύτερο δρόμο… θεωρεί λαθεμένη και επιζήμια την τακτική της αναμονής και των επιφυλάξεων, που μέχρι στιγμής ακολουθούν τα διάφορα αστικά κόμματα απέναντι στη λεγόμενη πολιτικοποίηση”.
(…)
Απαντώντας στις επικρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας περί “κάλπικης” πολιτικοποίησης, ο Μαρκεζίνης θα τονίσει στο Spiegel: “Δε βλέπω πώς αλλιώς θα ηδύνατο να γίνει η μετάβαση εις τη λειτουργίαν του Συνταγματικού Πολιτεύματος χωρίς να διέλθομεν από μίαν φάσιν πολιτικής κυβερνήσεως, η οποία θα διεξήγε αδιάβλητους εκλογάς. Εάν δεν ήτο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας η πηγή της εξουσίας, τότε θα έπρεπε να ήτο άλλη δύναμις και αυτή θα ήτο δυνατόν να προέλθει μόνο από μίαν επανάστασιν”. “Εκείνο που υπερισχύει στην πολιτική”, θα πει σε άλλη συνέντευξή του στους Times, “δεν είναι το επιθυμητό αλλά η τέχνη του εφικτού”, επισημαίνοντας πως ανάλογες περιπτώσεις με τη δική του υπήρξαν και στο παρελθόν αναφέρει την κυβέρνηση Σοφούλη το 1945). “Περίοδοι γνήσιας δημοκρατίας”, συνέχισε “υπήρξαν σπάνιες εξαιρέσεις στην ιστορία της Ελλάδος των τελευταίων 150 ετών. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι το πολιτικό μας σύστημα είχε ήδη σαπίσει ως τις ρίζες του, όταν οι στρατιωτικοί κατέλαβαν την εξουσία”.
Όσον αφορά τις ενστάσεις-επιφυλάξεις γύρω από τις υπερεξουσίες του Γ. Παπαδόπουλου, θα δηλώσει: “Πιστεύετε ότι ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όσον ισχυρός και αν είναι, δύναται να αντιμετωπίση επ’ αόριστον χρονικόν διάστημα μίαν κοινοβουλευτικήν πλειοψηφίαν; Σήμερον ο κ. Γ. Παπαδόπουλος κατέχει την εξουσίαν. Το καθήκον μας είναι να τον βοηθήσωμεν από το στρατιωτικόν καθεστώς εις μίαν δημοκρατικήν ζωήν”.
Στο ενδεχόμενο μη συμμετοχής του αστικού πολιτικού κόσμου στη δρομολογηθείσα “φιλελευθεροποίηση”, ο Μαρκεζίνης θα ξεκαθαρίσει πως “οι εκλογές θα διεξαχθούν ‘ούτως ή άλλως’, έστω και αν απόσχη ο πολιτικός κόσμος”.
Στις ζυμώσεις όλης αυτής της περιόδου, πάντως, θα βρεθούν και “αναπάντεχοι” διεθνείς σύμμαχοι, όπως πχ ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης βουλευτής Κ. Μάρτι, ο οποίος “θα υποδείξει” στους “αντιπολιτευόμενους της Δεξιάς και του Κέντρου να προσαρμοστούν στη δεδομένη, όπως την χαρακτήρισε, χουντική δημοκρατία και να πολιτευτούν στα πλαίσιά της”.
Για την “άμβλυνση” των “ενστάσεων” και των “επιφυλάξεων” του αστικού πολιτικού κόσμου, η κυβέρνηση θα διαρρεύσει στα τέλη του Οκτώβρη ότι επίκειται η έκδοση νόμου “περί λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων” και η θεσμοθέτηση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων στην παιδεία. Στις 2 του Νοέμβρη θα διακοπεί η αναγκαστική στράτευση 110 φοιτητών, ενώ ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Σπ. Ζουρνατζής, θα δηλώσει πως “ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ελεύθερος να επιστρέψη εις την Ελλάδα και τα προ του 1967 τραγούδια του θα επιτραπούν και πάλιν”.
Ξανά και ξανά ο Σπ. Μαρκεζίνης θα επικαλεστεί το “ρεαλισμό” απέναντι στις “αυταπάτες” των “κομμάτων της αντιπολιτεύσεως”, που “δεν κατανοούν ότι δεν είναι εις θέσιν να υπαγορεύσουν τους όρους των”. “Θαυμάζω”, δήλωνε, “τους Καραμανλήν, Κανελλόπουλον, Μαύρον και Ηλιού, αλλά παίρνουν τας επιθυμίας των ως πραγματικότητας. Η πολιτική δεν είναι δόγμα, αλλά η τέχνη του δυνατόν γένεσθαι”. Θα υποδείξει μάλιστα σχετικά ως παράδειγμα την πολιτική του Λένιν (του οποίου δήλωσε “θερμός θαυμαστής”) στην υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ και τη ΝΕΠ!
Ακολούθως, θα προσθέσει πως, αν και το σύστημα εκλογών που σχεδίαζε, απαγόρευε τη συμμετοχή σε αυτές “των φασιστών και των κομμουνιστών” (κατά το γερμανικό μοντέλο), ο ίδιος ήταν υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και της συμμετοχής του στις εκλογές, “με τον όρο βεβαίωως ότι θα εγκαταλείουν τον σκοπόν της ανατροπής της πολιτικής και οικονομικής τάξεως”. Ως προς αυτό, συμμεριζόταν “την συμβουλήν” που του “είχε δώσει προ 30 ετών ο Σερ Ουόλτερ Σιτρίν, ηγέτης των βρετανικών συνδικάτων: Είναι χίλιες φορές προτιμότερον να έχη κανείς τους εχθρούς του εντός ενός κοινοβουλίου, παρά εκτός αυτού. Δύναται ούτως να τους ελέγχη καλλίτερον”. Με το ενδεχόμενο νομιμοποίησης του ΚΚΕ συμφώνησαν δημόσια και άλλοι αστοί πολιτικοί, όπως ο Γ. Μαύρος (ΕΚ), θεωρώντας πως έτσι θα αντιμετωπιζόταν καλύτερα. Αναφερόμενος στο ζήτημα της συμμετοχής του ΚΚΕ στις εκλογές, ο τελευταίος τόνισε ειδικότερα πως ο “πειρασμός, και δια την κυβέρνησιν και δια το ΚΚΕ είναι μεγάλος”, για το μεν τελευταίο γιατί θα πετύχαινε την παύση των πολύχρονων διώξεων εναντίν του, για τη δε πρώτη γιατί η συμμετοχή του ΚΚΕ στις εκλογές θα προσέδιδε ισχυρό προκάλυμμα νομιμοποίησής τους”.
Σχολιάζοντας τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, ο ραδιοσταθμός “Φωνή της Αλήθειας”, αφού αποκάλεσε “ύβρη” την εξίσωση κομμουνισμού-φασισμού, έκανε λόγο για “νομιμοποίηση με χειροπέδες για τους κομμουνιστές, με απάρνηση του Προγράμματός τους για την κοινωνική χειραφέτηση του εργαζόμενου λαού, για τη λύτρωση των πολλών από την εκμετάλλευση των ολίγων”.
Ο Α’ Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Χαρίλαος Φλωράκης, από το Λονδίνο όπου βρισκόταν, τόνισε σχετικά σε συνέντευξη Τύπου:
“Την πολιτική δράση το ΚΚΕ δεν την εξαρτά από το αν θα το αναγνωρίσει ο Μαρκεζίνης ή το Σύνταγμα. Άλλωστε, μέχρι σήμερα από την ίδρυσή του ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν νόμιμο το ΚΚΕ… Και αν ακόμα υποθέσουμε, πράγμα που είναι απίθανο, ο Μαρκεζίνης να καταφέρει αν το θέλει να το νομιμοποιήσει, εμείς αυτήν την ευκαιρία θα την αξιοποιήσουμε για να δράσουμε πολιτικά. Δεν πρέπει να συνδέεται το ζήτημα των εκλογών με το ζήτημα του ΚΚΕ. Γενικά το ζήτημα των εκλογών είναι ζήτημα τακτικής και όχι στρατηγικής του Κόμματος. Και η θέση κάθε φορά του Κόμματος στο ζήτημα των εκλογών εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες. Συγκεκριμένα, ξεκινάμε από την ατράνταχτη πεποίθηση ότι οι εκλογές αυτές δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα. Το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι να εξαπατήσουν τον κόσμο ότι τάχα έχουμε δημοκρατία στην Ελλάδα, να σπείρουν τη σύγχυση”.