Διανοούμενοι και Εργάτες: Κίνητρα και παγίδες στον δρόμο προς την κοινωνική απελευθέρωση
Η κοινωνική απελευθέρωση απαιτεί τη σύμπραξη εργατών και διανοουμένων. Ο ένας πρέπει να κινητοποιεί και να τροφοδοτεί τον άλλον, να τον εμπνέει στον δρόμο του κοινωνικού αγώνα.
«Σε κάποια συνεδρίαση τώρα τελευταία ένας εργάτης είπε πως οι διανοούμενοι ποτέ δε θα ’ναι καλοί μαχητές, γιατί τις εντολές για τον αγώνα δεν τις λαβαίνουν από τα βάσανα και τη λαχτάρα μιας καλύτερης ζωής αλλά από το μυαλό. Η Κλειώ τότε τον αντέκρουσε μ’ ένα ανάλογα άδικο και σκληρό επιχείρημα. Ναι, του είπε, πραγματικά την ιδέα της επανάστασης μας την διαβιβάζει το μυαλό, αλλά ακριβώς γι’ αυτό δεν κινδυνεύουμε ποτές να την απαρνηθούμε, γιατί είμαστε καταπεισμένοι με το λογικό κι όχι με την αδειανή κοιλιά, που ξαφνικά μπορεί και να γιομίσει, πριν πέσει το κοινωνικό αυτό σύστημα».
Αυτά γράφει η Γαλάτεια Καζαντζάκη στο βιβλίο της «Ο κόσμος που πεθαίνει και ο κόσμος που έρχεται» (Εκδόσεις Καστανιώτη), αναδεικνύοντας τις υπαρκτές αντιθέσεις ανάμεσα στους εργάτες και τους διανοούμενους, τα κίνητρα και τις παγίδες που εμφανίζονται πολλές φορές στον δρόμο τους προς την κοινωνική απελευθέρωση.
Οι εξαθλιωμένοι
Αναμφίβολα, από τη μία μεριά βρίσκεται η ανάγκη να ξεφύγει ο άνθρωπος από την ανέχεια, να μπορέσει να ζήσει με αξιοπρέπεια, να θρέψει την οικογένειά του. «Η αδειανή κοιλιά», όπως γράφει η Γαλάτεια. Υπάρχουν, όμως, και άνθρωποι που ενώ έχουν «αδειανή κοιλιά» ή, έστω, κάνουν τιτάνιο αγώνα για να τη γεμίσουν όπως όπως, αρνούνται να ανατρέψουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Κυρίως από φόβο μη χάσουν τη δουλειά τους και να μη στιγματιστούν ή επειδή έχουν πειστεί από την κυρίαρχη προπαγάνδα πως δεν υπάρχει εναλλακτική για να ζήσουν καλύτερα.
Το γεγονός αυτό, όμως, δεν αναιρεί πως τα «βάσανα και η λαχτάρα μιας καλύτερης ζωής» είναι ικανά στοιχεία από μόνα τους για να καταστήσουν έναν άνθρωπο ένθερμο μαχητή στον αγώνα προς την κοινωνική εξέλιξη.
Όσοι ικανοποιούν τα στοιχειώδη
Από εκεί και πέρα, οι αμφιβολίες και οι αμφιταλαντεύσεις οξύνονται όταν κάποιος καταφέρνει να ικανοποιήσει τα στοιχειώδη, παρόλο που το ότι πετυχαίνει να ξεφύγει από την απόλυτη ένδεια, δεν σημαίνει πως μετατρέπεται αυτόματα σε προύχοντα, ξεμπερδεύοντας με τις έγνοιες και τα προβλήματα που συνδέονται με το κυνήγι της καθημερινής επιβίωσης. Στο ίδιο καζάνι συνεχίζει να βράζει, απλώς έχει καταφέρει – προς το παρόν – να απομακρυνθεί από τη διακεκαυμένη ζώνη της απόλυτης εξαθλίωσης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, άλλωστε, γι’ αυτό ακριβώς παλεύουν: να καταστήσουν την απομάκρυνσή τους μόνιμη ή, έστω, να φτάσουν στο σημείο να μη νιώθουν την καυτή ανάσα της φτώχειας πάνω στο σβέρκο τους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειάς τους, έρχονται σε επαφή είτε με ανθρώπους που «ανεβαίνουν» μαζί τους είτε με άλλους που διανύουν αντίστροφη πορεία από τη δική τους. Μια ενδεχόμενη απόλυση ή μια ξαφνική μείωση στο μισθό αρκούν για να αλλάξουν ριζικά οι συνθήκες και η «άνοδος» να μετατραπεί σε «πτώση» και αντίστροφα.
Οι «άνοδοι» και οι «πτώσεις», εκτός του ότι είναι πολύ εύθραυστες και διακρίνονται από συνεχείς εναλλαγές, διαφέρουν κάθε φορά σε ένταση και διάρκεια. Κάποιες φορές παίρνει περισσότερο καιρό να ξεπεραστεί μια πτώση, είναι πιο βαθιά, αφήνει μεγαλύτερα τραύματα, ενώ άλλοτε βρίσκονται ερείσματα, τοιχώματα για να πιαστεί κανείς και να σταματήσει την κάθοδο που μοιάζει με ελεύθερη πτώση προς το απόλυτο κενό.
Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνται εσωτερικές διεργασίες και ζυμώσεις που διαμορφώνουν την περπατησιά και την οπτική των ανθρώπων απέναντι σε όσα συντελούνται στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα ισχυρό μπρα ντε φερ ανάμεσα στη συντηρητικοποίηση και τη ριζοσπαστικοποίηση.
Αυτοί που «ανεβαίνουν», βγάζουν συνήθως από την αφάνεια τη ματαιοδοξία τους, πιστεύοντας πως δεν είναι μακριά η στιγμή που θα ζουν πλουσιοπάροχα. Εκείνοι που «κατεβαίνουν», αντίθετα, κυριεύονται τις περισσότερες φορές από απελπισία και αισθάνονται πως οι κόποι τους δεν έχουν αντίκρισμα.
Ανάμεσα, υπάρχουν πολλοί ακόμα δρόμοι στους οποίους μπορεί κανείς να μπερδευτεί και να χάσει τον προορισμό του· αυτόν της συμπόρευσης με τους υπόλοιπους ανθρώπους για τη δημιουργία μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας ικανής να επηρεάσει τις εξελίξεις.
Οι διανοούμενοι
«Κάποτε οι επαναστάσεις δεν θα γίνονται για το ψωμί, αλλά για το παντεσπάνι. Μη βλέπετε που προς το παρόν δεν έγινε καμιά επανάσταση για το παντεσπάνι. Αυτό συνέβη γιατί ο κόσμος δεν χόρτασε ακόμα ψωμί», υποστήριζε ο Βασίλης Ραφαηλίδης και παίρνουμε το νήμα από αυτή ακριβώς τη φράση για να μιλήσουμε για τους διανοούμενους, που τις περισσότερες φορές δεν βαρύνονται με ανησυχίες που έχουν να κάνουν με την καθημερινή επιβίωση. Κι όσοι βαρύνονται, αυτό γίνεται επειδή τόλμησαν να αντιταχθούν στη καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Οι περισσότεροι από αυτούς κρατούν συμβιβαστική στάση, προσπαθούν να συνθέσουν τις αντίθετες γνώμες, να τα έχουν καλά με όλους, προκειμένου να απολαμβάνουν καθολική αποδοχή. Λίγοι ασπάζονται επαναστατικές ιδέες φανερά, γράφουν και μιλάνε για την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής και βγαίνουν στους δρόμους μαζί τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα.
Η αστική τάξη απαιτεί από αυτούς την υποταγή στην πολιτική που εφαρμόζει, καθώς και την έμπρακτη συνεισφορά τους στη συμμόρφωση των εργατών σε αυτήν. Όσοι αποδέχονται αυτό τον ρόλο, απολαμβάνουν προνόμια, πόστα και θέσεις εξουσίας που τους κρατούν στο προσκήνιο και τους διασφαλίζουν ευήκοα ώτα στις διαλέξεις και τις ομιλίες που δίνουν ανά την επικράτεια.
Όσοι αρνούνται, είναι πεπεισμένοι πως κάνουν το σωστό. Μπορούν και ξεχωρίζουν το συμφέρον της πλειονότητας των ανθρώπων και το ιεραρχούν ψηλότερα από το δικό τους προσωπικό συμφέρον. Μιλούν, γράφουν και σκέφτονται σχετικά με το πως θα βελτιωθεί συνολικά η θέση της εργατικής τάξης, αναζητώντας ερμηνευτικά εργαλεία και επιχειρήματα που θα τη βοηθήσουν στον αγώνα της.
Η κοινωνική απελευθέρωση απαιτεί τη σύμπραξη εργατών και διανοουμένων. Ο ένας πρέπει να κινητοποιεί και να τροφοδοτεί τον άλλον, να τον εμπνέει στον δρόμο του κοινωνικού αγώνα. Είτε αυτό γίνεται από ανάγκη, είτε από κοινή λογική, είτε το υπαγορεύει η «αδειανή κοιλιά» είτε το μυαλό, αυτός είναι ο πιο ρεαλιστικός και αποτελεσματικός τρόπος για να ευημερεύσει σύσσωμο το ανθρώπινο είδος.