Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο Ρωμηός» του Γ. Σουρή
“Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές…”
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, στις 2 του Φλεβάρη 1853 και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Αυγούστου 1919.
Η οικογένειά του ήταν εύπορη. Ο ίδιος προσπάθησε να ασχοληθεί με το εμπόριο, έκανε ταξίδια, αλλά γρήγορα η κλίση του να γράφει εύκολα στίχους τον έσπρωξε στη λογοτεχνία.
Εργαζόταν σε εφημερίδες ως δημοσιογράφος όταν ο Γ. Δροσίνης του πρότεινε να βγάλει δική του σατιρική πολιτική εφημερίδα. Έτσι, στις 2 του Απρίλη 1883 κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο του «Ρωμηού» (ο τίτλος ήταν ιδέα του Δροσίνη) που έβγαινε κάθε βδομάδα, μέχρι τις 17 του Νοέμβρη 1918.
Το 1900, στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών, παρουσιάστηκαν με επιτυχία οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, σε έμμετρη απόδοσή του. Έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες, οι οποίες καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής, ενώ τα επόμενα χρόνια προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το έργο του Σουρή είτε πρόκειται για ποιήματα, είτε για στιχουργημένα χρονογραφήματά χαρακτηριζόταν από την ποιητική του γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Σχολίαζε το λαό, τους άρχοντες, τους βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. «Είναι αλήθεια πως ο Σουρής μαστιγώνει, σατιρίζει, γελοιοποιεί όχι μόνο τους πολιτικούς αλλά και τους αξιωματικούς, τους δημάρχους, τους καθηγητές του Πανεπιστημίου και τους αυλικούς. Κάποτε σατίρισε και τη βασίλισσα Όλγα. Σε μια σάτιρά του άρχιζε με το στίχο «Κυρά Γιώργαινα μπεκρού…». Για το ποίημά του αυτό του απαγγέλθηκε κατηγορία «επί εξυβρίσει του Ιερού προσώπου της Βασιλίσσης» και κάθισε στο σκαμνί του κατηγορουμένου. Αθωώθηκε όμως γιατί στην απολογία του είπε πως σατίριζε τη γυναίκα του… Ακόμα και τους τρανούς παπάδες σατίρισε…» σημειώνει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος.
Ο Γ. Σουρής χρησιμοποιεί πολύ τη δημοτική, αλλά και αρκετές λόγιες λέξεις και φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. Κάποιοι (μεταξύ των οποίων ο Κορδάτος) τον είπαν στιχοπλόκο και κατηγόρησαν το έργο του υποστηρίζοντας πως στερείται ποιητικής αξίας.
Ο λόγος του Σουρή σε μεγάλο βαθμό παραμένει επίκαιρος, και κάποιες φορές θα λέγαμε ότι φωτογραφίζει με εκπληκτικό τρόπο εικόνες και της σημερινής εποχής, όπως συμβαίνει με το ποίημά του «Ο Ρωμηός» που φιλοξενεί σήμερα η στήλη. Αν και πόσο άλλαξαν από τότε (το ποίημα γράφτηκε το 1880) οι καταστάσεις που καυτηριάζει με την πένα του ο Σουρής, δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί. Το ζητούμενο είναι αν θέλουμε να αλλάξουν και αν είμαστε διατεθειμένοι να αφήσουμε πίσω το στάδιο της – ανέξοδης – κριτικής και να πράξουμε προς την ανάλογη κατεύθυνση…
Ο Ρωμηός
Στον καφενέ απ’ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.Σε μια καρέκλα το ’να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφίνω το καπέλλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.Φέρνω τον νουν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.Στον καφετζή ξεσπάνω… φωτιά κι εκείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω τον κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.Γεώργιος Σουρής
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback