Νίκος Ζαχαριάδης: Ο Κουκουές και το Κουκουέδικο!
Πρόκειται ίσως για την μεγαλύτερη φυσιογνωμία αυτού του τόπου. Για τον άνθρωπο που όταν επέστρεψε από το Νταχάου διοργανώθηκε η μεγαλύτερη συγκέντρωση-υποδοχή πολιτικού. Για την μεγαλύτερη φυσιογνωμία του Ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Ζήτω ο αθάνατος και αλύγιστος, κουκουές Νίκος Ζαχαριάδης! Ζήτω το κόμμα του, το ηρωικό κουκουέδικο!
Η σημερινή μέρα αν και σηματοδοτεί μία επέτειο “μαύρη” για το Ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, είναι την ίδια στιγμή ιδιαίτερα σημαντική για τους Έλληνες κομμουνιστές που τιμούν τους συντρόφους τους, επώνυμους και ανώνυμους. Ο λόγος για τον Νίκο Ζαχαριάδη, Γενικό Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, λαϊκό ηγέτη και επιφανή προσωπικότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που σαν σήμερα το 1973 βρέθηκε νεκρός στο Σοργκούτ της Σιβηρίας όπου βρίσκονταν εξόριστος. Αν και συκοφαντήθηκε με ανυπόστατες και άδικες κατηγορίες που οδήγησαν στην καθαίρεση-διαγραφή του και στην απομάκρυνση του από το Κουκουέδικο (όπως αποκαλούσε το ΚΚΕ), δεν έπαψε να δηλώνει κουκουές και να πιστεύει στο κόμμα του, το οποίο τον δικαίωσε πολιτικά και κομματικά αποκαθιστώντας τον, γεγονός που αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους κομμουνιστές όσον αφορά την ανιδιοτέλεια. Αυτά που μπορεί να πει κανείς για την μορφή του είναι πολλά, αλλά εδώ θα παρουσιαστούν ορισμένα βιογραφικά στοιχεία, η σχέση του με το κόμμα και η στρατηγική και τακτική του ΚΚΕ την περίοδο που το καθοδηγούσε.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης το 1903-1931
Ο Νίκος Ζαχαριάδης γεννήθηκε στις 27 Απρίλη 1903 στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης από γονείς εργάτες. Από τα 15 του άρχισε να εργάζεται στα λιμάνια ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη γνωρίζοντας την εκμετάλλευση, αλλά και τις σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές ιδέες. Έτσι το 1922 όταν βρέθηκε στη νεαρή ακόμα Σοβιετική Ένωση έγινε μέλος της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών και το 1923 μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Το 1924 επέστρεψε στην Ελλάδα έχοντας φοιτήσει στην “ΚΟΥΤΒ” (όπως έμεινε γνωστό το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζομένων της Ανατολής στην ΕΣΣΔ) και στελέχωσε τις γραμμές της ΟΚΝΕ (νεολαία του ΚΚΕ πριν την ΚΝΕ). Το 1926 στελέχωσε τις γραμμές του ΚΚΕ, ενώ την ίδια χρονιά φυλακίστηκε στο Γεντί Κουλέ από το οποίο και δραπέτευσε. Το 1929 το κόμμα τον έστειλε στην ΕΣΣΔ για να φοιτήσει στην Ανώτατη Κομματική Σχολή της Μόσχας στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Λένιν. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα με απόφαση της Κομιντέρν, μία απόφαση που έβρισκε θετικό και το ΠΚΚ(μπ), στο οποίο είχε γίνει μέλος κατά την παραμονή του στην ΕΣΣΔ.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης ως ηγέτης
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Νίκος Ζαχαριάδης βρέθηκε -όπως ήδη αναφέρθηκε- στην ηγεσία του κόμματος (ως Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ), με τη σύμφωνη γνώμη και πρόταση της Κομιντέρν και την θετική προτροπή των Σοβιετικών. Την περίοδο εκείνη το κόμμα ήταν λιγότερο χτυπημένο από το αστικό κράτος, απ’ ό,τι, από τις εσωκομματικές έριδες, καθώς κυριαρχούσε η φραξιονιστική πάλη. Όσον αφορά την στρατηγική του, το κόμμα έθετε ως καθήκον στην ημερήσια διάταξη την σοσιαλιστική επανάσταση, στρατηγική που είχε καθοριστεί το 1930 στην 3η ολομέλεια του και ήταν σύμφωνη με την 11η ολομέλεια της Κομιντέρν η οποία πραγματοποιήθηκε το 1931. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν η 4η και 5η ολομέλεια του κόμματος το 1931 και το 1932 αντίστοιχα, που δεν έρχονταν σε αντίθεση με την 12η και 13η ολομέλεια της Κομιντέρν το 1932 και το 1933 αντίστοιχα.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου με την καθοδήγηση του Νίκου Ζαχαριάδη κατέστη δυνατή η ανασυγκρότηση του κόμματος, καθώς διαγράφηκαν τα φραξιονιστικά και αντικομματικά στοιχεία, επιτεύχθηκε η ιδεολογικοπολιτική ενότητα και προχώρησε η Μπολσεβικοποίηση. Το ΚΚΕ όχι μόνο σημείωσε σημαντικά ποσοστά στις εκλογικές μάχες, αλλά άρχισε να μαζικοποιείται και να παίζει ενεργό και καθοδηγητικό ρόλο στις λαϊκές κινητοποιήσεις. Στις πόλεις κυριαρχούσε σε μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης στους εργατικούς αγώνες, ενώ στα χωριά ανέπτυσσε επαφές με όλο και περισσότερους αγρότες, στην προσπάθεια οικοδόμησης της εργατο-αγροτικής συμμαχίας.
Πλευρές γύρω από αυτή την προσπάθεια συζητήθηκαν στην 6η ολομέλεια στις αρχές του 1934, που θεωρούσε ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα θα είχε χαρακτήρα αστικοδημοκρατικό με την μετατροπή του σε σοσιαλιστικό. Η θέση αυτή δεν ήταν ουτοπική και βασίζονταν στην ίδια την πείρα των μπολσεβίκων την επαναστατική περίοδο του 1917 (είχε διατυπωθεί άλλωστε και στο έργο του Λένιν “Δύο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική επανάσταση). Η θέση αυτή είχε υιοθετηθεί από το κόμμα το 1928 στο 4ο συνέδριο του μετά από το 6ο συνέδριο της Κομιντέρν, το οποίο καθιέρωσε τέσσερις τύπους επαναστάσεων, που καθορίζονταν από κάθε μεμονωμένο κόμμα με κριτήριο τις σχέσεις και τον τρόπο παραγωγής που επικρατούσε στην χώρα του. Μάλιστα ο αστικοδημοκρατικός χαρακτήρας της επικείμενης επανάστασης ενισχύθηκε περαιτέρω από το “Γράμμα της Κομιντέρν” στα κομμουνιστικά κόμματα στα μέσα του 1934, που προωθούσε τέτοιες θέσεις.
Όμως το 7ο συνέδριο της Κομιντέρν -οι αποφάσεις του οποίου αντικατοπτρίζονταν στις αποφάσεις του 6ου συνεδρίου του κόμματος- δημιουργούσαν συγχύσεις γύρω από το ζήτημα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Η εμπειρία των μπολσεβίκων απέδειξε ότι σε χώρες που δεν είχαν κυριαρχήσει πλήρως οι καπιταλιστικές σχέσεις και τρόπος παραγωγής, τα μεμονωμένα κόμματα μπορούσαν να μετατρέψουν την επικείμενη αστικοδημοκρατική επανάσταση σε σοσιαλιστική. Το 7ο συνέδριο της Κομιντέρν με τις αποφάσεις του για την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας από τον φασισμό, για το καθήκον των κομμάτων να θέσουν στην ημερήσια διάταξη τον αστικό εκδημοκρατισμό, για την δυνατότητα περάσματος στο σοσιαλισμό μέσω μίας κυβέρνησης λαϊκού μετώπου και για την επιδίωξη συμμαχιών με τα αντιφασιστικά κόμματα, δημιούργησε αντιφάσεις στην υπόθεση της μετατροπής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. Στην Ισπανία μία χώρα που πριν το 7ο συνέδριο θέτονταν ως καθήκον η αστικοδημοκρατική επανάσταση και η μετατροπή της σε σοσιαλιστική μέσω της ένοπλης λαϊκής εξέγερσης, μετά το συνέδριο, τέθηκε ως καθήκον ο αστικός εκδημοκρατισμός και η πάλη ενάντια στα φασιστικά και προ-καπιταλιστικά στοιχεία. Εξισώνονταν δηλαδή η πάλη για την μετατροπή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική με την πάλη για τον αστικό εκδημοκρατισμό
Το ΚΚΕ υιοθέτησε αυτές τις αποφάσεις, παρόλο που οι μετέπειτα εξελίξεις φανέρωσαν πως ο Νίκος Ζαχαριάδης διαφωνούσε με αυτές [1]. Υπό το πνεύμα τους αναπτύχθηκαν μία σειρά πρωτοβουλίες για την δημιουργία αντιφασιστικών και δημοκρατικών συνασπισμών, τόσο στο επίπεδο της οικονομικής πάλης της εργατικής τάξης, όσο και στο επίπεδο της πολιτικής συμμαχιών του κόμματος. Αν και σε εκλογικό επίπεδο το κόμμα δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας τα καθήκοντα που έθετε, σε επίπεδο αγώνων σημείωσε επιτυχίες. Οι απεργίες των καπνεργατών και γενικότερα των εργατών τον Μάη του 1936, αλλά και άλλες απεργίες εκείνη την περίοδο γενικά, έμειναν στην ιστορία για την μαζικότητα και μαχητικότητά τους. Όμως το κόμμα παρά τις επιτυχίες του βρέθηκε αντιμέτωπο με πρωτόγνωρα προβλήματα όπως η διείσδυση της ασφάλειας στις γραμμές του, η συγκρότηση της κάλπικης Κεντρικής Επιτροπής, η έκδοση του πλαστού Ριζοσπάστη και η απώλεια της πλειοψηφίας των μελών του εξαιτίας των φυλακίσεων και των εξοριών.
Ο πόλεμος του 1940 το βρήκε λοιπόν σε άσχημη κατάσταση. Ακόμα κι έτσι όμως δεν έμεινε άπραγο. Τα μέλη του από την πρώτη στιγμή της Ιταλικής εισβολής ζήτησαν να σταλούν στο μέτωπο. Ο Νίκος Ζαχαριάδης από την άλλη έστειλε από τα μπουντρούμια της ασφάλειας τρία διαφορετικά γράμματα, με τα οποία καλούσε τον Ελληνικό λαό να αγωνιστεί για να ανατρέψει τα σχέδια των Ιταλών, αλλά και για να οικοδομήσει μία νέα Ελλάδα. Τα γράμματα σε γενικές γραμμές και εφ’ όλης της ύλης ήταν σωστά και καλλιεργούσαν την πάλη για την ήττα του εχθρού (εξωτερικού και εσωτερικού). Αυτή η αντίληψη που προσπάθησε να προωθήσει ο Νίκος Ζαχαριάδης αν και επηρέασε την πολιτική του κόμματος στα χρόνια της κατοχής, δεν υλοποιήθηκε στην πράξη.
Το ΚΚΕ στην εθνική αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο
Από την πρώτη στιγμή της τριπλής κατοχής της χώρας τα ελάχιστα μέλη του κόμματος που δεν ήταν φυλακισμένα άρχισαν την παράνομη δουλειά. Η δράση τους αρχικά ήταν κυρίως προπαγανδιστική και περιορίζονταν στην έκδοση εντύπων. Σταδιακά όμως το κόμμα άρχισε να ισχυροποιείται και να οικοδομεί γερές παράνομες οργώσεις. Έτσι τον Σεπτέμβρη του 1941 ιδρύθηκε το ΕΑΜ για την οργάνωση του εθνικό-απελευθερωτικού αγώνα και το Φλεβάρη του 1942 ο ΕΛΑΣ για την οργάνωση της ένοπλης πάλης, ενώ ιδρύθηκαν και άλλες σημαντικές οργανώσεις με πρωτοβουλία του ΚΚΕ όπως η ΕΠΟΝ και η ΟΠΛΑ. Αν και οι οργανώσεις αυτές συγκέντρωσαν στις γραμμές τους την πλειοψηφία του λαού χάρη στην συνεισφορά του ΚΚΕ, το ίδιο το κόμμα αδυνατούσε να διαμορφώσει ξεκάθαρη στρατηγική και τακτική. Από τη μία κυριαρχούσαν τα γράμματα του αρχηγού του κόμματος που καλούσε στην πάλη για το τσάκισμα του κατακτητή και την λαοκρατία. Από την άλλη όμως η απουσία επικοινωνίας με την Κομιντέρν και η αδυναμία βοήθειας και ενημέρωσης με οδηγίες, κρατούσε το κόμμα προσκολλημένο στις αποφάσεις του 7ου συνεδρίου. Αυτή η ιδέα της εθνικής ενότητας οδήγησε το κόμμα στην συμμετοχή στην “Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας” το 1944. Με ευθύνη του κόμματος και χωρίς Σοβιετικές υποδείξεις (πέρα από προσωπικές) προχώρησε στην αναδιαμορφωμένη αστική κυβέρνηση, που διαμορφώθηκε από τους αστούς πολιτικούς που είχαν αυτομολήσει στην Μέση Ανατολή.
Αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις είχαν ως αποτέλεσμα απαράδεκτους συμβιβασμούς και την απουσία ενιαίας αντίληψης τον Δεκέμβρη του 1944. Πολλοί αστοί ιστορικοί θεωρούν πως αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε και με την ευθύνη των Σοβιετικών και μάλιστα του ίδιου του Στάλιν, ο οποίος δήθεν πρόδωσε τους Έλληνες κομμουνιστές. Επικαλούνται την “Συμφωνία των Ποσοστών” που διαψεύδει ακόμη και ο Άντονι Ήντεν (υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Τσώρτσιλ), αλλά και ένα τηλεγράφημα και μία προσωπική καταγραφή του Δημητρόφ που μελετούνται έξω από το ιστορικό τους πλαίσιο. Πιο αναλυτικά:
- -Στις 10 Γενάρη 1945, 5 μέρες δηλαδή μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, ο Στάλιν είπε στον Δημητρόφ: “Συμβούλεψα να μην ξεκινήσουν αυτόν τον αγώνα στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να παραιτηθούν από την Κυβέρνηση Παπανδρέου. Ανέλαβαν περισσότερα από αυτά που μπορούν να διαχειριστούν. Προφανώς υπολόγιζαν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα κατεβεί μέχρι το Αιγαίο. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Επίσης δεν μπορούμε να στείλουμε στην Ελλάδα τα στρατεύματά μας. Οι Έλληνες έκαναν μία ανοησία” [2]. Η καταγραφή αυτή στο ημερολόγιο του Δημητρόφ όμως δεν αντιστοιχεί σε κάποια συμβουλή που δέχτηκε το κόμμα πριν ξεκινήσει τον αγώνα του.
- -Στις 20 Δεκέμβρη ο Δημητρόφ έστειλε ένα τηλεγράφημα που συνιστούσε στο κόμμα έναν ελιγμό που θα το απαγκίστρωνε από τη δεινή θέση που βρίσκονταν [3]. Αυτό το τηλεγράφημα εξαιτίας λάθους στην αποκωδικοποίηση έφτασε στο κόμμα στις 15 Γενάρη 1945 και ερμηνεύτηκε ως συμβουλή προς συμβιβασμό, οδηγώντας στην Βάρκιζα. Πιθανότατα αυτή να νοείται ως η συμβουλή του Στάλιν στο ΚΚΕ για την οποία μιλάει ο Δημητρόφ.
- -Τον Γενάρη του 1950 σε συνάντηση που είχε ο Στάλιν με το Ζαχαριάδη και άλλους συντρόφους του, είπε πως το κόμμα δεν έπρεπε να παραδώσει τα όπλα και πως έπρεπε να πολεμήσει έξω από την Αθήνα, τονίζοντας ότι ο Δημητρόφ δεν ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΚΚ (μπ) [4]. Εξηγούσε δηλαδή ότι το τηλεγράφημα του Δημητρόφ δεν εστάλη εκ μέρους των Σοβιετικών.
- -Το τρίτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη του 1944 ο αντισυνταγματάρχης Τσερνισόφ (Γραμματέας της Σοβιετικής Πρεσβείας στην Σοβιετική Στρατιωτική Αποστολή στην Ελλάδα) μεταβίβασε στον Βαφειάδη μήνυμα για την συνέχιση του ένοπλου αγώνα [5]. Σύμφωνα μάλιστα με το ίδιο τον Βαφειάδη το ΚΚΕ είχε την στήριξη όλων των κομμάτων της αυτοδιαλυμένη Κομιντέρν.
Τα παραπάνω γεγονότα δείχνουν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αρχικά πρέπει να ειπωθεί ότι η ΕΣΣΔ ήταν υπέρ του αγώνα που έγινε τον Δεκέμβρη του 1944. Οι Σοβιετικοί δεν έστειλαν κάποια συμβουλή στις παραμονές του, που να συμβούλευαν στην ματαίωσή του και δεν εμπόδισαν το κόμμα να πάρει την δική του απόφαση όταν τον ξεκίνησε. Το τηλεγράφημα του Δημητρόφ, αν θεωρηθεί ως η συμβουλή του Στάλιν, αναιρείται, καθώς μετά από αυτό οι Σοβιετικοί μέσω του Τσερνισόφ, συμβούλευσαν υπέρ του ένοπλου αγώνα (μάλιστα υπάρχει και πλαστή επιστολή του Βαφειάδη που κατασκευάστηκε από το αστικό κράτος μέσα από τις καταθέσεις αιχμαλώτων, που αναφέρει κάτι παρόμοιο, γεγονός που δείχνει ότι το κόμμα συνολικά είχε επίγνωση των ξένων παραινέσεων). Έλεγε λοιπόν ο Δημητρόφ ψέματα στο ημερολόγιο του; Μάλλον όχι! Από την πρώτη στιγμή οι Σοβιετικοί είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν στρατιωτικά το κόμμα και ότι θα έπρεπε να αντεπεξέλθει στις σύνθετες συνθήκες μοναχό του. Το ίδιο είπαν και οι ηγέτες των κόμματων που το ΚΚΕ απευθύνθηκε για βοήθεια (άρα και οι δικές τους απαντήσεις αφορούσαν τα κόμματά τους και όχι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα γενικά, άρα δηλαδή ο Δημητρόφ θα μπορούσε να στέλνει το τηλεγράφημα ως απάντηση του Βουλγάρικου κόμματος). Άλλωστε όταν ο Στάλιν είπε το 1945 ότι το κόμμα έκανε βλακεία, εξηγούσε πως αυτή δεν ήταν άλλη, παρά η προσμονή για την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ελλάδα και πως το ίδιο θα έπρεπε να τα σηκώσει το βάρος μόνο του, εκτίμηση που ανταποκρίνεται σε αυτά που είπε το 1950, ότι δηλαδή το κόμμα έπρεπε να πολεμήσει σε όλη τη χώρα. Αυτό φαίνεται και μέσα από τα γραπτά του Γούσια που αν και συχνά δεν ανταποκρίνονται στο χρόνο που συνέβησαν τις περισσότερες φορές αποτυπώνουν την πραγματικότητα και επαληθεύονται από αυτήν [6]. Στο ίδιο πνεύμα έγραψε πως όταν ο Στάλιν ρωτήθηκε από τον Ζαχαριάδη τον λόγο που ο Κόκκινος Στρατός δεν προέλασε στην Ελλάδα, ο Σοβιετικός αρχηγός του εξήγησε τους διπλωματικούς λόγους που εμπόδισαν κάτι τέτοιο. Επίσης είπε ότι το κόμμα έπρεπε να πολεμήσει σε όλη την Ελλάδα και ότι ο Δημητρόφ δεν ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΚΚ (μπ). Τα γραπτά του λοιπόν φαίνεται πως καταγράφουν πραγματικά γεγονότα, αν και αυτές οι καταγραφές αναφέρονται στην συνάντηση στη λίμνη Ρίτσα και όχι στη συνάντηση του 1950 που συζητήθηκε το θέμα για την πάλη του κόμματος έξω από την Αθήνα [7] (ωστόσο κομμάτι από την συζήτηση διαφαίνεται πως δεν μπορεί να αποδειχθεί εάν ισχύει ή όχι). Εν κατακλείδι το ΚΚΕ από τη μία έπρεπε να πολεμήσει, αλλά από την άλλη υπολογίζοντας στις δικές του δυνάμεις, όπως φαίνεται και από τα γραπτά του Γούσια (άλλωστε οι μαρτυρίες των Μολότοφ, Ποπόφ και Σιάντου δείχνουν πως οι Σοβιετικοί προέτρεψαν υπέρ του αγώνα). Ένα νόμισμα λοιπόν με δύο όψεις.
Όλη αυτή την περίοδο ο Νίκος Ζαχαριάδης βρισκόταν εκτός Ελλάδας, καθώς με την είσοδο των κατοχικών στρατευμάτων στην Ελλάδα η ασφάλεια τον παρέδωσε στην Γκεστάπο, η οποία τον μετέφερε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με τελικό σταθμό το Νταχάου. Στην Ελλάδα επέστρεψε λίγο μετά την ήττα της Γερμανίας αναλαμβάνοντας ξανά την θέση του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Την περίοδο που απουσίαζε από το πόστο του, προφανώς δεν καθοδηγούσε το κόμμα και επομένως δεν είχε ευθύνες για τους λάθος χειρισμούς που είχαν γίνει. Βρήκε μία κατάσταση πολύ άσχημη καθώς το λαϊκό κίνημα αν και μαζικό και οργανωμένο, δεχόταν το ένα χτύπημα μετά το άλλο από τον ταξικό αντίπαλο. Υπό αυτές τις συνθήκες και έχοντας βρει μπροστά του την προσήλωση των συντρόφων του στην ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Σε αυτό το πνεύμα αρνήθηκε να ακολουθήσει τον δρόμο του Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος αν και παρέμενε πιστός στο κόμμα αρνούνταν να ακολουθήσει την πολιτική που είχε χαράξει, θεωρώντας πως ο λαός έπρεπε να έρθει σε σύγκρουση με τον εθνικό και διεθνή ιμπεριαλισμό. Με ευθύνη που βαραίνει και προσωπικά τον Νίκο Ζαχαριάδη -λόγω της θέσης του στο κόμμα- ο δρόμος του Άρη Βελουχιώτη δεν υιοθετήθηκε, ενώ αντιθέτως καθαιρέθηκε και διαγράφηκε από τις γραμμές του ΚΚΕ, παραμένοντας όμως πιστός στο κόμμα μέχρι τον τραγικό του θάνατο. Ο Νίκος Ζαχαριάδης ωστόσο σύμφωνα τόσο με ντοκουμέντα από τα Σοβιετικά αρχεία, όσο και από τα γραπτά των συντρόφων του δεν ήταν σε ρήξη με τον Βελουχιώτη γιατί τάσσονταν κατά της ένοπλης πάλης και υπέρ της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης. Ο ίδιος εκτίμησε λίγο καιρό αργότερα πως η Βάρκιζα δεν ήταν λάθος, αλλά ένας ελιγμός που επέτρεπε στο κόμμα να ανασυνταχτεί, θεωρώντας λάθος του Άρη Βελουχιώτη ότι δεν μοιράζονταν την ίδια αντίληψη και αψηφούσε τις συλλογικές αποφάσεις και τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Επίσης θεωρούσε λάθος του Άρη Βελουχιώτη το γεγονός ότι δεν σεβόταν την συμφωνία μέχρι το κόμμα να αναδιπλώσει τις δυνάμεις του. Πράγματι δεν πέρασε πολύ καιρός όταν στο 7ο συνέδριο του κόμματος εισηγήθηκε πως εάν η συμφωνία της Βάρκιζας δεν εφαρμόζονταν και από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ θα απαντούσε με ένοπλα μέσα, μέσα που ήταν επίκαιρα και αναγκαία. Βέβαια το συνέδριο και η εισήγησή του είχαν αδυναμίες, καθώς το κόμμα δεν προσπάθησε να εκτιμήσει την πορεία του και να θέσει τα καθήκοντα του ξεκάθαρα. Πάντως οι μετέπειτα εκτιμήσεις του κόμματος για την πορεία του την δεκαετία του 1940 δικαίωσαν την πορεία που ακολούθησε ο Άρης Βελουχιώτης, καθώς ο Νίκος Ζαχαριάδης έφτασε -και σωστά- στο σημείο να εκτιμά την Βάρκιζα ως ένα λάθος, από κοινού με το κόμμα συνολικά. Μπορεί ο Άρης Βελουχιώτης να μην αποκαταστάθηκε κομματικά και πολιτικά υπό την καθοδήγησή του, αλλά εάν αυτή η πορεία εκτιμήσεων δεν διακόπτονταν την περίοδο 1956-1957 πιθανότατα να είχε έρθει νωρίτερα. Τέλος αξίζει να αναφερθεί πως ο Αχιλλέας Παπαϊωάννου που είχε συναντήσει τον Νίκο Ζαχαριάδη (συνάντηση βέβαια που είναι αμφισβητήσιμη), έγραψε ότι στο ζήτημα αυτό ήταν μετανιωμένος και έκανε αυτοκριτική [8].
Πάντως η απόφαση του κόμματος να υλοποιήσει την θέση του 7ου συνεδρίου για απάντηση με ένοπλα μέσα, φαίνεται και από το ότι άργησε να αναδιατάξει τις δυνάμεις του απέναντι στο αστικό κράτος. Χρειάστηκε να περάσει περίπου μισός χρόνος από το συνέδριο ώστε ο Νίκος Ζαχαριάδης να έρθει σε επαφή με την ΕΣΣΔ και τους συντρόφους του στα Βαλκάνια, για να οργανώσει το νέο ένοπλο αγώνα. Το 1946 σε ερωτήματα προς τους Σοβιετικούς έλαβε προτροπές που ωθούσαν το κόμμα στην συμμετοχή στις εκλογές, αλλά ταυτόχρονα στην οργάνωση της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας. Οι Σοβιετικοί θεωρούσαν πως το ΚΚΕ δεν έπρεπε να δώσει όλες του τις δυνάμεις στον ένοπλο αγώνα, αλλά παράλληλα να προσπαθήσει να αναπτύξει την μαζική λαϊκή πάλη με δεδομένο πως επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Μάλιστα σε προσωπικές συναντήσεις που είχε με τους Σοβιετικούς και με την παρουσία και του ίδιου του Στάλιν, τον προέτρεψαν να προετοιμάσει το κόμμα για νέο αντάρτικο, αλλά ταυτόχρονα να μην αποκοπεί από τις μάζες [9]. Εδώ όμως να κατανοηθεί ότι για την καθυστέρηση αξιοποίησης των συντρόφων στις θέσεις μάχης δεν έφταιγε η ΕΣΣΔ αλλά το κόμμα, που όχι μόνο απείχε από τις εκλογές, αλλά την ίδια στιγμή αργοπορούσε στην αξιολόγηση και καταμερισμό των δυνάμεων του στις κατάλληλες θέσεις. Ωστόσο για την καθυστέρηση αναδιάταξης των δυνάμεων δεν ευθύνεται αποκλειστικά ούτε ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης, καθώς κατά τις προπαρασκευαστικές συζητήσεις στην 2η ολομέλεια του 1946 δεν υπήρχε ενιαία αντίληψη (κάτι που φαίνεται και από τις θέσεις που εκφράστηκαν αργότερα από τον Βαφειάδη ο αντίπαλος γνώριζε καθώς υπήρχαν στην πλαστή επιστολή).
Παρά τις όποιες αδυναμίες και λάθος χειρισμούς που έκανε το κόμμα και ο Νίκος Ζαχαριάδης, η απόφαση για νέο αντάρτικο ήταν πέρα για πέρα σωστή. Όχι μόνο έδωσε στους διωκόμενους αγωνιστές μία ευκαιρία να αμυνθούν, αλλά μάλιστα άφησε στο κόμμα σημαντική παρακαταθήκη. Επίσης οι συζητήσεις με τους Σοβιετικούς δείχνουν ότι ήταν κάθε άλλο παρά ενάντια στον ένοπλο αγώνα του Ελληνικού λαού. Τόσο με ευθύνη του ίδιου του Στάλιν όσο και του κόμματος που καθοδηγούσε, οργανώθηκε η διεθνιστική αλληλεγγύη. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθώς στις αρχές του 1948 σε συνάντηση που είχαν Σοβιετικοί, Βούλγαροι και Γιουγκοσλάβοι ειπώθηκαν διάφορα πράγματα σε σχέση με τον αγώνα στην Ελλάδα. Οι Γιουγκοσλάβοι που αργότερα ήρθαν σε ρήξη με την ΕΣΣΔ, είπαν σε δεύτερο χρόνο ότι ο Στάλιν τάχθηκε υπέρ του τερματισμού του αγώνα του ΔΣΕ, κάτι το οποίο δεν ζητήθηκε την περίοδο εκείνη, ενώ ο σύμφωνα με τον Βούλγαρο Κολάροφ ο Στάλιν τάχθηκε υπέρ της αναδίπλωσης του αγώνα και όχι υπέρ του τερματισμού [10]. Μάλιστα σύμφωνα με τον Γούσια όταν ο Νίκος Ζαχαριάδης ρώτησε το Στάλιν για αυτό το γεγονός, η απάντηση ήταν πως ότι ο Τίτο ήταν παραμυθάς [11], όπως και η πλειοψηφία των Γιουγκοσλάβων που πήραν μέρος στη συνάντηση και αργότερα έγραψαν απομνημονεύματα, καθώς αυτά δεν αναφέρουν τα ίδια. Άλλωστε στις αρχές του 1949 σε συνάντηση που είχε ο Στάλιν με τον Χότζα υπερασπίστηκε την πολιτική του ΚΚΕ. Πρέπει να ειπωθεί ότι η ΕΣΣΔ ζήτησε την υποχώρηση του ΔΣΕ στις αρχές του 1949, μετά από τις ανησυχίες που είχε εκφράσει ο Χότζα στα τέλη 1948 -και είχαν υπόσταση-, για τον κίνδυνο που ελλόχευε για την Αλβανία ο αγώνας του ΔΣΕ. Να ξεκαθαριστεί όμως ότι δεν ζητήθηκε ο τερματισμός του αγώνα του, αλλά αναφέρθηκε μονάχα ότι η Αλβανία θα έκλεινε τα σύνορά της και πως το κόμμα θα έπρεπε να εξετάσει το ενδεχόμενο υποχώρησης. Βέβαια το αίτημα ακυρώθηκε μετά από την προαναφερθείσα συνάντηση που είχε ο Στάλιν με τον Χότζα στις αρχές του 1949 (για την οποία ενημερώθηκε ο Νίκος Ζαχαριάδης), προκειμένου να συζητήσουν την δυνατότητα νέας παράτασης για ανοιχτά σύνορα. Αν και δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο αυτών των συζητήσεων, η προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη -πέρα από αυτή του Στάλιν-, πρέπει να ήταν αυτή που παρέτεινε την διεθνιστική αλληλεγγύη.
Το μεγαλείο της προσωπικότητας και ανιδιοτέλειάς του άλλωστε μαρτυρείται και από ένα ακόμη γεγονός. Στην συνάντηση που είχαν το 1950 κλιμάκια του ΠΚΚ (μπ), του ΚΕΑ και του ΚΚΕ, θίχτηκε το ζήτημα Βαφειάδη. Ήταν γνωστή η ιστορία γύρω από την προδοσία του στο κόμμα, αλλά αυτό που δεν ήταν γνωστό ήταν μία επιστολή που είχε στείλει στους Σοβιετικούς, με την οποία κατηγορούσε τον Νίκο Ζαχαριάδη ως πράκτορα. Ο τελευταίος όχι μόνο δεν βρέθηκε σε δύσκολη θέση όταν ρωτήθηκε πάνω στο θέμα, αλλά από τα όσα είναι γνωστά αντέκρουσε τις κατηγορίες και ανέτρεψε τους ισχυρισμούς του Βαφειάδη. Βέβαια να τονιστεί ότι οι Σοβιετικοί δεν έθεσαν ζήτημα κατηγορίας, ούτε τον “δίκασαν”, αλλά έθιξαν την υπόθεση ενώπιόν του προκειμένου να διαλευκανθεί, ενώ ακόμη και οι μη-κομμουνιστές ιστορικοί δεν κρύβουν το γεγονός πως τον στήριξε ακόμη και ο ίδιος ο Στάλιν. Άλλωστε η μετέπειτα πορεία των πραγμάτων έδειξε πως οι Σοβιετικοί και ο ίδιος ο Στάλιν είχαν τον Νίκο Ζαχαριάδη σε μεγάλη υπόληψη. Στο 19ο Συνέδριο ο Βοροσίλοβ αναφερόμενος στις ξένες αντιπροσωπείες, τον τοποθέτησε πέμπτο στη λίστα υποδηλώνοντας το κύρος που είχε [12], ενώ ο Στάλιν στη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου είπε στον Νιγιάζοφ, πως θα καθοδηγούσε την επανάσταση τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές επίπεδο[13]. Πάντως είχαν προηγηθεί και οι παραιτήσεις του Νίκου Ζαχαριάδη ενώπιον του ΚΚΕ, οι οποίες όμως δεν έγιναν δεκτές από το κόμμα και τους Σοβιετικούς.
Το ΚΚΕ στα χρόνια της πολιτικής προσφυγιά μέχρι την διαγραφή του Νίκου Ζαχαριάδη
Μετά την υποχώρηση των ανταρτών του ΔΣΕ στις σοσιαλιστικές χώρες, το κόμμα έπρεπε να καθορίσει την πολιτική του, εμπρός στις νέες συνθήκες. Έτσι τον μόλις Σεπτέμβρη του 1949 ο Νίκος Ζαχαριάδης επεξεργάστηκε ένα κείμενο που αποτιμούσε την ήττα του ΔΣΕ και αποτύπωνε τα νέα καθήκοντα του ΚΚΕ. Μεταξύ αυτών των καθηκόντων ήταν η οργάνωση των παράνομων κομματικών οργανώσεων, η συμμετοχή των κομμουνιστών στα λαϊκές συσπειρώσεις (συνδικάτα, συνεταιρισμοί), η ενδυνάμωση της ιδεολογικοπολιτικής δουλειάς και η ανάπτυξη της πάλης για τον εκδημοκρατισμό της χώρας και τον σοσιαλισμό. Το κείμενο με το οποίο συμφωνούσε και ο Στάλιν έγινε δεκτό από το σύνολο του κόμματος στο Μπουρέλι και καθόρισε την πολιτική του για το επόμενο διάστημα.
Όντως μετά την υιοθέτησή του έγιναν προσπάθειες για την οργάνωση της παράνομης δουλειάς στην χώρα, οι οποίες παρουσίασαν μία θετική εικόνα. Βέβαια αυτές οι προσπάθειες είχαν επιπτώσεις στο δυναμικό του κόμματος. Είναι γνωστή η δίκη του Μπελογιάννη, η υπόθεση Βαβούδη και η κατηγορία κατά του Πλουμπίδη. Οι συνθήκες παρανομίας δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για το ΚΚΕ. Όπως την δεκαετία του μεσοπολέμου όμως, έτσι και μεταπολεμικά, η παρανομία δημιουργούσε προβλήματα στην οργάνωση της δουλειάς. Τέτοια προβλήματα ήταν μία σειρά αψιμαχίες και αλληλοκατηγορίες για χαφιεδισμό. Αυτό προφανώς δεν δικαιολογεί πλήρως τον Νίκο Ζαχαριάδη που ως Γενικός Γραμματέας προχώρησε σε μία σειρά λανθασμένους χειρισμούς (όπως του Γυφτοδήμου και του Γουσόπουλου). Από την άλλη όμως δείχνει πως κάτω από αυτές τις συνθήκες λάθος χειρισμοί είναι λογικό να υπάρξουν, καθώς δεν υπάρχει η πολυτέλεια ολόπλευρου και σφαιρικού φιλτραρίσματος της κατάστασης. Σε πολιτικό επίπεδο πάντως το κόμμα εξακολουθούσε να έχει κύρος και να επιδιώκει την πραγμάτωση ενός ισχυρού συνασπισμού ενάντια στον μοναρχοφασισμό, προκειμένου να ξεφύγει από την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αλλά και για την υπεράσπιση της ειρήνης, καθώς εκείνη την περίοδο η χώρα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, στέλνοντας μάλιστα ένοπλες δυνάμεις στην Κορεατική χερσόνησο.
Αν και η πολιτική του κόμματος σε γενικές γραμμές ήταν σωστή, υπήρχε ανάγκη για μία πιο αναλυτική και επεξεργασμένη στρατηγική και τακτική μέσω ενός νέου προγράμματος. Έτσι μισό περίπου χρόνο μετά το θάνατο του Στάλιν το κόμμα κατέληξε σταδιακά (τέλη 1953) στο σχέδιο του νέου του προγράμματος (αρχές 1954). Στο σχέδιο αυτό το ΚΚΕ λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κατάσταση στην Ελλάδα καθόριζε τον χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην χώρα ως σοσιαλιστικό, που ως νέα εξουσία θα έφερνε την δικτατορία του προλεταριάτου με τη μορφή της Λαϊκής Δημοκρατίας. Βέβαια το πρόγραμμα άφηνε το ενδεχόμενο μίας πατριωτικής κυβέρνησης συνασπισμού, μία θέση που ακόμα και αν δεν ήταν λανθασμένη ξεκαθαρίζοντας ότι αυτή η κυβέρνηση θα ήταν επαναστατικό προϊόν, παρέμενε λάθος καθώς η νέα εξουσία άφηνε να εννοηθεί πως θα περιελάμβανε τα “πατριωτικά” αστικά στοιχεία. Η αντίληψη δηλαδή της εθνικής ενότητας (με διαφορετικό πλέον τρόπο) ξαναεμφανίζονταν. Βέβαια αυτό που είναι σίγουρο, είναι το γεγονός πως ο Νίκος Ζαχαριάδης θεωρούσε την νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και μίας εξουσίας παρόμοιας με της Σοβιετική, δυνατή στην Ελλάδα. Αυτό διαφαίνεται τόσο από τις εκτιμήσεις του για την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα (με το όπλο παρά πόδα), όσο και από μία σειρά άλλες τοποθετήσεις του στα όργανα του κόμματος.
Η στάση του ΚΚΣΕ όμως απέναντι στο σχέδιο του προγράμματος ήταν αρνητική. Οι Σοβιετικοί που ήδη πριν από το 20ό συνέδριο ακολουθούσαν σχήματα και λογικές παρόμοιες με αυτά του 7ου συνεδρίου της Κομιντέρν, εξίσωναν την μετατροπή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική με τον αστικό εκδημοκρατισμό μίας χώρας και συνιστούσαν στο KKE να ακολουθήσει τις αντιλήψεις τους. Στο κόμμα τους γενικότερα κέρδιζαν έδαφος οι ιδέες της ειρηνικής συνύπαρξης, του κοινοβουλευτικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, της αγοραίας αντίληψης στον σοσιαλισμό, με μια λέξη δηλαδή οι ιδέες του οπορτουνισμού. Η διάσταση απόψεων λοιπόν με το ΚΚΕ σε σχέση με το πρόγραμμά του και σε συνδυασμό με άλλα ζητήματα, όξυνε τις σχέσεις των δύο κομμάτων και οδήγησε τους Σοβιετικούς σε υπονομευτική δράση ενάντια στο κόμμα. Έτσι με την ενεργή υποστήριξή τους, στην κομματική οργάνωση Τασκένδης (Ουζμπεκιστάν) άρχισαν να δρουν φράξιες που υπονόμευαν την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, με επίκεντρο τον Γενικό Γραμματέα. Η δράση τους πήρε τέτοιες διαστάσεις που οδήγησε τις φράξιες σε αντικαταστατικές-αντικομματικές ενέργειες, εξώθησε την Κεντρική Επιτροπή σε μαζικές καθαιρέσεις-διαγραφές και εν τέλει στην διαίρεση του κόμματος, που με τη σειρά της ώθησε σε συγκρούσεις τις δύο πλευρές. Αυτές ήταν ανάμεσα στα μέλη του κόμματος που στήριζαν τον Νίκο Ζαχαριάδη και τα μέλη του κόμματος που υποκινούνταν από τους Σοβιετικούς (1955) και περιορίστηκαν στην Τασκένδη. Βέβαια άσχετα από το πώς φαίνεται εκ πρώτης όψεως, τα γεγονότα αυτά δεν είχαν να κάνουν με πρόσωπα, αλλά με πολιτικές και ως τέτοια πρέπει να εξετάζονται. Η αστική ιστοριογραφία προωθώντας τον αντικομουνισμό και την παραχάραξη της ιστορίας εξηγεί τα γεγονότα ως αποτέλεσμα του Σταλινικού προτύπου εξουσίας. Λένε δηλαδή πως ο Νίκος Ζαχαριάδης ως Σταλινικός απομάκρυνε πρόσωπα προκειμένου να εξασφαλίζει την θέση του και ισχυρίζονται πως ο ίδιος έπεσε θύμα του ίδιου συστήματος που εφάρμοζε. Αυτό είναι πέρα για πέρα λάθος και μία μελέτη των δεδομένων επεξηγεί τα γεγονότα.
Αμέσως μετά τις συγκρούσεις στην Τασκένδη οι Σοβιετικοί ήρθαν σε επαφή με τον Νίκο Ζαχαριάδη προκειμένου να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκε το 20ό συνέδριο του κόμματός τους, που είχε δυσμενείς συνέπειες για τις επαναστατικές νομοτέλειες του προλεταριακού κόμματος νέου τύπου. Επίσης η ΕΣΣΔ αποκατέστησε τις σχέσεις με την Γιουγκοσλαβία, εξέλιξη την οποία ο Νίκος Ζαχαριάδης επέκρινε, όπως άλλωστε και το ίδιο το συνέδριο, καθώς πίστευε ότι ακύρωνε όλο το 19ο συνέδριο και τις επαναστατικές νομοτέλειες του κομμουνιστικού κινήματος. Έτσι Σοβιετικοί από κοινού με άλλα κόμματα των Λαϊκών Δημοκρατιών σχημάτισαν μία επιτροπή και χωρίς καμία δικαιοδοσία αναμείχθηκαν στις εσωκομματικές υποθέσεις του ΚΚΕ με πρόσχημα την αντιμετώπιση της κρίσης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που διαφωνούσαν με τις θέσεις τους. Έτσι στην 6η ολομέλεια του κόμματος το Μάρτη του 1956, η παρέμβαση των Σοβιετικών οδήγησε στην απόδοση μίας σειράς κατηγοριών ενάντια στον Νίκο Ζαχαριάδη, οι οποίες στην 7η ολομέλεια τον Φλεβάρη του 1957 οδήγησαν στην καθαίρεση και διαγραφή του. Ανάμεσα στις κατηγορίες κυριαρχούσαν αυτές για σεχταρισμό και λαθεμένη στρατηγική από το 1945 και μετά, αντιδημοκρατικές ενέργειες, αντιδιεθνιστικές τάσεις, ενώ επανέφεραν τις κατηγορίες περί πράκτορα. Παρόμοιες ενέργειες έγιναν ενάντια και σε πρόσωπα άλλων κομμάτων, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν από τις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Επομένως η υπόθεση του Νίκου Ζαχαριάδη ήταν μία υπόθεση ιδεολογικοπολιτική. Από τη μία υπήρχε η επαναστατική αντίληψη του κομμουνιστικού κινήματος και από την άλλη η οπορτουνιστική παρέκκλιση. Το πρώτο στρατόπεδο δεν αναθεμάτιζε τις ιδέες του, ούτε μετάνιωνε για την πορεία που είχε ακολουθήσει. Το δεύτερο αντιθέτως αναθεωρούσε ως δογματική την πορεία που είχε ακολουθήσει και “ανανέωνε” τις ιδέες του. Αυτό φαίνεται και από τις αποφάσεις. Η απόφαση για την καθαίρεση και διαγραφή του Ζαχαριάδη έκανε λόγο για λαθεμένη στρατηγική μετά από το 1945 και ουσιαστικά ακύρωνε τον αγώνα του ΔΣΕ. Μάλιστα όταν οι Σοβιετικοί του πρόσαψαν τις κατηγορίες προσπάθησαν να τον κάνουν να ομολογήσει ότι ο αγώνας έγινε με δική του ευθύνη, μολονότι ο ίδιος υποστήριζε ότι είχε την υπόδειξη των Στάλιν-Μολότοφ και παρόλο που ο δεύτερος ζούσε για να το επιβεβαιώσει, οι ίδιοι δεν το επέτρεψαν. Βέβαια ο Νίκος Ζαχαριάδης δεν προσπαθούσε να δικαιολογηθεί ρίχνοντας την απόφαση του ένοπλου αγώνα σε αυτούς -αγώνα που υπερασπίζονταν-, αλλά για να εξηγήσει πως λειτούργησε συλλογικά. Η εμμονή τους σε αυτό το σημείο είχε σχέση με το γεγονός, ότι το ΚΚΕ δεν αποκήρυσσε τις επαναστατικές αρχές του προλεταριακού κόμματος νέου τύπου και δεν υιοθετούσε τις δικές τους.
Το τέλος του Νίκου Ζαχαριάδη
Η πίστη του Νίκου Ζαχαριάδη στο ΚΚΕ και στο Μαρξισμό-Λενινισμό δεν έπαψε να υπάρχει. Μετά την διαγραφή του εξορίστηκε αρχικά στο Μποροβίτσι της ΕΣΣΔ κοντά στο Νόβγκοροντ, όπου παρέμεινε έως το 1962. Στο διάστημα αυτό εξακολουθούσε να δραστηριοποιείται και να κρατάει επαφές με μέλη του κόμματος προκειμένου να ανατρέψει την κατάσταση. Για να αποδείξει ότι δεν υπήρξε πράκτορας των Άγγλων μετέβη στην Ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα και ζήτησε να μεταφερθεί στην Ελλάδα για να δικαστεί για τα “εγκλήματα” του. Ωστόσο η Ελληνική πρεσβεία φέρθηκε έξυπνα και απέρριψε το αίτημα του, το οποίο μόλις έγινε γνωστό στις Σοβιετικές αρχές οδήγησε στην εξορία του στο Σοργκούτ της Σιβηρίας. Εκεί παρέμεινε σε πλήρη απομόνωση από τους συντρόφους του και κάτω από Σοβιετική επιτήρηση, γεγονός που τον οδήγησε σε μία σειρά μέτρα. Την περίοδο που παρέμεινε εκεί προχώρησε σε τρεις απεργίες πείνας μέχρι τον 1973 για να αρθούν οι κατηγορίες. Στις 26.06.1973 έστειλε επιστολή στους Σοβιετικούς με την οποία έλεγε: “Έχω απόλυτα ήσυχη συνείδηση ότι σ’ όλη μου τη ζωή δεν έκανα τίποτε….Το μοναδικό μου «έγκλημα» είναι ότι απέκρουσα ολοκληρωτικά την πολιτική που χαντάκωσε το ΚΚΕ….Δεν τόλμησαν να στηρίξουν ενάντιά μου καμιά κατηγορία και να με δικάσουν….Σήμερα, ύστερα απόλα αυτά, δηλώνω ότι αν δεν αρθούν ΟΛΑ τα μέτρα….Θ’ αυτοκτονήσω”[14]. Αν και πραγματοποιήθηκε συνάντηση του ίδιου με Σοβιετικούς αξιωματούχους και στελέχη του ΚΚΕ (όπως και στο παρελθόν), το ζήτημα του έμεινε άλυτο. Έτσι στις 28.07.1973 έστειλε ένα ακόμη γράμμα στο ΚΚΕ στο οποίο έγραφε: “Στη ζωή μου, έκανα πολλά λάθη και στραβά. Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω. Όμως με κατηγόρησαν ότι πρόδωσα το ΚΚΕ και τον αγώνα και με διέγραψαν απ’ το κόμμα….Το ΚΚΕ ήταν και παραμένει το κόμμα μου και κανένας δεν μπορεί να το χτυπήσει και να το λερώσει χρησιμοποιώντας το όνομά μου….Το Κουκουέδικο πέρασε πολλές αντάρες και μπόρες, όμως να το ξεριζώσει κανένας δεν μπόρεσε, γιατί αφτό θα σήμαινε να ξεριζώσει τον ίδιο το λαό….Με το ΚΚΕ δεν είχα ούτε έχω ανοιχτούς λογαριασμούς. Ούτε μπορούσα ποτέ να ‘χω. Απ’ όλη μου την ψυχή εύχομαι σ’ αυτούς που φορτώθηκαν το πολύ δύσκολο έργο να ξαναστήσουν το Κουκουέδικο στα πόδια του, να πετύχουν απόλυτα και ολοκληρωτικά”[15]. Πράγματι στις 01.08.1973 ο Νίκος Ζαχαριάδης βρέθηκε νεκρός. Η αιτία θανάτου σύμφωνα με τον ιατροδικαστή οφείλονταν σε καρδιολογικά αίτια.
Με τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις Λαϊκές Δημοκρατίες και το άνοιγμα των κρατικών και κομματικών αρχείων ήρθαν στην επιφάνεια άγνωστες όψεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στην προκειμένη περίπτωση έγινε γνωστό ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης είχε όντως αυτοκτονήσει. Αυτό δεν ήταν άγνωστο στο γιο του, την σύζυγο του, ορισμένα στελέχη του ΚΚΕ και ορισμένους Σοβιετικούς αξιωματούχους, αλλά δεδομένης της κατάστασης, την στιγμή που αυτοκτόνησε συνέφερε να αποσιωπηθεί. Υπάρχουν βέβαια σήμερα κάποιοι που ακόμα εξακολουθούν να αμφιβάλλουν έως και να αμφισβητούν για την αυτοκτονία του (μην λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ίδια την μαρτυρία του ιατροδικαστή και των Σοβιετικών αρχών), καθώς θεωρούν ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης ως κομμουνιστής δεν θα έφτανε σε μία πράξη που χαρακτηρίζεται από παραίτηση. Αν και η αυτοκτονία γενικά είναι μία πράξη παραίτησης από τη ζωή που οδηγούν διάφοροι λόγοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ισχύει. Η πράξη του Νίκου Ζαχαριάδη ήταν πράξη πολιτική. Ακόμα και αν στα χρόνια που παρέμενε απομονωμένος είχε απογοήτευση (πράγμα που είναι λογικό), αυτό δεν σημαίνει ότι είχε απογοητευθεί από τη ζωή. Κατά την διάρκεια της εξορίας του πραγματοποίησε διάφορες διαμαρτυρίες με σημαντικότερες τις απεργίες πείνας, χωρίς αποτέλεσμα. Με την τελευταία του αυτή πράξη επιδίωκε την πολιτική και κομματική του αποκατάσταση. Απέδειξε πως για αυτόν αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία για τη ζωή του, ήταν οι ιδέες του για την υπόθεση του προλεταριάτου. Από την άλλη μία σειρά αστοί ιστορικοί όπως λέει και η Αλέκα “τιμάνε τους νεκρούς για να θάψουνε τους ζωντανούς”. Την στιγμή που συκοφαντούν την ιδεολογία και την δράση του κόμματος όταν ήταν στο τιμόνι του, αξιοποιούν τον θάνατο του ως μέσο επίθεσης στο κόμμα του. Γίνονται υπέρμαχοι υποστηρικτές του, αναθεματίζοντας τις ιδέες του και παραβλέποντας ότι ο ίδιος δεν έπαψε να πιστεύει σε αυτές. Κρύβουν την ιστορική αλήθεια για την ρήξη ιδεών στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και εξηγούν την κρίση του ΚΚΕ ως παιχνίδι εξουσίας Σταλινικών που εναλλάσσονται στην εξουσία κατασπαράζοντας ο ένας τον άλλο. Όπως τους αρέσει να λένε “Ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του” (από τα γραπτά του Λευτέρη Ελευθερίου).
Η κομματική και πολιτική αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη
Η κομματική και πολιτική αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη είναι σύμφυτη με την αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ. Τα πρώτα βήματα για την αποκατάστασή του εντοπίζονται ήδη στην 7η ολομέλεια του κόμματος το 1964 που προβληματίζεται σχετικά με τις κατηγορίες περί πράκτορα και στην 11η ολομέλεια του 1967 που ανακαλεί αυτές τις κατηγορίες. Μάλιστα λέγεται ότι μετέπειτα, την περίοδο που το κόμμα καθοδηγούσε ο Χαρίλαος Φλωράκης, έγινε προσπάθεια από την πλευρά του ΚΚΕ να ανοίξει το θέμα και να επαναφέρει τον Νίκο Ζαχαριάδη στις γραμμές του. Ήταν μία περίοδος που το κόμμα παρέκκλινε οπορτουνιστικά, αλλά δεν ήταν στον οπορτουνισμό από θέση αρχών, κάτι που επιβεβαίωσε και η διάσπαση του 1968, αλλά και οι συζητήσεις την περίοδο της χούντας 1967-1974 για το ενδεχόμενο ένοπλης πάλης. Βέβαια το ουσιαστικό βήμα για την αποκατάστασή του (που κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε μία ανεπίσημη αποκατάσταση) έγινε το 1991 με την μεταφορά και ταφή της σωρού του. Την περίοδο εκείνη το ΚΚΕ διένυε μία από τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας του, καθώς είχε βγει μόλις από την κρίση του 1989-1991. Ωστόσο είχε ξαναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του, καθώς όχι μόνο ήταν ένα από τα ελάχιστα κόμματα που δεν διαλύθηκαν-ενσωματώθηκαν, αλλά αντιθέτως ξεκίνησε μία προσπάθεια φιλτραρίσματος της πορείας του.
Σε αυτήν την προσπάθεια μελέτησε το ένδοξο χρονικό της δεκαετίας του 1940. Εκτίμησε ότι παρά τις όποιες αδυναμίες, η στρατηγική και τακτική του κόμματος ήταν αυτή που υπηρετούσε την υπόθεση της εργατικής τάξης. Αυτή η δεκαετία όμως μπορεί και να μην υπήρχε εάν δεν υπήρχε ο Νίκος Ζαχαριάδης. Έτσι το ίδιο το κόμμα συνολικά κατάλαβε ότι η συνεισφορά του ήταν καθοριστική για όσα συνέβησαν. Βέβαια το κυριότερο που βοήθησε στην αποκατάσταση του επαναστατικού του χαρακτήρα, ήταν η μελέτη των θεμελιωτών του Μαρξισμού, της πείρας των Μπολσεβίκων του Λένιν και της εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης την περίοδο του Στάλιν. Ήταν αυτή η μελέτη που γέννησε και το Νίκο Ζαχαριάδη, γιατί η προσωπικότητά του διαμορφώθηκε στα πλαίσια του ΚΚΕ και για αυτό το οδήγησε στην δεκαετία του 1940. Ήταν η μελέτη αυτή της κοσμοθεωρίας που πήγε την ανθρωπότητα στα μεγαλύτερά της επιτεύγματα. Η κομματική και πολιτική του αποκατάσταση επομένως, ήταν το ένα και το αυτό, με την αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ, καθώς προέκυψε από την μελέτη αυτής της κοσμοθεωρίας που διαμόρφωσε και την ίδια την ιστορική του μορφή. Σε αυτό το πνεύμα το 2011 (πανελλαδική συνδιάσκεψη), το ΚΚΕ αποκατέστησε και επίσημα τον ιστορικό Γενικό Γραμματέα της Κεντρική του Επιτροπής του. Σήμερα καθήκον των νέων κομμουνιστών είναι να μελετούν και να διδάσκονται από την πορεία του. Πρόκειται ίσως για την μεγαλύτερη φυσιογνωμία αυτού του τόπου. Για τον άνθρωπο που όταν επέστρεψε από το Νταχάου διοργανώθηκε η μεγαλύτερη συγκέντρωση-υποδοχή πολιτικού. Για την μεγαλύτερη φυσιογνωμία του Ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Ζήτω ο αθάνατος και αλύγιστος, κουκουές Νίκος Ζαχαριάδης! Ζήτω το κόμμα του, το ηρωικό κουκουέδικο!
[1] https://www.komep.gr/m-article/I-STRATIGIKI-TOY-KKE-ME-GG-TIS-KE-TON-NIKO-ZAXARIADI-1931-1956/: (Η 6η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ, 1934).
[2] The Diary of Georgi Dimitrov 1933-1949 (σ. 532-533), εκδ. Yale University Press.
[3] Γιάννης Ιωαννίδης: Αναμνήσεις (σ. 536), εκδ. Θεμέλιο.
[4] Λευτέρης Ελευθερίου: Συνομιλίες με τον Νίκο Ζαχαριάδη (Η συνάντηση της Μόσχας τον Ιανουάριο του 1950), εκδ. Κένταυρος.
[5] Αντί: περίοδος β, τεύχος 53, σελ. 32-33.
[6] Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-1949 (σελ. 451), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[7] Γιώργου Βοντίτσου-Γούσια: Οι αιτίες για τη διάσπαση του ΚΚΕ και της ελληνικής αριστεράς τόμος β (σελ. 11-13), εκδ. Να υπηρετούμε τον λαό.
[8] Αχιλλέας Παπαϊωάννου: Η διαθήκη του Νίκου Ζαχαριάδη (σελ. 47), εκδ. Γλάρος.
[9] Λευτέρης Ελευθερίου: Συνομιλίες με τον Νίκο Ζαχαριάδη (Συνάντηση Στάλιν και Ζαχαριάδη & Η δεύτερη συνάντηση με τον Στάλιν), εκδ. Κένταυρος.
[10] Cold War International History Project Bulletin: Issue 10 σελ 133), Woodrow Wilson Intenational Center For Scholars.
[11] Γιώργου Βοντίτσου-Γούσια: Οι αιτίες για τη διάσπαση του ΚΚΕ και της ελληνικής αριστεράς τόμος β (σελ. 12), εκδ. Να υπηρετούμε τον λαό.
[12] Λευτέρης Ελευθερίου: Συνομιλίες με τον Νίκο Ζαχαριάδη (Η προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη), εκδ. Κένταυρος.
[13] Πάνος Δημητρίου: Εκ βαθέων (σελ. 202-203), εκδ. Θεμέλιο.
[14] Πέτρος Ανταίος: Νίκος Ζαχαριάδης. θύτης και θύμα (σελ. 491), εκδ. Φυτράκη.
[15] Πέτρος Ανταίος: Νίκος Ζαχαριάδης. θύτης και θύμα (σελ. 498-500), εκδ. Φυτράκη.