Η πρώτη πατρίδα του Γιώργου Φαρσακίδη
Ξεφυλλίζω βιαστικά και αμήχανα το βιβλίο. Διαβάζουμε μαζί λίγα αποσπάσματα και σχολιάζουμε… Μα τι τρυφερότητα και τι πόνος βγαίνει για κείνα τα χρόνια, για τόπους, γεγονότα και ανθρώπους. Και δε μπορούμε να μην σταθούμε και στις πολλές φωτογραφίες του βιβλίου…Πολλές είναι ιστορικές, ντοκουμέντα από το πλούσιο προσωπικό του Αρχείο που με τόση στοργή φύλαξε όλα αυτά τα χρόνια…
Θα αρχίσω την κουβέντα μας με τον πρόλογο του βιβλίου με τίτλο «Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ» του Γιώργου Φαρσακίδη.
«Μες από τις σελίδες αυτού του βιβλίου προσπάθησα να ιστορήσω κάποια βιώματα και συμβάντα ενός τόπου και μιας εποχής. Καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις και γεγονότα στο φόντο μιας πολυδιάστατης κοινωνικής αλλαγής. Πηγές του βιβλίου, ότι έχει περισώσει η παιδική μνήμη, οι αφηγήσεις και η μεταγενέστερη προσωπική οπτική. Τα περιστατικά που αναφέρω μες στο κείμενο (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και οι φωτογραφίες αφορούν πρόσωπα υπαρκτά. Λεζάντες έχω βάλει μόνο σε όσες φωτογραφίες δεν είναι αυτονόητο τι εικονίζουν. Θα ‘θελα να ευχαριστήσω, από καρδιάς, όσους και μ’ οποιονδήποτε τρόπο μ’ έχουν βοηθήσει σ αυτή την έκδοση».
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό αισθάνθηκα πολλές φορές το χτυποκάρδι της ψυχής μου. Όχι πως πέρασα από την Οδησσό, όπως ο συγγραφέας και καλός φίλος πριν από πολλές δεκαετίες.
Όχι, Όχι… Απλά κι εγώ περπάτησα σε μονοπάτια ιστορίας και σήμερα κουβαλώ αναμνήσεις πατρίδων…
Όμως, τούτο το βιβλίο σε πάει στις δεκαετίες του ‘20 και ‘30, στο ταξίδι της Πατρίδας. Ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη ο πατέρας του Γ.Φ., Έλληνας αποκηρυγμένος από το Τουρκικό Κράτος, φτάνει στο λιμάνι της Οντέσας- Οδησσό. Εκεί έκανε οικογένεια και το σπιτικό του με Ρωσίδα και απέκτησε τα δυο παιδιά, την Έλλη και τον Γιώργο…
«Τη ζωή των γονιών μου, πέρα από προσωπικές εμπειρίες, τη γνωρίζω από διάφορες αφηγήσεις για εποχές μακρινές, πολύ πριν τη φωνακλάδικη εμφάνισή μου σ’ αυτόν τον κόσμο».
Ανηφορίζει τα χρόνια της ηλικίας και περνάνε από το μυαλό του γεγονότα, πολλές κουβέντες και αταξίες ενός παιδιού που όλο ψάχνει με το βλέμμα του να βρει το άγνωστο… Πολλές, πολλές αναμνήσεις κι έντονα χαραγμένες…
Αυτά κουβεντιάζουμε και σήμερα με τον φίλο μας Γιώργο και η αφήγησή του είναι καταπληκτική, είναι ολοζώντανη και γλυκιά. Τον ακούω με προσοχή και δεν παίρνω τα μάτια μου από πάνω του. Δε θέλω να χάσω ούτε το και… Γιατί ο Γιώργος έχει τη χάρη να τα λέει, να τα περιγράφει τόσο ζωντανά και με μετρημένες κουβέντες σού πλάθει τις εικόνες της εποχής. Εικόνες όμορφες και πλούσιες είτε με τους ανθρώπους που θυμάται είτε με τις αναμνήσεις που συμπληρώνονται με τον αυτοσαρκασμό του, τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό του λόγο.
