Θέατρο τη Δευτέρα: «Οι εξόριστοι» του Τζέιμς Τζόις
«Οι εξόριστοι» είναι το μοναδικό θεατρικό έργο του πολυγραφότατου μεγάλου Ιρλανδού λογοτέχνη Τζέιμς Τζόις, συγγραφέα της πασίγνωστης συλλογής διηγημάτων «Οι Δουβλινέζοι»,του αριστουργηματικού «Οδυσσέα» και άλλων σημαντικών έργων.
«Οι εξόριστοι» είναι το μοναδικό θεατρικό έργο του πολυγραφότατου μεγάλου Ιρλανδού λογοτέχνη Τζέιμς Τζόις, συγγραφέα της πασίγνωστης συλλογής διηγημάτων «Οι Δουβλινέζοι»,του αριστουργηματικού «Οδυσσέα» και άλλων σημαντικών έργων.
«Έργο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό. Πλάνης στην Ευρώπη, με τη γυναίκα που ερωτεύθηκε, μια αμόρφωτη αλλά όμορφη υπηρέτρια, μάνα των παιδιών του, την οποία μετά από πολλά χρόνια έκανε νόμιμη σύζυγό του, παντρεύτηκε, υποφέροντας οικονομικά πάντα, με σοβαρό πρόβλημα όρασης που κατέληξε στην τύφλωσή του, με βιώματα απιστίας και ζήλιας, στο πρόσωπο του ακατάπαυστα πολυγραφότατου συγγραφέα Ρίτσαρντ Ρουάν πλάθει ένα σχεδόν πιστό ομοίωμά του. Ο Ρίτσαρντ, φημισμένος στο εξωτερικό αλλά μη καταξιωμένος όσο του αξίζει στην πατρίδα του, πείθεται από τον παιδικό του φίλο, γνωστό δημοσιογράφο Ρόμπερτ, να επιστρέψει στο Δουβλίνο, με τη «γυναίκα» και το παιδί του παράνομου έρωτά τους. Η επιστροφή θα ξυπνήσει μνήμες και παλιά συναισθήματα, θα εξάψει υποψίες και θα αποκαλύψει προθέσεις, προδοσίες και ενοχές.
Ο Ρίτσαρντ ξαναθυμάται τον ανικανοποίητο νεανικό έρωτά του για την καλλιεργημένη και πιανίστα Βεατρίκη, τη μόνη ικανή να τον νιώσει πνευματικά. Η Βεατρίκη, όμως, δεν ανταποκρίθηκε στο δικό του έρωτα, αλλά ερωτεύθηκε τον παιδικό του φίλο και εξάδελφό της Ρόμπερτ, ο οποίος όμως ερωτοτροπούσε κρυφά από τον φίλο του με την όμορφη Βέρθα. Στον Ρόμπερτ ξαναφουντώνει ο ανικανοποίητος νεανικός έρωτας για τη Βέρθα. Η Βέρθα ξαναφοβάται μήπως την απατήσει ο Ρίτσαρντ με την Βεατρίκη, αλλά και ούτε αποκρούει και ούτε κρύβει από τον άντρα της την ξαναφουντωμένη ερωτική πολιορκία της από τον Ρόμπερτ. Αντίθετα, αποκαλύπτει λεπτομερώς τις ερωτικές εξομολογήσεις και τις σαρκικές προκλήσεις του Ρόμπερτ, «δοκιμάζοντας» τα αισθήματα του άντρα της. Καθώς κι εκείνος την αφήνει ελεύθερη να υποκύψει ή όχι σαρκικά στον Ρόμπερτ, του λέει την ώρα του ραντεβού μαζί του και τον προκαλεί να πάει κι εκείνος την ίδια ώρα στο σπίτι του φίλου του και να δει με τα μάτια του τα συμβαίνοντα.
Οι σχέσεις και τα αισθήματα των προσώπων, σαν σε ρινγκ, περνούν μια σκληρή δοκιμασία – συνειδησιακή, ψυχολογική και πνευματική – κατά την οποία αποκαλύπτεται η αλήθεια του καθένα τους και όπου το κύριο ζητούμενο είναι η ελεύθερη επιλογή και αυτοδιάθεση του ατόμου, αλλά προπάντων η αγάπη. Και αυτή τελικά, όπως νίκησε στη ζωή του Τζόις, νικά και στο έργο του. Η Βέρθα θα επιλέξει εφ’ όρου ζωής να ζήσει με τον Ρίτσαρντ, ακόμα και στην ξενιτιά, όπως ακριβώς έκανε και η γυναίκα του Τζόις» σημειώνει ανάμεσα σε άλλα η Θυμέλη (Αριστούλα Ελληνούδη) στο Ριζοσπάστη (5 Γενάρη 2011).
Η παράσταση που θα παρακολουθήσουμε προβλήθηκε από την ΕΡΤ, το 1979, στα πλαίσια της εκπομπής «Το θέατρο της Δευτέρας». Το έργο μετέφρασε η Μαίρη Βοσταντζή, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Γιάννη Κύρου, και η σκηνοθεσία του Γρηγόρη Μασαλά. Παίζουν οι ηθοποιοί: Ρίτα Μουσούρη, Άννυ Πασπάτη, Γιώργος Κυρίτσης, Χρήστος Τσάγκας, Αφροδίτη Τζοβάνι, Χριστόφορος Παπαντωνίου.
Η Κατιούσα αγαπάει το θέατρο και προβάλλει κάθε Δευτέρα από τις σελίδες της μια σειρά από ξεχωριστά έργα που βρίσκονται «αποθηκευμένα» στο πλούσιο Αρχείο της ΕΡΤ.
Για πολλά χρόνια «Το θέατρο της Δευτέρας» που προβαλλόταν από την κρατική ΕΡΤ αποτελούσε μια όαση πολιτισμού στο άνυδρο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο της εποχής, που καθήλωνε κάθε βδομάδα μπροστά στους δέκτες τους χιλιάδες τηλεθεατές.
Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, αλλά και πολλοί νεότεροι, Έλληνες και ξένοι, έργα του κλασικού και νεότερου ρεπερτορίου, δοσμένα από σημαντικούς θεατράνθρωπους κι ερμηνευμένα από μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς που γέννησε αυτός ο τόπος, πέρασαν από τις ασπρόμαυρες και στη συνέχεια έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων κι έφεραν κοντά στο θέατρο έναν κόσμο που δεν του δινόταν άλλου τύπου κίνητρα (ούτε λόγος για την απαραίτητη παιδεία…), για να προσεγγίσει, να απολαύσει και ν’ αγαπήσει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης.