Θέατρο τη Δευτέρα: «Βίρα τις άγκυρες» των Μιχάλη Ρέππα – Θανάση Παπαθανασίου
“Οι όποιες παρατηρήσεις εξανεμίζονται μπροστά στο σπουδαίο σκηνοθετικό επίτευγμα του Σταμάτη Φασουλή. Στον πιο έμπειρο και ταλαντούχο “μάστορα” της επιθεώρησης σήμερα, στον οποίο χρωστούν τα μέγιστα όλοι, ανεξαιρέτως, οι συντελεστές της απολαυστικής, εξαιρετικά γοητευτικής, εκπληκτικά εύρυθμης, παρά τον όγκο των αλλεπάλληλων σκηνών, σκηνογραφικών αλλαγών, το πολυάριθμο των ρόλων.”
Το 1997 στο Εθνικό Θέατρο (Σκηνή Κοτοπούλη – Ρεξ) ανέβηκε η παράσταση «Βίρα τις άγκυρες» σε κείμενα του Μιχάλη Ρέππα και του Θανάση Παπαθανασίου που αποτελεί μια αναδρομή στην ελληνική επιθεώρηση και παράλληλα σε πολιτικά γεγονότα που την ενέπνευσαν και την τροφοδότησαν. Μια παράσταση γεμάτη χορό και τραγούδι, γέλιο και συγκίνηση, που ξεχώρισε ανάμεσα σε άλλα για τους σπουδαίους συντελεστές της και τις απολαυστικές ερμηνείες πολλών καλών ηθοποιών.
Η παράσταση ανέβηκε σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Γιώργου Ασημακόπουλου, οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ και οι χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ και του Δημήτρη Παπάζογλου. Μουσική σύνθεση: Γιώργος Μουζάκης, Γιώργος Κατσαρός, Ζακ Ιακωβίδης, Γιώργος Παπαδάκης. Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου.
Για το σκεπτικό που οδήγησε στη δημιουργία της παράστασης, το «κλίμα» της εποχής, τους συντελεστές και την ίδια την παράσταση έγραψε η αξέχαστη Θυμέλη (Αριστούλα Ελληνούδη). Αξίζει να μεταφέρουμε ολόκληρη την κριτική της όπως δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη την Τρίτη 23 του Δεκέμβρη 1997:
«Ένας και πλέον αιώνας πέρασε από τη “γέννηση” της ελληνικής επιθεώρησης, μέσω της οποίας, κυρίως, μπορούμε να μετράμε την ηλικία του ελληνικού θεάτρου στον αιώνα μας. Να διακρίνουμε την “αφετηρία” του. Να εκτιμούμε, σωστότερα, διάφορες παραμέτρους της εξέλιξής του. Να τοποθετήσουμε στο βάθρο που τους αξίζει, ξεχασμένα από το χρόνο και την εφήμερη “ζωή” της ζωντανής σκηνικής τέχνης, δημιουργούς και δημιουργήματα του είδους που πρόσφεραν τα μέγιστα όχι μόνο για να ακμάσει, επί πολλές δεκαετίες, αυτό το βαθύτατα λαϊκό θεατρικό είδος και σε κρίσιμες ιστορικοπολιτικές περιόδους να “μιλά” τους καημούς και τους πόθους του λαού, αλλά να διδάξει πολλά στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία. Να τη διδάξει, με τη λαϊκότητα του περιεχομένου της, την οικονομία της γραφής της, την επικαιρική κοινωνικοπολιτική ευθυκρισία της, το ευθύβολο χιούμορ της, την ελευθερία και τη λάμψη της φόρμας της. Κι ακόμα με τους αυτοδίδακτους – πολλές φορές υποτιμημένους από το θέατρο πρόζας – κι όμως σπουδαίους “μαστόρους” της. Θεατρίνους, κειμενογράφους, συνθέτες, μουσικούς, χορευτές, χορογράφους, ενδυματολόγους, σκηνογράφους.
Άξια επαίνου, λοιπόν, η πρωτοβουλία του Εθνικού Θεάτρου να τιμήσει την αιωνόβια, αλλά “πάσχουσα”, από τη δεκαετία του ’70, επιθεώρηση, με μια παράσταση αναφοράς στις απαρχές, στην πορεία, στη στάση του σε κρίσιμες κοινωνικοπολιτικές περιόδους, σε βασικά χαρακτηριστικά του είδους και μέσω αυτών των παραμέτρων να υποκρύπτονται, ή και να αποκαλύπτονται πλήρως, “βίοι παράλληλοι” ορισμένων καλλιτεχνών που “σφράγισαν” σε περασμένες δεκαετίες την επιθεώρηση. Θα ήταν ευχής έργον αν τη δυσκολότατη, ριψοκίνδυνη συγγραφή ενός κειμένου υπήρχαν και είχαν τις δυνάμεις να την αναλάβουν οι καλύτεροι και οι πνευματικότεροι των επιθεωρησιογράφων της παλιάς γενιάς. Εκείνης που συνέβαλε στην ακμή της, που έγραψε επιθεωρήσεις – σταθμούς ποιότητας (όπως το “Γιούπι – Γιούπι” του Ασημάκη Γιαλαμά). Της γενιάς που βίωσε τους θεατρίνους της, που γνώριζε τη ζωή τους, που ήξερε να αξιοποιεί στα κείμενα την υποκριτική τους στόφα, τη μανιέρα και τα σκηνικά τερτίπια τους, που έζησε τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα και τον αντίκτυπό τους στο λαό.
Ελλείψει αυτής της γενιάς, η συγγραφή ανατέθηκε στο συγγραφικό δίδυμο Θανάσης Παπαθανασίου – Μιχάλης Ρέππας,το ασκημένο με τηλεοπτικές χιουμοριστικές σειρές, το οποίο όμως έχει κάνει και αξιόλογες προσπάθειες στη θεατρική κωμωδιογραφία. Οι συγγραφείς ανέλαβαν το εκατόχρονο και “επικίνδυνο” φορτίο και τα έβγαλαν, γενικά, πολύ καλά πέρα. Όχι πως δεν έχουμε παρατηρήσεις για αδυναμίες στη γραφή επιμέρους κειμένων. Για ιστορικοχρονολογικά λάθη (λ.χ το πότε έκλεισε η Μακρόνησος ως στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων και πότε συλλέχτηκαν οι υπογραφές για τη σωτηρία του Μπελογιάννη). Για την επικρατούσα άποψη στη μυθοπλαστική “ραχοκοκαλιά” του έργου, που φορτώνει λίγο πολύ στους θεατρίνους αλλεπάλληλες ερωτοδουλιές, “παραγωγή” νόθων παιδιών (κι αυτά υπήρχαν, όπως σ’ όλη την κοινωνία, αλλά δεν αποτελούν ούτε το κύριο, ούτε το σοβαρότατο χαρακτηριστικό και πρόβλημα του βίου αυτής της “συντεχνίας”), αυτοκαταστροφικό βίο, ανταγωνισμούς κ.ο.κ., ενώ ο κόσμος, και ο κόσμος της επιθεώρησης, είχε ανθρώπους γνωστούς για το ανθρώπινο ήθος τους, τη συναδελφική αλληλεγγύη τους, τις αγωνιστικές περγαμηνές τους. Για τη δοξαστική “ιστορικοποίηση” της παλιάς επιθεώρησης του “Βέμπο” που τιτλοδοτεί το έργο τους, ενώ δε “σημειώνονται” καν άλλες σπουδαίες, ιστορικές παραστάσεις ιδιαίτερα της δεκαετίας του ’40 (αυτό σίγουρα θα απαιτούσε έρευνα και μελέτη, αλλά άξιζε τον κόπο). Για ορισμένες επιλογές “νουμεροποίησης” ορισμένων παλαιών φιρμάτων θεατρίνων, που ακόμα θυμάται ένα μέρους του κοινού, ενώ μοιάζουν να ξεχάστηκαν άλλοι μεγάλοι θεατρίνοι του είδους, γνωστοί και από την τηλεοπτική μετάδοση παλιών ταινιών τους. Οι παρατηρήσεις μας δε γίνονται από κριτική μεμψιμοιρία, αλλά γιατί το αξίζει η εκατόχρονη επιθεώρηση. Και γιατί αξίζει να συνεχίσουν την έρευνα και τη μελέτη τους οι δύο συγγραφείς. Θα ‘ναι προς όφελός τους και ίσως μια βάση για να συμβάλουν οι ίδιοι στην αναζωογόνηση της επιθεώρησης.
Οι όποιες παρατηρήσεις εξανεμίζονται μπροστά στο σπουδαίο σκηνοθετικό επίτευγμα του Σταμάτη Φασουλή. Στον πιο έμπειρο και ταλαντούχο “μάστορα” της επιθεώρησης σήμερα, στον οποίο χρωστούν τα μέγιστα όλοι, ανεξαιρέτως, οι συντελεστές της απολαυστικής, εξαιρετικά γοητευτικής, εκπληκτικά εύρυθμης, παρά τον όγκο των αλλεπάλληλων σκηνών, σκηνογραφικών αλλαγών, το πολυάριθμο των ρόλων. Ο Γιώργος Ασημακόπουλος που ανέλαβε το σκηνογραφικό άθλο, σχεδιάζοντας με έμπνευση και ευρηματικές λύσεις τα πολλά σκηνικά και τα 849 καλαίσθητα κοστούμια. Η ορχήστρα, που με διεύθυνση Ανακρέοντα Παπαγεωργίου μπήκε στο κλίμα και το ρυθμό της σκηνής, συνοδεύοντας τους καλοδιδαγμένους μουσικά (Μελίνα Παιονίδου) ηθοποιούς, με παλιές συνθέσεις των Γιώργου Μουζάκη, Γιώργου Κατσαρού, Ζακ Ιακωβίδη και σημερινές του Γιώργου Παπαδάκη. Ο Δημήτρης Παπάζογλου, που επάξια συναγωνίστηκε δίπλα στον “μετρ” της επιθεωρησιακής χορογραφίας Γιάννη Φλερύ. Η τεράστια, θαυμάσια, συνθετική της λεπτομέρειας και του όλου, δουλιά του Σταμάτη Φασουλή, αντανακλάται στα πολύ καλά αποτελέσματα όλων των ηθοποιών. Ακόμα και των πιο νέων και άπειρων (και στα μικρά παιδιά που συμμετέχουν στην παράσταση). Στην κίνηση, στο τραγούδι, στο πλασάρισμα του λόγου, στις μεταμορφώσεις τους με τους πολλούς ρόλους που υποδύονται οι περισσότεροι. Ρόλοι, που παρ’ ό,τι είναι στην πλειοψηφία τους μικροί, ακόμα και φευγαλέες “πινελιές”, αποκτούν μέγεθος και ελκυστικά σκηνικά χαρακτηριστικά.
Και μόνο η ονομαστική αναφορά όλων των άξιων επαίνου ηθοποιών στους μικρούς ρόλους θα απαιτούσε χώρο. Περιοριζόμαστε αναγκαστικά σε ορισμένες κυρίαρχες επιδόσεις. Ο Γιάννης Μπέζος “κεντά” με χιούμορ και εξελίσσει με τρυφερότητα το τέλος του ρόλου του (Ζανό). Η Σοφία Ολυμπίου ξαναδείχνει την εύπλαστη υποκριτική της και ξαφνιάζει με το τραγούδι της. Η Βέρα Κρούσκα με σκηνική χάρη, αλλά και με την απαιτητική υποκριτική της πρόζας υποδύεται την άνοδο και πτώση μιας φίρμας. Ο Νίκος Μπουσδούκος αποδείχνεται άξιος νουμερίστας. Ο Δημήτρης Τζουμάκης μεγεθύνει και βαθαίνει σε νόημα την επιφάνεια του ρόλου του πολιτικά αντιδραστικού, κυνικού και ερωτίλου θεατρικού επιχειρηματία. Νουμερίστας άξιος είναι και ο Κώστας Ευρυπιώτης. Καλές είναι οι επιδόσεις των Νίκου Γαροφάλου, Ντίνου Αυγουστίδη, Νατάσας Μανίσαλη, Εβελυν Παπούλια, Δήμητρας Τσέλιου, Δημήτρη Παπαγιάννη. Πολύ ελπιδοφόρα είναι τα υποκριτικά και φωνητικά μέσα της νέας ηθοποιού Κερασιά Σαμαρά. Κλείνουμε το σημείωμά μας με τη μεγάλη έκπληξη της παράστασης. Τη μεταμορφωτική ικανότητα, το σκηνικό νεύρο αλλά και μέτρο, τον υποκριτικό “δαίμονα” που αποκάλυψε, αν και άπειρη στο είδος, Τάνια Τρύπη. (ΘΥΜΕΛΗ)»
Παίζουν: Αγγελική Καλαφάτη, Έλενα Γεροδήμου, Αντώνης Λουδάρος, Τζένια Κονταράτου, Στράτος Χρήστου, Αννίτα Γαβριήλ, Ταξιάρχης Χάνος, Δημήτρης Παπαγιάννης, Υβόννη Μαλτέζου, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Σοφία Ολυμπίου, Νίκος Γαροφάλλου, Κερασία Σαμαρά, Χαρά Κεφαλά, Δήμητρα Τσέλιου, Εβελίνα Παπούλια, Ντίνος Αυγουστίδης, Γιάννης Μπέζος, Νατάσα Μανίσαλη, Μάνος Πίντζης, Σία Κοσκινά, Κώστας Ευριπιώτης, Τάνια Τρύπη, Νίκος Μπουσδούκος, Βέρα Κρούσκα, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Δημήτρης Τζουμάκης, Μελίνα Ντούσικου, Μελίνα Πάσαρη, Μαριλένα Ροζάκη, Ηλέκτρα Αρσενίδου, Νικόλ Κοκκίνου, Δήμητρα Σακαλή, Βάσω Κοτσίρη, Ανδρέας Γιαννακόπουλος, Γιώργος Δεπάστας, Χριστίνα Αρβανιτίδου, Νίκος Καρδώνης, Αλέξανδρος Μανάφας, Τζένη Οικονομίδου, Γιώργος Ασπετάκης, Γιάννης Σουλέας.
Χορεύουν: Αιμιλία Κορφιά, Αλέξανδρος Νέσκωβ, Χριστιάνα Μπεϊγκέζεν-Μακρή, Κατερίνα Ανδροπούλου, Αλέξανδρος Γιάννης, Τίμος Ζέχας, Ελένη Κατζόλα, Γιάννης Κουρούνης, Νίκος Μόσχης, Ματίνα Στυλιανούδη.
Η Κατιούσα αγαπάει το θέατρο και προβάλλει κάθε Δευτέρα από τις σελίδες της μια σειρά από ξεχωριστά έργα που βρίσκονται «αποθηκευμένα» στο πλούσιο Αρχείο της ΕΡΤ.
Για πολλά χρόνια «Το θέατρο της Δευτέρας» που προβαλλόταν από την κρατική ΕΡΤ αποτελούσε μια όαση πολιτισμού στο άνυδρο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο της εποχής, που καθήλωνε κάθε βδομάδα μπροστά στους δέκτες τους χιλιάδες τηλεθεατές.
Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, αλλά και πολλοί νεότεροι, Έλληνες και ξένοι, έργα του κλασικού και νεότερου ρεπερτορίου, δοσμένα από σημαντικούς θεατράνθρωπους κι ερμηνευμένα από μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς που γέννησε αυτός ο τόπος, πέρασαν από τις ασπρόμαυρες και στη συνέχεια έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων κι έφεραν κοντά στο θέατρο έναν κόσμο που δεν του δινόταν άλλου τύπου κίνητρα (ούτε λόγος για την απαραίτητη παιδεία…), για να προσεγγίσει, να απολαύσει και ν’ αγαπήσει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης.