Το καυτό καλοκαίρι του 1965 – Τα «Ιουλιανά»: Πολύτιμα ιστορικά διδάγματα

Σήμερα γνωρίζουμε πλέον πως τα πιο προχωρημένα συνθήματα και οι διαθέσεις της περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική την αστική δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε αργότερα, με τη συμβολή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασαν από τα χρόνια εκείνα.

Στο διάστημα από 15 Ιούλη έως και 25 Σεπτέμβρη του 1965 η χώρα συγκλονίστηκε από ένα κύμα διαδηλώσεων, που πέρασαν στην Ιστορία ως το «κίνημα των 70 ημερών» ή «Ιουλιανά».

Στις διαδηλώσεις εκείνων των ημερών πήραν μέρος τρεις γενιές: Της ΕΑΜικής Αντίστασης, της μεταπολεμικής εργατικής τάξης, της φοιτητικής και σπουδάζουσας νεολαίας, ακόμα και μαθητές. Πολιτικά κυριαρχούσε το αίτημα για ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, απαλλαγμένου από σκουριές του μετεμφυλιακού πλέγματος καταστολής.

Τα γεγονότα εκείνων των ημερών ήταν από τα πιο σημαντικά της περιόδου μετά το 1950 και μέχρι τις παραμονές της δικτατορίας του 1967-1974.

Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που χαρακτήρισαν τις εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό), που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας.

Ταυτόχρονα, τα «Ιουλιανά» προσφέρουν επίκαιρα διδάγματα ως προς το ρόλο του λαϊκού παράγοντα εκείνης της περιόδου, από την άποψη του βαθμού συνειδητοποίησης.

Τα «Ιουλιανά» δεν ήταν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό. Ηταν κρίκος μιας αλυσίδας, που η μια άκρη της θα μπορούσε να τοποθετηθεί τουλάχιστον στην αρχή της δεκαετίας του ’50 (αν όχι και νωρίτερα), ενώ η άλλη φτάνει μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από τη χούντα τον Δεκέμβρη του 1967 και, από μια συνολικότερη οπτική, μέχρι το 1974, όταν η χούντα κατέρρευσε.

Το υπόβαθρο

Στη δεκαετία του 1950, η ανάγκη της αστικής τάξης από τη μια να ασκήσει πολιτική σκληρής καταστολής, αλλά και ευέλικτης τακτικής απέναντι στο λαϊκό κίνημα, διαπλεκόταν με τις στοχεύσεις της στη γύρω περιοχή (Κύπρος – Νότια Αλβανία), ενώ είχε ήδη προβάλει με αξιώσεις ο έτερος ανταγωνιστής, η τουρκική αστική τάξη, στο πλαίσιο βεβαίως του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Τα παραπάνω καθόριζαν τις βασικές παραμέτρους, μέσα στις οποίες η αστική τάξη προσπαθούσε μεταπολεμικά να ανασυγκροτήσει το κράτος της και να το προσαρμόσει στις νέες απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Αυτή η πορεία συντελέστηκε μέσα από σκληρές συγκρούσεις μεταξύ φορέων των αστικών συμφερόντων, που εκφράζονταν στο Παλάτι, στο Στρατό και την κυβέρνηση. Η μεταξύ τους αντιπαράθεση όχι μόνο δεν απέκλειε, αλλά και περιλάμβανε προσωρινές συμμαχίες, πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στη Δεξιά κατά του Κέντρου, πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στο Κέντρο κατά της Δεξιάς, πότε αποσκιρτήσεις από τα αστικά κόμματα και διαιρέσεις, ενώ «μήλον της Εριδος» ήταν ο Στρατός. Παρότι ο Στρατός θεωρούνταν «φέουδο» των Ανακτόρων, στις γραμμές του αποτελούσε ιδιαίτερη οργάνωση ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), που είχε τους «αυτοτελείς» στόχους του (την αντιμετώπιση «τυχόν επαπειλούμενου κομμουνιστικού κινδύνου») και διέθετε μεγάλη δύναμη.

Ισχυρή επιρροή, βεβαίως, ασκούσαν και τα κόμματα της Δεξιάς, ενώ διείσδυση στο στρατό επιχειρούσε και το Κέντρο, προκειμένου να ενισχύσει τις σχετικά αδύνατες προσβάσεις του.

Φυσικά, όλα τα παραπάνω διαδραματίζονταν στη σκιά της ισχυρότατης παρουσίας των ΗΠΑ, αλλά παρεισέφρυε και η παρουσία του βρετανικού παράγοντα, που ναι μεν ήταν εξαιρετικά συρρικνωμένη, όμως διευρυνόταν λόγω του ρόλου της Βρετανίας στο Κυπριακό και των επιπτώσεων που είχε αυτό στην Ελλάδα. Το βαρύ πέλμα των ΗΠΑ στον έλεγχο των εξελίξεων, ακόμη και στη λήψη επιμέρους πολιτικών αποφάσεων, ήταν απαραίτητο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, αφού τότε η εγχώρια αστική τάξη δεν διέθετε ακόμη την οικονομική και πολιτική δύναμη, ούτε όλους τους μηχανισμούς που επέβαλλαν οι αστικές ανάγκες, εξαιτίας του ισχυρού κλονισμού που είχε υποστεί το κράτος στα χρόνια της Κατοχής και της ένοπλης λαϊκής πάλης του ΔΣΕ 1946-1949.

Διαφορετικές προσεγγίσεις υπήρχαν στις αστικές δυνάμεις και ως προς τη μέθοδο με την οποία θα αντιμετωπιζόταν το λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ. Από τμήματα του αστικού πολιτικού κόσμου ο αντικομμουνισμός του «κονσερβοκουτιού» και η συνέχιση των εκτελέσεων και άλλων διώξεων θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ, ενώ στιγματιζόταν ως «συνοδοιπορία» και η εκλογική συνεργασία με την Αριστερά, που σε διάφορες φάσεις είχαν πραγματοποιήσει κόμματα του «κεντρώου – σοσιαλδημοκρατικού» χώρου.

Υπήρχε, ωστόσο, και η εξής επιλογή, όπως εκφράστηκε από την εφημερίδα «Το Βήμα» στις 5 του Φλεβάρη 1952: «…το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να τεθεί εκτός νόμου η άκρα Αριστερά (…) θα επιτευχθούν πολύ θετικότερα αποτελέσματα από τον ασύνετον γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου».

Αυτή η διαφοροποιημένη τακτική είχε στόχο τη διαμόρφωση ενός «εθνικού ΚΚΕ», δηλαδή ενός Κόμματος «απαλλαγμένου» από διεθνιστικά «βαρίδια». Επιχειρούσε να αξιοποιήσει σε αυτήν την κατεύθυνση και την ΕΔΑ, άλλοτε με απειλές διάλυσής της, αν δεν κόψει το δεσμό της με το ΚΚΕ, άλλοτε με θετικές δημόσιες τοποθετήσεις για το ρόλο της ίδιας και του ΕΑΜ…

Η όξυνση

Τυπικά, λοιπόν, οι διαδηλώσεις τον Ιούλη του 1965 ξεκίνησαν με αφορμή την παραίτηση της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά Κωνσταντίνου να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Η όξυνση στην πολιτική ζωή, όμως, υπήρχε ήδη από τις αρχές του 1965 στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην ΕΡΕ και την Ενωση Κέντρου. Σε συγκέντρωση της ΕΡΕ στην Αθήνα στις 19 Φλεβάρη, ο Π. Κανελλόπουλος είχε κηρύξει τον «υπέρτατο αγώνα» για την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου. Η διελκυστίνδα ανάμεσα στα δύο βασικά αστικά κόμματα συνεχίστηκε ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο του 1965, με κύριο χαρακτηριστικό μια αλλαγή που σημειώθηκε: Το Παλάτι έστρεψε και πάλι την προτίμησή του στην ΕΡΕ. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου είχε έρθει σε ορισμένη αντίθεση με τις ΗΠΑ, που είχαν εντείνει τις πιέσεις για το Κυπριακό.

Οταν ξέσπασε η νέα κρίση τον Ιούλη, στην επικαιρότητα επικρατούσε ακόμα το θέμα της προβοκάτσιας περί δολιοφθοράς σε τρία στρατιωτικά αυτοκίνητα, που είχε στήσει στον Εβρο ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος. Αν και είχε αποδειχθεί ότι ο ίδιος ο Παπαδόπουλος προκάλεσε το σαμποτάζ (και όχι οι στρατιώτες Π. Μπέκιος και Κ. Ματάτης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούνταν από το ΚΚΕ!), ο Γ. Παπανδρέου όχι μόνο δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αλλά και έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο Αρχείο!…

Παράλληλα, αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος όμως όχι μόνο δεν παραιτήθηκε, αλλά και καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό (Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967», τόμος 2ος, σελ. 152, εκδόσεις «ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ»).

Το Παλάτι, από την πλευρά του, έχοντας στηρίξει την Ενωση Κέντρου στην ανάληψη της διακυβέρνησης και αφού είχε εξασφαλίσει την ανάθεση του υπουργείου Εθνικής Αμυνας στον Πέτρο Γαρουφαλιά, που ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης του, επιδίωξε μεγαλύτερο έλεγχο του στρατού και της κυβερνητικής λειτουργίας.

Ο βασιλιάς επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του Κέντρου, όχι όμως ο πρωθυπουργός. Το Παλάτι ισχυριζόταν ότι δεν πρέπει να αναλάβει υπουργός Αμυνας ο πρωθυπουργός, γιατί ήταν σε εξέλιξη οι ανακρίσεις για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» (τα αρχικά από τις λέξεις Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία) στην οποία είχε εμπλακεί το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του πρωθυπουργού και αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, και μάλιστα ως επικεφαλής αυτής της κίνησης στο Στρατό.

Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε και παραιτήθηκε. Μόλις έγινε γνωστό το γεγονός, οργανώθηκαν διαδηλώσεις από τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη. Στις 19.7.1965 οι διαδηλώσεις ενισχύθηκαν με τη συμμετοχή δυνάμεων της Ενωσης Κέντρου, η οποία κήρυξε «νέο ανένδοτο αγώνα»… Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις για ορισμένες μέρες πήραν πρωτοφανείς διαστάσεις για τα χρόνια μετά από τον εμφύλιο πόλεμο. Στη διαδήλωση της 21ης του Ιούλη δολοφονήθηκε από την Αστυνομία ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας, ενώ υπήρχαν και πολλοί τραυματίες.

Από την πλευρά του, ο βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση.

Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Νόβα ψήφισαν 131 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, 24 βουλευτές που ανεξαρτητοποιήθηκαν από την Ενωση Κέντρου, ο Γαρουφαλιάς που είχε διαγραφτεί από το Κέντρο και 8 του Κόμματος των Προοδευτικών). Κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 167 (145 του Κέντρου και οι 22 της ΕΔΑ).

Αρχίζουν νέες διαβουλεύσεις, για να βρεθεί το πιο κατάλληλο πρόσωπο που θα εξασφάλιζε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.

Στις 9.8.1965 αγανακτισμένοι διαδηλωτές έκαψαν σωρούς αντιτύπων των εφημερίδων «Τα Νέα» και «Το Βήμα», επειδή ο εκδότης τους Χρήστος Λαμπράκης υπονόμευε τον Γ. Παπανδρέου, αν και ως εκδοτικό συγκρότημα είχε καταγραφεί υπέρ της Ενωσης Κέντρου. Το ίδιο έγινε και με τις άλλες εφημερίδες – υποστηρικτές του Κέντρου που είχαν «αποστατήσει», όπως την «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα.

Το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου 1965, ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του Κέντρου. Δύο 24ωρα μετά, η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Τσιριμώκου ψήφισαν 135 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, ο Γαρουφαλιάς και 36 από τους βουλευτές της Ενωσης Κέντρου που είχαν ανεξαρτητοποιηθεί από το κόμμα τους). Κατά ψήφισαν 159 (134 του Κέντρου, οι 22 της ΕΔΑ και 3 του Κόμματος των Προοδευτικών).

Οι λαϊκές αντιδράσεις που ακολούθησαν την παραίτηση της κυβέρνησης του Κέντρου δημιούργησαν έντονο προβληματισμό και ανησυχία στον ΣΕΒ, επειδή: «Η κυβερνητική κρίσις παρετάθη επί πολύ, παρετάθη καθ’ υπερβολήν, παρετάθη πέραν παντός ορίου» (Δελτίο ΣΕΒ της 15.9.1965).

Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της Ενωσης Κέντρου.

Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του Κόμματος των Προοδευτικών, ο Γαρουφαλιάς και 41 πλέον βουλευτές που είχαν πλέον ξεκόψει από την Ενωση Κέντρου). Κατά ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της Ενωσης Κέντρου και οι 22 της ΕΔΑ.

Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966.

Την αντικατέστησε, στις 22 του μήνα, η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου – Παναγιώτη Κανελλόπουλου – Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη και Ελένης Βλάχου.

Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967. Την ψήφισε και η «ομάδα του Ανδρέα Παπανδρέου», παρότι διαφωνούσε με τις συγκεκριμένες επαφές και αποφάσεις του πατέρα του.

Στις 30 του Μάρτη η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές.

Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν έγιναν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 – 1974).

Οι πολιτικές αυταπάτες

Σε κοινωνικό επίπεδο, το «κίνημα των 70 ημερών» τροφοδοτήθηκε από την πολύχρονη αντιλαϊκή πολιτική. Περιέκλειε ανικανοποίητους λαϊκούς πόθους δεκαετιών. Ομως σε πολιτικό επίπεδο επικεντρωνόταν αποκλειστικά στην αντίθεση με τη λεγόμενη Δεξιά και το Παλάτι, τους «προδότες της δημοκρατίας», καθώς και με τον ξένο παράγοντα. Στο «κίνημα των 70 ημερών» κυριαρχούσαν οι πολιτικές αυταπάτες και οι χίμαιρες για την επικείμενη φιλολαϊκή διέξοδο που ανακόπηκε.

Τα συνθήματα που κυριάρχησαν και με την παρέμβαση της ΕΔΑ, της Ενωσης Κέντρου, καθώς και των μαζικών οργανώσεων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις, ήταν: «1-1-4», «κάτω οι αυλόδουλοι», «αποσταCIA», «κάτω η Χούντα» κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η σάτιρα στη σκιτσογραφία και στις θεατρικές επιθεωρήσεις. Τα πιο προωθημένα συνθήματα ήταν «έξω οι Αμερικανοί», «κάτω η μοναρχία», «παρ’ τη μάνα σου και μπρος».

Οι κινητοποιήσεις υποχώρησαν, σχεδόν σταμάτησαν, με τη σταθεροποίηση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου.

Το χαρακτηριστικό των αντιφάσεων και των αδιεξόδων που εκδηλώθηκαν στο «κίνημα των 70 ημερών» ήταν ότι στο εργατικό και ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα κυριάρχησαν πολιτικά συνθήματα δυνάμεων του συστήματος, βασικά της Ενωσης Κέντρου.

Η γραμμή της «δημοκρατικής ομαλότητας», με την αναφανδόν υποστήριξη της Ενωσης Κέντρου, που ακολούθησε και το ΚΚΕ, στέρησε το κίνημα από έναν ταξικό προσανατολισμό. Βέβαια και η ΕΔΑ συμπαρατάχτηκε με την Ενωση Κέντρου στη γραμμή της λεγόμενης ομαλότητας (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968, Β’ τόμος, σελ. 499).

Μεταγενέστερα ο Ανδρέας Παπανδρέου εκτίμησε: «Η ΕΔΑ, που έπρεπε να είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση του κόμματός μας, δεν ωφελήθηκε καθόλου. Αντίθετα, έχασε πολλούς από τους οπαδούς της, που εντάχθηκαν στις αναπτυσσόμενες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς στα πλαίσια της Ενωσης Κέντρου» (Ανδρέας Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», σελ. 272, εκδ. «Καρανάσης», Αθήνα, 1974).

Βεβαίως η ΕΔΑ υλοποιούσε την πολιτική του ΚΚΕ, το οποίο με σχετική Απόφαση της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ (12-15.8.1965) εκτίμησε για τα «Ιουλιανά»: «Οξύτερα από κάθε άλλη φορά μπαίνει το δίλημμα: Θα προχωρήσει η χώρα προς τον εκδημοκρατισμό της εσωτερικής ζωής ή θα γυρίσει πίσω προς τον εκφασισμό (…) Το παλατιανό πραξικόπημα, η συνεχιζόμενη ωμή καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών και της συνταγματικής τάξης και ομαλότητας σήκωσε στο πόδι όλο το Εθνος (…) Οι κομμουνιστές επιβάλλεται να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις (…) για την επιβολή του σεβασμού της συνταγματικής τάξης και της δημοκρατικής διεξόδου από τη σημερινή ανωμαλία».

Για το ίδιο ζήτημα, η 10η Ολομέλεια της ΚΕ (25.12.1966 – 24.1.1967) εκτίμησε ανάμεσα σε άλλα: «…Με το Ιουλιανό πραξικόπημα η Αντίδραση κατόρθωσε ν’ ανακόψει τη δημοκρατική πορεία. (…) Συντελέστηκε μια παραπέρα συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του Παλατιού και της στρατοκρατικής χούντας. (…) Δεν μπόρεσαν, όμως, οι κύκλοι της ανωμαλίας, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, να επιτύχουν τον κύριο σκοπό τους: Να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση και ν’ απομονώσουν την Αριστερά» («Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τόμ. 9, σελ. 586-589 και 741, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002).

Σήμερα γνωρίζουμε πλέον πως τα πιο προχωρημένα συνθήματα και οι διαθέσεις της περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική την αστική δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε αργότερα, με τη συμβολή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασαν από τα χρόνια εκείνα. Η ρεφορμιστική λογική, εκείνη του «μικρότερου κακού», που υιοθέτησαν το ΚΚΕ και η ΕΔΑ, παρά την πρωτοπόρα στάση, τη μαχητικότητα, την αγωνιστικότητα, την θυσία στελεχών και μελών τους εκείνες τις ημέρες, ενσωματώθηκε στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το Κέντρο και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα, με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου.

 

Θ. Λ.
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: