Στην ΕΣΣΔ συμφέρει να είσαι συνταξιούχος και να δουλεύεις
Αν ο άνθρωπος στα 60, 70 και 80 του χρόνια περιβάλλεται από αγάπη, στοργή, υπόληψη και σεβασμό, τα γεράματα από ηλικία πίκρας μπορούν να γίνουν περίοδος ζωής που έχει τα πλεονεκτήματά της.
Σύμφωνα με τους σοβιετικούς νόμους, οι γυναίκες στα 55 και οι άντρες στα 60 τους χρόνια έχουν το δικαίωμα για σύνταξη (σε ορισμένα επαγγέλματα η συντάξιμη ηλικία είναι ακόμα μικρότερη). Τα αποτελέσματα κοινωνιολογικών ερευνών δείχνουν ότι οι έξι στα δέκα άτομα συντάξιμης ηλικίας, θα ήθελαν να συνεχίζουν να δουλεύουν. Οι μισοί απ’ αυτούς θα ήθελαν να μείνουν στη θέση εργασίας τους και οι άλλοι μισοί ν’ αλλάξουν σε πιο εύκολη δουλειά.
Γιατί παίρνουν τη μια ή την άλλη απόφαση και ποιες δυνατότητες έχουν να την πραγματοποιήσουν; Η ανταποκρίτρια του ΑΠΝ Νατάλια Μπουλντίκ συζητά για όλα αυτά με κατοίκους του Μινσκ, πρωτεύουσας της Λευκορωσίας και με τον υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.
Η Ευδοκία Μπαμπενκόβα είναι 62 χρονών. Εδώ και εφτά χρόνια έχει το δικαίωμα για σύνταξη. Αλλά συνεχίζει να δουλεύει στο εργοστάσιο ρολογιών του Μινσκ, στο τμήμα όπου έχει δουλέψει 27 χρόνια. Μόνο που άλλαξε τη θέση εργασίας: από τη συναρμολόγηση πήγε στη φραιζομηχανή. Της πρόσφεραν μια πιο εύκολη δουλειά, γιατί με την ηλικία εξασθένησε η όρασή της και στη συναρμολόγηση τα εξαρτήματα είναι μικροσκοπικά.
— Αλλά σ’ αυτή δουλειά η πληρωμή είναι, προφανώς, μικρότερη;
— Βέβαια. Αλλά τώρα έχω και τις αποδοχές, και τη σύνταξη. Χωριστά είναι λιγότερα από τον προηγούμενο μισθό, αλλά μαζί βγαίνουν περισσότερα. Ο άνδρας μου είναι επίσης συνταξιούχος και επίσης συνεχίζει να δουλεύει. Συμφέρει να είσαι συνταξιούχος και να δουλεύεις: έτσι ο εργαζόμενος διατηρεί και το μισθό, και τη σύνταξη.
Άλλωστε, δεν είναι μόνο το οικονομικό συμφέρον αυτό που υποκινεί τη Μπαμπενκόβα να εργάζεται.
– Απλώς, δεν μπορώ ακόμα να αποκοπώ από το εργοστάσιο, από τις συντρόφισσές μου, εξηγεί η εργάτρια. Δοκίμασα να το κάνω μια φορά. Όταν γεννήθηκε η εγγονή μου, αποφάσισα vα βοηθήσω τη νύφη μου να τη μεγαλώνει και παράτησα τη δουλειά. Αλλά πόσο μου έλειπε, όλο αυτό το χρόνο! Άρχισα να αρρωσταίνω στα καλά καθούμενα, και δεν χαιρόμουνα τη ζωή μου… Πρόσφατα γύρισα στο τμήμα μου, πήρα κοντά μου μια νεαρή μαθητευόμενη – και να, τώρα ζω ξανά, αισθάνομαι ότι με έχουνε ανάγκη και μάλιστα όχι μόνο ο άνδρας, τα παιδιά και τα εγγόνια μου…
Ο χρόνος υπηρεσίας του Αντρέι Νετσμιριόφ είναι 54 χρόνια. Είναι μηχανικός. Τα τελευταία 20 χρόνια δούλεψε στο μηχανουργικό εργοστάσιο του Μινσκ. Πριν μερικά χρόνια αντιλήφθηκε ότι τα καθήκοντα του υπεύθυνου του τμήματος επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας αρχίζουν να του έρχονται δύσκολα. Επέλεξε έναν υποψήφιο αντικαταστάτη, βοήθησε το νέο ειδικό να εξοικειωθεί με τη δουλειά και υπέβαλε την παραίτησή του. Όλη αυτή την περίοδο έκανε πολύ κουράγιο, προσποιούνταν πως δεν βλέπει την ώρα ν’ αποσυρθεί επιτέλους για την «καλώς κερδισμένη ανάπαυση». Και μόνο στη γυναίκα του είπε: «Περίπατος, εξοχή, φαγητό, ύπνος — είναι ζωή αυτή;».
Ξαφνικά τον κάλεσε ο διευθυντής του εργοστασίου και του πρότεινε να μείνει στην επιχείρηση. «Το εργοστάσιό μας είναι παλιό, έχει μια πλούσια ιστορία, ενώ οι νέοι μας λίγα πράγματα ξέρουν για όλα αυτά, του είπε: Εσύ Αντρέι πρέπει να βοηθήσεις να δημιουργήσουμε μουσείο».
— Μέχρι και τώρα το χρωστάω στους συντρόφους, ότι κατάλαβαν το χαρακτήρα μου, λέει ο Νετσμιριόφ. Η δουλειά όπως αποδείχτηκε δεν ήταν λίγη. Ανιχνεύαμε τα εκθέματα μας, ετοιμάζαμε το υλικό για ξενάγηση. Μέχρι σε άλλους τόπους πήγα με τη νέα μου ιδιότητα, για να ενημερωθώ με τη λειτουργία άλλων εργοστασιακών μουσείων.
Μέσα στα τρία χρόνια που υπάρχει το μουσείο του Αντρέι Νετσμιριόφ, οι επισκέπτες του ξεπέρασαν τις 18 χιλιάδες. Ο ίδιος ξεναγεί, έρχεται εδώ ακόμα και τις μέρες αργίας. Ονειρεύεται να γράψει βιβλίο για την ιστορία του εργοστασίου. «Ο ιστοριογράφος μας», τον λένε οι νέοι εργάτες. Ο Νετσμιριόφ είναι υπερήφανος γι’ αυτό τον τίτλο.
Με τη Λιουμπόφ Προτάσικ γνωρίστηκα σε χειροτεχνική έκθεση. Μου άρεσε πολύ το έργο της – ένα δαντελωτό σκέπασμα. Για να το φτιάξει δούλεψε τέσσερις μήνες.
Στην οικογένεια μας όλες οι γυναίκες ήταν καλές στο εργόχειρο, λέει η Λιουμπόφ Προτάσικ. Έτσι κι εγώ, από πέντε χρονών κοριτσάκι, ήξερα να φτιάχνω δαντέλλες, να πλέκω, να ράβω και να κεντώ. Αργότερα, με γοήτευσε αυτή η τεχνοτροπία – κέντημα πάνω σε πλεκτό δίκτυ. Το δίκτυ μοιάζει με αυτό που χρησιμοποιούν οι ψαράδες, μόνο που είναι πιο λεπτό και κομψό. Αυτή η δουλειά είναι δύσκολη και θέλει πολύ χρόνο. Μπόρεσα να αφιερωθώ πραγματικά σ’ αυτό το εργόχειρο μόνο όταν έγινα συνταξιούχος.
Όπως οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, έτσι και η Λιουμπόφ Προτάσικ δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη να βγει στη σύνταξη. Ήταν επιστήμονας με βαθμό και δούλευε στο Ινστιτούτο καλλιέργειας λαχανικών και πατάτας. Αλλά το ινστιτούτο βρισκόταν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την πόλη, το καθημερινό ταξίδι άρχισε να της γίνεται κάπως κουραστικό, αλλά και ο σύζυγός της όλο και πιο συχνά γκρίνιαζε ότι «βαρέθηκε να βλέπει τη γυναίκα του μόνο το βράδυ».
– Έτσι, λοιπόν, έγινα συνταξιούχος και νοικοκυρά, εξηγεί η Λιουμπόφ Προτάσικ. Αλλά, όπως και παλιότερα, όλες τις δουλειές του σπιτιού τις έκανα γρήγορα, μου έμενε χρόνος – και καθόμουνα στο εργόχειρό μου. Έφτιαχνα διάφορα σκεπάσματα και πετσέτες για τον εαυτό μου, τις κόρες μου (είναι και οι δυο ενήλικες), τους φίλους… Την πραγματική όμως χαρά η δουλειά αυτή άρχισε να μου τη δίνει, όταν μου έγινε πρόταση να δουλεύω για το καλλιτεχνικό σαλόνι-κατάστημα. Άλλο να κάνεις κάτι για τον εαυτό σου και άλλο να το κάνεις για όλους. Εκτός υπό τη σύνταξή μου (132 ρούβλια), έχω 100 – 120 ρούβλια για το εργόχειρό μου κάθε μήνα. Με ενδιαφέρει η αναζήτηση του καινούργιου. Για το καλλιτεχνικό σαλόνι δουλεύουν κάμποσοι συνταξιούχοι. Γίνεται η επιλογή των καλύτερων έργων. Ήμουνα πολύ ευτυχισμένη, όταν μου απονεμήθηκε ο τίτλος του λαϊκού χειροτέχνη σημαίνει ότι γίνομαι συνεχώς καλύτερη…
— Κατά πόσο χαρακτηριστικά είναι αυτά τα παραδείγματα, ποιος και πώς φροντίζει για τους ηλικιωμένους στη Δημοκρατία: Αυτό το ερώτημα έκανα στον υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Λευκορωσίας, Γκλεμπ Κριουλίν.
—Οι τρεις ιστορίες που αναφέρατε είναι αρκετά χαρακτηριστικές. Πολλοί άνθρωποι στα 55 ή τα 60 τους χρόνια, αισθάνονται πως είναι αρκετά καλά για να συνεχίζουν να δουλεύουν. Άλλωστε, για τους εργαζόμενους μιας σειράς επαγγελμάτων (υφάντριες, ανθρακωρύχοι, αεροπόροι κ.ά.) η συντάξιμη ηλικία είναι ακόμα μικρότερη: στα 40-50 χρόνια.
Συντάξεις ή διάφορα επιδόματα στη Δημοκρατία μας παίρνουν πάνω από δυο εκατομμύρια άτομα, δηλαδή ο ένας στους πέντε κατοίκους. Η επιθυμία τους να συνεχίζουν να δουλεύουν συμφέρει στη λαϊκή οικονομία, η οποία αναπτύσσεται στις συνθήκες έλλειψης της εργατικής δύναμης. Η τακτοποίηση όμως των ηλικιωμένων ανθρώπων παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες. Κατά κανόνα, ακόμα και γι’ αυτούς που μένουν στην επιχείρησή τους, χρειάζεται να βρεθεί μια πιο εύκολη δουλειά.
Σε μερικές επιχειρήσεις υπάρχουν ειδικές επιτροπές που ασχολούνται μ’ αυτά τα ζητήματα. Για παράδειγμα, στο εργοστάσιο πλεκτών της πόλης Βίτεμπσκ έχει οργανωθεί τμήμα για συνταξιούχους και ανάπηρους. Εκεί απασχολούνται 80 άτομα. Άλλοι 66 δουλεύουν στο σπίτι.
Το υπουργείο Τοπικής Βιομηχανίας ανοίγει ειδικές επιχειρήσεις για συνταξιούχους και ανάπηρους, δημιουργεί παραγωγικά συγκροτήματα με βάση την κατ’ οίκον εργασία. Μέσα στα τρία τελευταία χρόνια, ο αριθμός των εργαζόμενων συνταξιούχων αυξήθηκε κατά 113,6 χιλιάδες. Αναμένουμε ότι μέχρι το 1991 ο αριθμός των ηλικιωμένων που επιθυμούν να συνεχίσουν να δουλεύουν, θα αυξηθεί ακόμα κατά 100 χιλιάδες και από σήμερα σκεφτόμαστε για τις θέσεις εργασίας που θα χρειαστούν. Ειδικότερα, προβλέπουμε να διευρύνουμε σημαντικά το σύστημα επιχειρήσεων για κατ’ οίκον εργασία: ν’ ανοίξουμε 5 συγκροτήματα, 2 εργοστασιακά τμήματα και 70 εξειδικευμένους τομείς. Οι κανονικές επιχειρήσεις προβλέπουν τη δυνατότητα να προσκαλούν συνταξιούχους στη δουλειά με μειωμένο ή ελεύθερο ωράριο.
Η βοήθεια για τακτοποίηση στη δουλειά δεν εξαντλεί όλη τη φροντίδα μας για τους συνταξιούχους. Για όσους ανάπηρους και γέρους δεν έχουν οικογένεια, στη Λευκορωσία δημιουργήθηκαν 58 οικοτροφεία. Σ’ αυτά διαμένουν πάνω από 15 χιλιάδες άτομα, με όλες τις ανάγκες τους εξασφαλισμένες από το κράτος. Όσοι μένουν σπίτι, υπάλληλοι της υπηρεσίας κοινωνικών ασφαλίσεων τους βοηθούν με τα ψώνια, με το μαγείρεμα, με το συγύρισμα του διαμερίσματος. Ιατρικό προσωπικό παρακολουθεί σε μόνιμη βάση την κατάσταση της υγείας τους.
Στους συνταξιούχους παρέχονται πολλά ευεργετήματα. Για μερικές κατηγορίες συνταξιούχων υπάρχει έκπτωση 50% στο ενοίκιο και στην πληρωμή για το ρεύμα και το γκάζι. Η παραμονή σε αναρρωτήρια και αναπαυτήρια για τους συνταξιούχους είναι κατά κανόνα δωρεάν.
Τα γεράματα είναι γεράματα˙ αυτό έχει επισημανθεί από καιρό και δεν έπαψε να ισχύει. Αλλά αν ο άνθρωπος στα 60, 70 και 80 του χρόνια περιβάλλεται από αγάπη, στοργή, υπόληψη και σεβασμό, τα γεράματα από ηλικία πίκρας μπορούν να γίνουν περίοδος ζωής που έχει τα πλεονεκτήματά της.
Μπορώ να πω με την ευκαιρία, ότι σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, η Λευκορωσία βρίσκεται σε μια από τις πρώτες θέσεις στον κόσμο ως προς τη μέση διάρκεια ζωής των γυναικών (76 χρόνια). Δεν είναι λίγοι και οι μακρόβιοί μας, που έχουν περάσει τα 100 τους χρόνια. Ελπίζουμε ότι θα γίνονται περισσότεροι από χρόνο σε χρόνο. Και είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε για όλους και θερμά λόγια, και στοργική φροντίδα». (Από τεύχος της δεκαετίας του ΄80, του περιοδικού “Ελληνοσοβιετικά Χρονικά”).
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση