«Ήταν ένας έμπρακτος προλεταριακός διεθνισμός…» – Αλβανοί και Έλληνες παρτιζάνοι, της 8ης Ταξιαρχίας του Αλβανικού ΕΑΣ και του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, πολεμούν πλάι-πλάι τους χιτλερικούς καταχτητές
«Εμείς οι Αλβανοί θεωρούσαμε συμμάχους τους Έλληνες ενάντια στους φασίστες κατακτητές της χώρας μας…Στις όμοιες συνθήκες κατοχής και του ηρωικού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των δυο λαών, στον οποίο ηγούνταν τα αντίστοιχα ΚΚ, έγινε μπορετή και μια τέτοια πολεμική σύμπραξη. Ήταν ένας έμπρακτος προλεταριακός διεθνισμός που καλλιεργούσε τα πιο ευγενικά ανθρώπινα αισθήματα αλληλοσεβασμού και αγάπης…»
Στις 10 του Ιούλη 1943 ανακοινώνεται ο σχηματισμός του Γενικού Επιτελείου του Αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού. Ο ΕΑΣ ιδρύθηκε με πρωτοβουλιά του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας, με αποστολή την απελευθέρωση της χώρας, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας, αποτελώντας το ένοπλο στήριγμα αυτής της εξουσίας.
Ο αγωνιστής Κώστας Ζάβαλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα, στην Πωγωνιανή Ιωαννίνων. Διέκοψε τις σπουδές στη Ζωσιμαία Σχολή κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή και οικογενειακώς μετέβηκε στη γενέτειρα των γονέων του τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου. Έλαβε μέρος στον Αντιστασιακό Εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα με συμμετοχή αρχικά στις αντάρτικες μονάδες της Ελληνικής Μειονότητας, σε συνέχεια στο τάγμα «Θ. Ζήκος» και στην VIII Ταξιαρχία ταυ Αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΑΣ). Αποστρατεύτηκε και στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του δραστηριοποιήθηκε στη δημοσιογραφία ως συντάκτης στο Λαϊκό Βήμα, όπου έγραψε σε όλα τα είδη του δημοσιογραφικού λόγου, περιλαμβάνοντας και τις πολεμικές αναμνήσεις του.
Στο βιβλίο του Κώστα Ζάβαλη, «Πολεμικό οδοιπορικό ενός αγωνιστή» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2005), καταγράφεται η συμμετοχή της Ελληνικής Μειονότητας της Αλβανίας στον αγώνα ενάντια στη γερμανοϊταλική κατοχή της Αλβανίας. Οι πρώτες αντιστασιακές ομάδες της Ελληνικής Μειονότητας, η ένταξή τους στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΑΣ). Η συμμετοχή τους στο Τάγμα «Θανάσης Ζήκος» και στη συνέχεια στην VIII Ταξιαρχία του ΕΑΣ. Η αγωνιστική συνύπαρξη Ελλήνων και Αλβανών, η συνεργασία με τον ΕΛΑΣ. Οι συνεχείς μάχες για την απελευθέρωση της Νότιας Αλβανίας. Η μάχη του Αργυροκάστρου, η απελευθέρωση των Τιράνων, η συγκρότηση της λαϊκής εξουσίας μέσα από τις εθνικοαπελευθερωτικές επιτροπές, η προέλαση προς Βορρά και η διεθνιστική βοήθεια προς τη Γιουγκοσλαβία, με τη συμμετοχή στις μάχες για το διώξιμο των Γερμανών από το Μαυροβούνιο.
Το βιβλίο μας δίνει αρκετά στοιχεία άγνωστα στο ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Αποτελεί μια αξιόλογη ιστορική καταγραφή μιας περιόδου σημαντικής, της περιόδου του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και των αντιστασιακών κινημάτων των Βαλκανίων. (Από το οπισθόφυλλο).
«Ο συγγραφέας ξεκινώντας την ιστόρηση του αντιφασιστικού αγώνα από την άφιξη του μουσολινικού στρατού στην Αλβανία, την επίθεση κατά της Ελλάδας, την αλβανική αντάρτικη μονάδα του Μισλίμ Πέζα (η πρώτη ανταρτοομάδα που έγινε στην κατεχόμενη Ευρώπη) κι έπειτα του Χατζί Λέσι, καταγράφει – με τη συμβολή μαρτυριών και άλλων αγωνιστών – πολυάριθμα ονόματα Ελλήνων και Αλβανών αγωνιστών. Την προετοιμασία και οργάνωση από πρωτοπόρους κομμουνιστές. Πλήθος γεγονότων που αποδείχνουν την αγαστή συνεργασία του ελληνικού ΕΑΜ με το αντίστοιχο αλβανικό FNC και του ΕΛΑΣ (έστελνε και μαχητές του να αγωνιστούν στην Αλβανία) με τις τοπικές πολιτικές οργανώσεις και μάχιμες δυνάμεις του ΕΑΣ. Πολλές ηρωικές μάχες μέχρι τη λήξη της γερμανικής κατοχής. Λογής λογής θυσίες ανδρών και γυναικών αγωνιστών σ’ όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην ιταλογερμανική κατοχή και τους ντόπιους συνεργάτες της. Αλλά και τα οράματα για οικοδόμηση, μετά τον πόλεμο, της λαϊκής εξουσίας και δημοκρατίας στην Αλβανία» σημειώνει η Αριστούλα Ελληνούδη, παρουσιάζοντας στο Ριζοσπάστη (Κυριακή 13 Μάρτη 2005) το βιβλίο του Κώστα Ζάβαλη.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα, χαρακτηριστικό της αγωνιστικής συνύπαρξης Ελλήνων και Αλβανών παρτιζάνων, στο πεδίο της μάχης.
Ρίχνοντας στο χαρτί αναμνήσεις από την οπτική γωνία απλού παρτιζάνου για γεγονότα που ο ίδιος έζησα, εξαρχής περιορίζομαι αυστηρά σε συμβάντα απευθείας αποτύπωσης στη μνήμη μου, στο μεγαλύτερο μέρος για την πολεμική δράση ενός μικρού παρτιζάνικου τμήματος μέλος του οποίου ήμουν. Όμως μια εξαίρεση! Θεωρώ χρέος μου να κάνω μια αναφορά σε ένα ιστορικό συμβάν, όχι βέβαια μοναδικό, που μεταξύ των άλλων έρχεται να επιβεβαιώσει, μαζί με την εκτέλεση συμμαχικών υποχρεώσεων προς το Μεγάλο Αντιφασιστικό Συνασπισμό του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, και τον αγωνιστικό διεθνισμό, την «εν όπλοις φιλία» δυο λαών που αγωνίζονταν για κοινά εθνικά και κοινωνικά ιδανικά. Μέχρι και μικρά τέτοια συμβάντα δεν πρέπει να περνούν στη λησμονιά.
Προηγούμενα έγραψα για μια εγκάρδια συναγωνιστών συνάντηση μεταξύ των διοικήσεων της 8ης Ταξιαρχίας του Αλβανικού ΕΑΣ και του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Θα συνεχίσω με τη σύμπραξη στο πεδίο της μάχης των δυο συναγωνιστριών μονάδων σε στιγμές κρίσιμες.
Ας δώσουμε καλύτερα το λόγο στους αυθεντικούς μετασχόντες.
Με τον παλαίμαχο Αργυροκαστρίτη Γκάκιο Μπασάρι, παλιό στέλεχος του ΕΑΣ και σε συνέχεια του Λαϊκού Στρατού, στις βετεράνικες κουβέντες μας, συχνά φέρνουμε στη μνήμη «παλιές δόξες». Με ιδιαίτερη νοσταλγία αυτός αναθυμάται τον καυτό Ιούνη του ’44:
«…Ήταν στο πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη του 1944, αφηγείται. Το τάγμα μας, το 2ο της 8ης Ταξιαρχίας, μαζί με το Λόχο Διοίκησης του Αρχηγείου Πρώτης Ζώνης Επιχειρήσεων, αντιμετώπιζε την πίεση των χιτλερικών του Συγκροτήματος “Στάιρερ” στην περιοχή Σωπικής του Πωγωνίου. Επανειλημμένα αποκρούσαμε απόπειρες του εχθρού να προελάσει, είχαν ξεθεωθεί οι λόχοι να τρέχουν ελισσόμενοι πότε σε μια και πότε σε άλλη κατεύθυνση για την αναχαίτισή του.
Τέλος, από τη διοίκηση της Ταξιαρχίας έρχεται διαταγή να εισδύσουμε, ολόκληρο το τάγμα, στα μετόπισθεν του εχθρού και, σε συνεργασία με δυνάμεις του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ να καταφέρουμε από τα νώτα ένα γερό πλήγμα κατά του “Στάιρερ”. Στις δύσκολες τότε στιγμές για ολόκληρη τη Νότια Αλβανία, ιδιαίτερα για τις περιοχές μεταξύ Δρίνου και Βιόσας, στιγμές που προβλέπονταν δεινότερες στις επερχόμενες μέρες όσο αποκορυφωνόταν η εχθρική εκκαθαριστική επιχείρηση, ένα τέτοιο χτύπημα θα έδινε μια βαθιά ανάσα προετοιμασιών όχι μόνον των παρτιζάνικων δυνάμεων μα και του λαού για την αντιμετώπιση της κατάστασης.»
«Το τάγμα συντάχτηκε και χωρίς χρονοτριβή ξεκίνησε προς την κατεύθυνση της Βοστίνας (Πωγωνιανή). Αμέσως μετά προς το Δελβινάκι. Άσβηστη θα μείνει στη μνήμη μου η θερμή υποδοχή που μας επιφύλαξαν οι Έλληνες συναγωνιστές. Όχι μόνον οι αντάρτες και τα στελέχη του ΕΛΑΣ. Όλος ο λαός του ελληνικού Πωγωνίου…» Διακόπτω τον Γκάκιο: «Ακριβώς διότι όχι μόνο του Πωγωνίου, όλοι οι Έλληνες στην πλειοψηφία έτρεφαν θαυμασμό στον αγώνα και τον ηρωισμό των Αλβανών παρτιζάνων, του Αλβανικού λαού που την αντίστασή του στους Ιταλο-φασίστες εισβολείς την άρχισε τις τραγικές εκείνες μέρες του Απρίλη του 1939…». «Τα αισθήματα είναι αμοιβαία, συνεχίζει ο παλιός συναγωνιστής.
– Εμείς οι Αλβανοί θεωρούσαμε συμμάχους τους Έλληνες ενάντια στους φασίστες κατακτητές της χώρας μας από τότε που ο Μουσολίνι επιτέθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβρη του 1940, γι’ αυτό και υποδεχτήκαμε τον Ελληνικό Στρατό «με ψωμί και αλάτι» και όσο μπορέσαμε τον βοηθήσαμε, παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικές αρχές και η τότε Ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκαν την αίτηση για συμμετοχή στον πόλεμο αλβανικών εθελοντικών μονάδων στο πλευρό του Ελληνικού Στρατού· τότε έχουμε και τη δράση των πρώτων ανταρτοσωμάτων στα μετόπισθεν του φασιστικού Ιταλικού Στρατού, τα οποία είχαν οργανώσει οι θρυλικοί πατριώτες Μυσλίμ Πέζα και Χατζί Λέσι. Στις όμοιες συνθήκες κατοχής και του ηρωικού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των δυο λαών, στον οποίο ηγούνταν τα αντίστοιχα κομμουνιστικά κόμματα με την αυτή ιδεολογία και κοσμοαντίληψη, έγινε μπορετή και μια τέτοια πολεμική σύμπραξη. Ήταν ένας έμπρακτος προλεταριακός διεθνισμός που καλλιεργούσε τα πιο ευγενικά ανθρώπινα αισθήματα αλληλοσεβασμού και αγάπης…».
Σωπαίνει ο βετεράνος και κατευθύνει το βλέμμα του πέρα απροσδιόριστα, σαν σε έκσταση. Ύστερα, σαν να συνέρχεται, συνεχίζει την αφήγησή του: «…Στο Δελβινάκι κάναμε στροφή. Μαζί μ’ ένα τάγμα του 15ου Συντάγματος -θυμούμαι καλά ήταν κι εκείνο δεύτερο της μονάδας του, όμως ξεχνώ το όνομά του διοικητή του- πορευτήκαμε προς Σταυροσκιάδι. Ο διοικητής και ο κομισάριος του τάγματός μας, οι αξέχαστοι Τζάκο Κάιτσα (Πρεμετή) και Μιχαλάκι Ζιτσίστι (Κορυτσά), πρότειναν να επιτεθούμε αμέσως, “εν πορεία” όπως λέγεται στη στρατιωτική τακτική, αυτοί ανησυχούσαν όσο περνούσαν οι ώρες και οι μέρες και ανυπομονούσαν να εκτελέσουν την εντολή. Όμως εμείς ήμασταν φιλοξενούμενοι και το λόγο τον είχαν οι Έλληνες σύντροφοι. Αυτοί επέμειναν να γίνει πρώτα μια κανονική αναγνώριση και ανίχνευση, έτσι θα έχουμε, είπαν, ένα σίγουρο αποτέλεσμα. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε την επομένη μετά τα μεσάνυχτα. Την καίρια κρούση ενήργησαν δυο λόχοι, ένας από κάθε τάγμα, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις αναπτύχθηκαν ως οπισθοφυλακή και πλαγιοφυλακές ή εφεδρεία…».
Ας συμπληρώσει τώρα με τις θύμησές του ο παλαίμαχος Δημήτρης Τέλιος από τη Βροχογοραντζή του Λιμποχόβου, παρτιζάνος τότε του λόχου που περιλήφτηκε στη δύναμη κρούσης. (Έλληνες μειονοτικούς συναντούσες τότε και στα λοιπά τάγματα της Ταξιαρχίας, μέχρι και στελέχη – τους κομισάριους λόχων Θεοφάνη Νάτση από τη Βλαχοψηλοτέρα της Πρεμετής και Κώστα Τσιάβο από το Δέλβινο, εκτός από το λόχο μας στο Ιο που ολόκληρος προερχόταν από το τάγμα «Θανάσης Ζήκος»). Ο Δημήτρης Τέλιος, νεαρός τότε, έχει την τιμή να είναι ένας από τους αρχαιότερους παρτιζάνους σ’ ολόκληρη την περιφέρεια Αργυροκάστρου, στις πρώτες τσέτες του 1942. Με λευκό μουστάκι τώρα, μας αφηγείται για την αλησμόνητη γι’ αυτόν, όπως το τόνισε, επίθεση στο Σταυροσκιάδι:
«…Οι δυο λόχοι εφόδου έπιασαν τις θέσεις τους κοντά στο χωριό, όπου ήταν στρατοπεδευμένη η ενισχυμένη εχθρική δύναμη. Πριν αρχίσει η επίθεση, μια επίλεκτη μικτή ομάδα αυτοματιστών -ξεχνώ το όνομα του ομαδάρχη, όμως, θυμούμαι, εκεί τον χαρακτήριζαν παλικαρά και κάτι σαν ειδικευμένο σε τέτοιου είδους δράσεις- εισχώρησε αθόρυβα στη διάταξη του εχθρού και φυλαχτά προχώρησε προς τον περίβολο μιας εκκλησίας όπου ήταν οι σκηνές του επιτελείου. Ύστερα από λίγο εκεί άστραψαν οι χειροβομβίδες και οι ριπές αυτομάτων. Το σύνθημα δόθηκε και η έφοδος άρχισε ορμητική. Τον Ιο Λόχο μας που επιτίθονταν τον διοικούσε ο Ελμάζ Ρούτσι, κομισάριος ο Ασίμ Αλικο, κατοπινά “Ήρωας του Λαού”. Οι ναζίδες αιφνιδιάστηκαν. Η σύγχυση ήταν καταφανής από τη νευρικότητα που εκδηλωνόταν στις φωνές τους ανάμεσα στα πυκνά και σε αταξία πυρά τους. Ωστόσο απάντησαν με όλα τα μέσα. Οι τροχιοδεικτικές έσχιζαν το σκοτάδι της νύχτας. Γρήγορα άρχισε και ένας πυκνός βομβαρδισμός πυροβολικού από σχετικά μακρινή απόσταση. Οι εγκαιροφλεγείς έσκαγαν πάνω από τα κεφάλια μας, όχι σπάνια και αυτού του εχθρού. Μια εχθρική δύναμη μεγαλύτερη τάγματος γερμανικού διαλύθηκε, ενώ το επιτελείο μονάδας ανώτερης, προφανώς συντάγματος, εξοντώθηκε. Όταν την αυγή κόπασε η μάχη, στα πρόχειρα μετρήσαμε τα πτώματα έξι αξιωματικών, μεταξύ τους ένας ταγματάρχης, δεκάδες άλλα πτώματα ξαπλώνονταν εδώ-εκεί. Απώλειες μας ένας ΕΛΑΣίτης νεκρός και μερικοί τραυματίες από τα δυο τάγματα. Αμέσως συνεργεία της επιμελητείας του ΕΛΑΣ άρχισαν τη συγκέντρωση και μεταφορά των λαφύρων-διάφορα όπλα, πυροβόλα, όργανα διαβιβάσεων, πολεμοφόδια, τρόφιμα, πολλά άλογα και μουλάρια. Ήταν μια πετυχημένη επιχείρηση που έβλαψε τον εχθρό και τον έβαλε σε σκοτούρες…».
Εδώ να προσθέσουμε και την αντεπίθεση που ενήργησε μετωπικά από τη Σωπική το 3ο Τάγμα της Ταξιαρχίας μας. Είχε έρθει με εσπευσμένη πορεία από το Κουρβελέσι για αντικατάσταση του 2ου Τάγματος. Μαζί και οι αντεπιθέσεις των άλλων δυνάμεων ανάγκασαν τους ναζίδες να ανακόψουν την προέλασή τους για την πραγματοποίηση του σχεδίου τους «Γκένσμποκ». Δόθηκε χρόνος στις δυνάμεις του ΕΑΣ να αντιδράσουν…
Η επιστροφή άμεσα προς Πολύτσιανη ήταν αδύνατη. Τα γερμανικά στρατεύματα είχαν πλημμυρίσει την αλβανική γη του Νότου. Η εχθρική επιχείρηση του Ιούνη προχωρούσε στο απόγειο. Μίλησα με τον παλαίμαχο του 2ου Τάγματος, τον Λιουντζεριώτη Θεμιστοκλή Ντουκόλι. Θα απαντήσει και θα καταλήξει όπως οι προηγούμενοι: με τις ανεξίτηλες εντυπώσεις του από τις εκδηλώσεις συμπαράστασης, φιλίας, αγάπης, όπως και της αποφασιστικότητας και πεποίθησης για τη νίκη στον κοινό Αγώνα για τη λευτεριά, τη λαϊκή δημοκρατία και την ειρήνη. «Κάναμε, είπε, μια μακρά διαδρομή: Δολό – Βήσσανη – Δελβινάκι – Περιστέρι – Καστανή – Αγία Μαρίνα – Μπαμπούρι – Τσαμαντάς – Θεολόγος, απ’ όπου επιστρέψαμε στην Ταξιαρχία. Παντού νιώσαμε τη θερμή φιλοξενία και αγάπη των ΕΛΑΣιτών και του λαού. Τη βλέπαμε στα κομμένα από την κατοχική κακοπόρια και πείνα μάτια των ανδρών και γυναικών που μοίραζαν την μπουκιά τους της μαμάτσας, στα μάτια των υπέροχων γιων και κοριτσιών της ΕΠΟΝ, μέχρι και των μικρών αετόπουλων. Ε σύντροφε! Ξεχνιούνται αυτά;…»
Δείτε ακόμα:
29 Νοέμβρη 1944: Απελευθέρωση και νίκη της Λαϊκής Επανάστασης στην Αλβανία