Έχει όμως και τη χάρη να σε βάζει με τον λόγο του, βαθιά στις σκέψεις, να ψάχνεις, να ψάχνεις και να βρεις το νόημα της ζωής, το νόημα των σκέψεών του… Να πως περιγράφει με δυο κουβέντες το σπίτι του ή το λιμάνι που, παιδάκι με την παρέα του, το σκάγανε για λίγο…
«Η είσοδος του σπιτιού μας, στο νούμερο πέντε, δυο σκαλοπάτια απ’ το τσιμέντο. Τα εξωτερικά όμως παράθυρα, που βλέπουν στον πολυσύχναστο δρόμο της Λανζερόνοφσκαγια, βρίσκονταν στο ύψος του πρώτου ορόφου»…
Και πώς να ξεχάσει τη μάνα του που όλο φωνάζει και γκρινιάζει από μέσα με το βροντερό… «μπορείς να κάθεσαι, σαν άνθρωπος, στο παράθυρο να χαζεύεις τα τραμ, αντί να τρέχεις έξω και να ’ρχεσαι μέσα στη βρόμα».
Και για κείνο το λιμάνι πόσο ζωντανά και ωραία, μας ταξιδεύει και ας μην πήγαμε ποτέ. «Η ανηφόρα απ’ το λιμάνι βγάζει στο κέντρο της πολιτείας. Εδώ, σε κάποια μεριά του λιμανιού, κατεβαίναμε σε απαγορευμένες μακρινές εξορμήσεις, να σκαλίσουμε για ηλιόσπορους μέσα σε σωρούς από χοντροκομμένο αλάτι. Τι ευτυχία να σεργιανάς ανάμεσα σε βουνά από στοιβαγμένη ξυλεία κι ένα γύρω βαρέλια, κασόνια και συρματόσχοινα. Κι εκείνη η λιανίσει η μυρωδιά, η ανάκατη!… Να ξεγλιστράς τη ματιά του φύλακα, δίπλα σε γερανούς και σε κοτζάμ βαπόρια αληθινά! Ν’ απλώνεις έτσι το χέρι, να τα ακουμπάς κι ύστερα να καμαρώνεις μπροστά στους «αμύητους» της αυλής για το μεγάλο κατόρθωμα. Σε όλο το μάκρος, στην παραλιακή λεωφόρο, οι φουντωμένες αγριοκαστανιές χιονίζουν ανθό».
Σε μικρή ηλικία αποφασίζουν οι γονείς του κι επιστρέφουν στην Ελλάδα, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εγκαταστάθηκαν στη γειτονιά του Ντεπώ… Ωριμάζει γρήγορα λόγω γεγονότων και πραγμάτων.
Εδώ θα μεγαλώσει, εδώ θα δέσει με την παιδική παρέα, εδώ θα στερεώσουν οι ιδέες του, εδώ θα πάρει τον δρόμο της Ιστορίας.
Εδώ θα συμμετάσχει στα πρώτα σκιρτήματα του Αγώνα.
Εδώ θα ωριμάσει και ιδεολογικά.
Τέλος, εδώ, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στις γειτονιές του Ντεπώ και Αλλατίνη, θα ζήσει πολλά γεγονότα και θα γνωρίσει πολλούς, μα πάρα πολλούς…
Εδώ, σ’ αυτές τις γειτονιές δίνει το ραντεβού του με την Ιστορία.
Εδώ αρχίζει τον αγώνα της πόλης… Ο ίδιος θα ζήσει την Κατοχή από κοντά αλλά και θα στρατευτεί σ’ αυτόν τον ΑΓΩΝΑ.
Είναι έντονα τα σημάδια της Αντίστασής του. Στα 18 του χρόνια σημαδεύεται. Τραυματίας, με σοβαρή αναπηρία και με έντονα σημάδια στα χέρια, θα πάρει τον δρόμο της εξορίας για 16,5 χρόνια. Πολλά από τα έργα του περιγράφουν αυτή την ταραγμένη Ιστορία του τόπου, την ζωή των αγωνιστών και συναγωνιστών…
Από εξορία σε εξορία γνώρισε πολλά νησιά. Κάπως έτσι… γνώρισε την Πατρίδα, την Ελλάδα…
Στην κουβέντα μας δεν παραλείπει να αναφέρεται στους συμμαθητές του που οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στον Αγώνα για την Ελευθερία στα χρόνια της Κατοχής. Γράφει και ζωγραφίζει πολλές στιγμές από το πέρασμά του στην ιστορία. Όλα αυτά αποτυπώνονται στα αμέτρητα βιβλία του και έργα ζωγραφικής. Πολλά από τα έργα του στολίζουν τα εξώφυλλα πολλών βιβλίων. Με πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και πολλές τιμητικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό… Μόνο κάποια από τα βιβλία του αναφέρω χωρίς να μειώνω την αξία των υπολοίπων: Αναζητώντας την Ιθάκη… Πορεία ζωής, ΣΕ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ…, ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΕΙΚΟΣΙ…, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ- 1944, Ο ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΩΝ ΘΕΩΝ, Μια επαίσχυντη συμφωνία και το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, Πολιτιστικά και Ευτράπελα – από τα στρατόπεδα εξόριστων…
Ο Γ.Φ. νοσταλγεί πολύ την Πρώτη Πατρίδα. Την Οντέσσα ή Οδησσό όπως την ξέρουμε. Με μάνα Ρωσίδα και πατέρα Έλληνα πήρε πολλά στοιχεία στις φλέβες του… Νοσταλγεί τα παιδικά του χρόνια κι αποφασίζει το 1965 να κάνει το ταξίδι των ονείρων του… Να, τι γράφει στη σελίδα 13 του βιβλίου του:
«Έτσι κάπως τα ’χω φυλάξει στη θύμηση – τριάντα και πάνω χρόνια ανικανοποίητης νοσταλγίας. Κράτησα μέσα μου ξεθωριασμένο σε λεπτομέρειες, σίγουρο όμως προσανατολισμό μες από κεντρικούς δρόμους. Ώριμος άντρας πια, το πρωινό εκείνο του 65, ταξιδιώτης – προσκυνητής, κίνησα με χτυποκάρδι, χωρίς ξεναγό, ν’ ανακαλύψω τη «χαμένη πατρίδα».
Τον συνοδεύουν πολλές εικόνες και αναμνήσεις. Φτάνει και στις σκάλες της Όπερας… Δεν τις ξέχασε ποτέ. Τα ακούσματά του πολλά. Το ίδιο και οι φωτογραφίες της εποχής, εκεί, μπροστά, στα σκαλοπάτια που σύχναζαν με την μητέρα του. Με τούτη τη φωτογραφία της Όπερας και της αδερφής του Έλλης στα σκαλιά, ο Γ. Φαρσακίδης ντύνει το πρώτο εξώφυλλο του βιβλίου «Η Πρώτη Πατρίδα». Για τις επισκέψεις στην Όπερα γράφει στη σελίδα 16 του βιβλίου:
«Είναι όμως και μνήμες προσωπικές, ολοζώντανες, για κυνηγητά και τσουλήθρες πάνω στις πλατιές μαρμάρινες κουπαστές, στις σκάλες της Όπερας. Και οι φωνές της μάνας και το ξύλο για το σκισμένο βρακί και τα πρωτομαγιάτικα ξεφαντώματα στην πλατεία» και συνεχίζει:
«Σ’ αυτήν τη γωνιά πρέπει να βρισκόταν η καφετερία. Μ’ έσερνε μέσα από το χέρι η μάνα, να πιούμε καφέ-ρεβιθόζουμο. Μες στην πολυκοσμία δυο και τρεις φορές κρυφαλλάζαμε τραπεζάκια παρανομώντας, να πάρουμε παραπανίσια κάτι αφράτα ψωμάκια που σου δίναν με τον καφέ- είδος δυσεύρετο σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Όσο πλησιάζουμε, τόσο το χτυποκάρδι, πιο έντονα σεκοντάρει τα βήματα. Μαζί μου ήρθανε τέσσερις φίλοι, συνταξιδιώτες. Συγκινημένος κάποιος απ’ την παρέα ακουμπάει το χέρι στον ώμο μου. Οι ματιές αχόρταγες, νευρικές, ψαχουλεύουν τα γύρω, στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο για επαλήθευση. Κι ο νους τα σμίγει, τα μπερδεύει με την εικόνα τ’ ονείρου, όπως την είχε κεντήσει η νοσταλγία τριάντα χρόνια και κάτι…»
Αυτό το χτυποκάρδι πόσοι από μας δεν το περάσαμε…
Πόσοι από μας που αλλού γεννηθήκαμε κι αλλού βρεθήκαμε δεν περάσαμε τα σκαλοπάτια της νοσταλγίας και των ονείρων μας;
Πόσοι από μας, τη γενιά των παιδιών του ‘50 και μετά δεν περπατήσαμε νοερά, με φαντασία και όνειρα στα μονοπάτια της νοσταλγίας για την Απαγορευμένη Πατρίδα των γονιών μας…
Και τώρα, διαβάζοντας το βιβλίο για την πατρίδα και την Οδησσό, το μυαλό μου πάει μπρος και πίσω και τρέχει να προλάβει την Ιστορία… Και τώρα, ακούω και διαβάζω τον Γιώργο Φαρσακίδη και τρέχω να προλάβω, να ρουφήξω κάθε του λέξη ξεχωριστά και κάθε στιγμή που με πάει στα βάθη της Ιστορίας μας…
Εκείνος, νοσταλγεί τα παιδικά του χρόνια στην Πρώτη Πατρίδα κι εγώ;… Νοσταλγούσα πριν 40-50 χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς… την νοσταλγία των γονιών μου. Εμείς, τα παιδιά της αναγκαστικής ξενιτιάς δεν γνωρίζαμε την Πατρίδα… Αυτή την επιστροφή ονειρευτήκαμε… αυτή την νοσταλγία κυνηγούσαμε για 35 και χρόνια στην ξενιτιά. Επανέρχομαι στην κουβέντα και τώρα πληθαίνουν τα συναισθήματά μου. Οι σκέψεις μου μπερδεύονται. Ευτυχώς που συνεχίζουμε την κουβέντα και ξεφεύγω από τούτα τα ερωτήματα της ψυχής μου.
Η κουβέντα, μού θυμίζει πολλά… Με πάει σε άλλες στιγμές και σκέψεις. Μπα… δεν τη γλυτώνουμε την συγκίνηση. Ότι και να πιάσουμε στην κουβέντα, θα μας βγάλει πάλι εκεί… στο δρόμο της νοσταλγίας και της επιστροφής στην Ελλάδα. Αυτό είναι. Η Ελλάδα. Η Πατρίδα. Οι ρίζες μας. Θέλω να αποδράσω για λίγο από τούτες τις σκέψεις που μας βαραίνουν τόσο πολύ… Ξεφυλλίζω βιαστικά και αμήχανα το βιβλίο. Διαβάζουμε μαζί λίγα αποσπάσματα και σχολιάζουμε… Μα τι τρυφερότητα και τι πόνος βγαίνει για κείνα τα χρόνια, για τόπους, γεγονότα και ανθρώπους. Και δε μπορούμε να μην σταθούμε και στις πολλές φωτογραφίες του βιβλίου. Πολλές είναι οικογενειακές. Άλλες είναι καρτ-ποσταλ κι άλλες εικονογραφήσεις της εποχής. Πολλές φωτογραφίες είναι ιστορικές, ντοκουμέντα από το πλούσιο προσωπικό του Αρχείο που με τόση στοργή φύλαξε όλα αυτά τα χρόνια.
Αρχίζω και βιάζομαι και δε μπορώ να μην ρωτήσω για το επόμενο βιβλίο… Δε μπορεί σκέφτηκα να μην γράψει κάτι και για τα χρόνια που ζει και πέρασε μέχρι σήμερα, εδώ, στην Πατρίδα, στην Ελλάδα.
Και κουμπωμένη, διστακτική, τολμώ και ρωτώ… ποιο το επόμενο βιβλίο; Μήπως… πάλι με Πατρίδα; Κι εκεί, ήρθε γρήγορα η απάντηση… ΝΑΙ, ΝΑΙ… είναι στο τυπογραφείο. Είναι για την Πατρίδα, την ζωή μου και τα γεγονότα εδώ, στην Πατρίδα. Άστραψε το ΕΙΝΑΙ μου από χαρά. Γούρλωσα τα μάτια μου από χαρά. Η καρδιά μου πάει να σπάσει… δε μπορώ… θα τον αγκαλιάσω, θα τον φιλήσω και θα τον ευχαριστήσω για την απρόσμενη χαρά που μου έδωσε.
Εδώ, με καθησύχασε. Μου γλύκανε και πάλι την ψυχή. Άρχισα να ελπίζω. Άρχισα να ονειρεύομαι. Το περιμένω και το ξέρει. Ακόμη προσφέρει ο Γιώργος Φαρσακίδης κι ας είναι στα 90 του χρόνια. Μας αφήνει παρακαταθήκη και τον ευχαριστώ πολύ, έτσι, ως απλός άνθρωπος που διαβάζω, ψάχνω και μαθαίνω… ακόμη πολλά. Και κλείνω με την κριτική παρουσίαση στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών: «Βαθιά ανθρώπινοι πίνακες, που ο ρεαλισμός τους είναι καθαρή ποίηση και τρυφερότητα… μ’ όλη την ομορφιά ενός πλούσιου εσωτερικού κόσμου… σε μια διαδοχή αριστοτεχνική»…
Και διαβάζω κάτω, κάτω του βιβλίου, με μικρά γράμματα «Βραβείο Μενέλαος Λουντέμης». Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών-1985. Τέταρτη έκδοση. (Θεσσαλονίκη 18/07/2015)