Ο έρωτας στα χρόνια του πολέμου: Γιώργης και Γιάννα Τρικαλινού – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

«Όλες αυτές τις ημέρες τις βγάλαμε όρθιοι, σφιχτά ενωμένοι, ανεξάρτητα, αν πολλές φορές μας χώριζαν πολλά μίλια, ανεξάρτητα, αν στα 50 χρόνια και πάνω που είμαστε παντρεμένοι, ούτε τα μισά σχεδόν δεν τα ζήσαμε μαζί. Είμαστε, όμως, ικανοποιημένοι και περήφανοι για τη ζωή μας, ευτυχισμένοι…»

“Σ’ αυτά, λοιπόν, τα δύσκολα, αλλά ωραία χρόνια, στη βράση των αγώνων χτυπούσε η καρδιά όλων μας, ιδιαίτερα σ’ εμάς τους νέους, για τα ιδανικά της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Σ’ εμένα, όμως, προστέθηκε κι ένας ακόμα χτύπος στην καρδιά μου. Ήταν ο χτύπος για μια κοπέλα, τη Γιάννα Ζορμπαλά, που γνώρισα στη βράση του αγώνα και την αναζητούσα από τότε που άρχισα να νιώθω της νιότης τα πρώτα σκιρτήματα. Ήρθε στην Αθήνα από το χωριό της κυνηγημένη από τους Ιταλούς κατακτητές, γιατί ήταν ανακατεμένη με τις ΕΑΜικές οργανώσεις. Στη μορφή, στο χαρακτήρα, στον τρόπο σκέψης για ζητήματα του αγώνα ήταν αυτή που από χρόνια αναζητούσα. Τη γνώρισα από τον αδελφό της τον Σ. Ζορμπαλά που ήταν οργανωμένος στην αρχή στην ΟΚΝΕ και μετά στην ΕΠΟΝ.

Στην αρχή την πήρα σύνδεσμό μου στο Συμβούλιο της ΕΠΟΝ Αθήνας. Από τον αδελφό της έμαθα όσες λεπτομέρειες της ζωής της με ενδιέφεραν. Ύστερα εξομολογήθηκα και σ’ εκείνη τις σκέψεις και τα όνειρά μου. Βρήκα ανταπόκριση. Από τότε πήραμε τη μεγάλη απόφαση να ενώσουμε τα βήματά μας στη ζωή και στον αγώνα. Από τότε λογιζόμαστε παντρεμένοι. Το δεσμό μας αυτό τον επικυρώσαμε το Νοέμβρη του 1945, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και τη Βάρκιζα, στον Άγιο Βασίλη της Αθήνας, στην οδό Μπουμπουλίνας. Περάσαμε πολλές όμορφες, σκληρές και δύσκολες ημέρες. Θα τις εξιστορήσω στην ώρα τους. Εκείνο που μπορώ να πω προκαταβολικά είναι ότι όλες αυτές τις ημέρες τις βγάλαμε όρθιοι, σφιχτά ενωμένοι, ανεξάρτητα, αν πολλές φορές μας χώριζαν πολλά μίλια, ανεξάρτητα, αν στα 50 χρόνια και πάνω που είμαστε παντρεμένοι, ούτε τα μισά σχεδόν δεν τα ζήσαμε μαζί. Είμαστε, όμως, ικανοποιημένοι και περήφανοι για τη ζωή μας, ευτυχισμένοι.

Και για να είμαι ειλικρινής, αυτό δε σημαίνει πως δεν υπήρχαν μικρά συννεφάκια στην πολύχρονη και πολυκύμαντη ζωή μας. Αλλά αυτά πάντα ξεπερνιόνταν. Γιατί υπάρχει η αμοιβαία εκτίμηση και αγάπη.

Δίνω το λόγο στην ίδια για να πει τα δικά της:

«… Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μικρό Χωριό της Ευρυτανίας, ένα μικρό και γραφικό χωριό, χωμένο μέσα στα έλατα και την πρασινάδα. Είναι ορεινό χωριό, με τρεχούμενα και δροσερά νερά. Με την κατολίσθηση του 1962, που το μισό χωριό σκεπάστηκε από το χώμα του βουνού, άλλαξε η όψη του, έχασε την προηγούμενη ομορφιά του. Σήμερα μένει το μισό, με το μεγάλο πλάτανο στην πλατεία και το ξενοδοχείο, με το σχολείο και την εκκλησία στην άκρη του χωριού. Το καλοκαίρι, με τον ερχομό πολλών Μικροχωριτών, αλλά και ξένων, γεμίζει από ζωή, ενώ το χειμώνα ερημώνει.

Σ’ αυτό το χωριό μεγάλωσα και τέλειωσα το δημοτικό σχολειό. Η μητέρα μου γέννησε δέκα παιδιά. Τα δυο πρώτα πέθαναν: η μια αδελφή μου 23 χρόνων και ο αδελφός μου 28. Δυο άλλες αδελφές μου πέθαναν μικρές. Μείναμε έξι αδέρφια, τέσσερα κορίτσια και δυο αγόρια και σκορπίσαμε όλοι. Η μια αδελφή μου, η Πόπη, παντρεύτηκε κι έφυγε για την Αμερική. Ήταν 18 χρόνων και ο άντρας που πήρε ήταν 36, δηλαδή είχε τα διπλάσια απ’ αυτή. Ο γαμπρός είχε έρθει από την Αμερική. Η αδελφή μου τον είδε μια μόνο φορά στο πανηγύρι του χωριού Νόστιμο, από όπου καταγόταν ο γαμπρός. Τον αρραβώνα τον έκλεισε, χωρίς την παρουσία της νύφης, της αδελφής μου, ο αδελφός μου που εργαζόταν στην Αθήνα. Αυτός έπρεπε κατά το έθιμο να βοηθήσει. Γιατί ήμασταν τέσσερα κορίτσια, κι έπρεπε να βοηθά τ’ αδέλφια για να παντρευτεί το πρώτο και το δεύτερο κορίτσι. Και οι προτιμήσεις τότε ήταν σε γαμπρούς εξ Αμερικής. Μια μέρα έφτασε στο χωριό τηλεγράφημα από τον αδελφό, στο οποίο αναγγέλλονταν οι αρραβώνες. Η αδελφή μου το δέχτηκε με κλάματα, γιατί ήταν μεγάλη η διαφορά της ηλικίας και δε γνώριζε καλά-καλά το γαμπρό. Τελικά, όμως, συμφώνησε με κρύα καρδιά. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.

Η δεύτερη αδελφή μου, μικρότερη από την πρώτη, παντρεύτηκε αργότερα από έρωτα… Είχε γυρίσει από την Κωνσταντινούπολη, όπου πήγε και κάθισε κάπου ένα χρόνο σ’ έναν αδελφό της μητέρας μας. Όταν γύρισε, τα ‘φτιαξε με το γείτονά μας στο χωριό, καθηγητή αδιόριστο. Ήταν κομμουνιστής. Οι γονείς του δεν ήθελαν αυτό το γάμο, δε συμφωνούσαν, γιατί η αδελφή μου δεν είχε προίκα. Τελικά, μετά το διορισμό του γαμπρού μου στην Αθήνα, παντρεύτηκαν χωρίς την παρουσία των γονιών του γαμπρού. Με τον καιρό, όμως, τα έφτιαξαν και ζούσαν αγαπημένα. Αργότερα μετατέθηκε ο γαμπρός μου στη Λαμία.

Ο άλλος ο αδελφός μου, ο Σταύρος, εργαζόταν και σπούδαζε στην Αθήνα. Ο μικρότερος, ο Διονύσης, εργαζόταν στα έργα του Ρούπελ, όπου την εργολαβία την είχε πάρει ο αδελφός της μητέρας μου, στρατιωτικός και ευνοούμενος τότε της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.

Μείναμε στο χωριό με τους γονείς μας εγώ και η μικρότερη αδελφή μου.

Μετά το θάνατο του πατέρα μου έπρεπε να βοηθήσω το σπίτι, να σταθώ δίπλα στη μητέρα μου που πάσχιζε να κρατήσει το νοικοκυριό. Εργαζόμουν στα κτήματα, ασχολιόμουνα με τα ζώα του σπιτιού και έκανα όλες τις άλλες δουλειές.

Ο πατέρας είχε μπακάλικο μαζί και χασάπικο. Προς το τέλος, όμως, έπεσε έξω, χρεοκόπησε, αφού τα βερεσέδια των πελατών ήταν μεγάλα.

Το μαγαζί το άνοιξε ξανά η μητέρα, σαν πέθανε ο πατέρας, και πάλευε να το κρατήσει.

Η ζωή στο χωριό, όπως σε κάθε ορεινό χωριό, ήταν περιορισμένη και μονότονη. Μοναδική ψυχαγωγία ήταν τα πανηγύρια, όταν γίνονταν, και ο εκκλησιασμός της Κυριακής. Οι γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα έδιναν ξεχωριστό τόνο στο χωριό και αποτελούσαν για μας μεγάλο γεγονός, όπως και οι επισκέψεις στις ονομαστικές γιορτές. Δινόταν η ευκαιρία να συναντιόμαστε οι συμμαθήτριες του σχολείου.

Στο μικρό περιβάλλον του χωριού, με τα συνεχή πένθη από το θάνατο του πατέρα και των δυο αδελφών, η ζωή έγινε πιο κλειστή, πιο περιορισμένη. Μοναδική μου ευχαρίστηση τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές ήταν το διάβασμα, το οποίο και αγαπούσα. Άρχισα, βέβαια, από τα ρομάντζα που διέθετε η βιβλιοθήκη του χωριού και πέρασα σε πιο σοβαρά βιβλία όταν άρχισε να με εφοδιάζει ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο οποίος πήγαινε στο γυμνάσιο στο Καρπενήσι, όπου και συνδέθηκε με το αριστερό κίνημα. Θυμάμαι με πόση δίψα διάβασα τους Άθλιους του Ουγκό, συχνά με το φως της λάμπας, ακόμα και με τη φλόγα από τα κούτσουρα του τζακιού. Ο πατέρας μου συχνά μου έλεγε: “Κορίτσι μου, μ’ αυτό το φως θα στραβωθείς”, ενώ η μητέρα μου συμπλήρωνε: “Κόρη μου, από το πολύ διάβασμα θα χαζέψεις.” Διάβασα ακόμα τη Μάνα του Γκόρκι, το Πρώτο κορίτσι τ ου Μπογκντάνοφ και άλλα βιβλία.

Στο χωριό υπήρχαν τρεις δακτυλοδεικτούμενοι κομμουνιστές. Ο ένας απ’ αυτούς, ο καθηγητής, όπως ανέφερα, παντρεύτηκε τη μεγαλύτερη αδελφή μου. Ο δεύτερος, που τύχαινε να είναι και συγγενής μου, άρχισε να μου μιλάει για τη Ρωσία και για το ποιοι είναι “οι μπολσεβίκοι” – έτσι τους ονόμαζε ο δάσκαλος στο σχολείο. Μου άρεσαν αυτά που άκουγα και άρχισα να ονειρεύομαι έναν άλλο κόσμο πιο σωστό, πιο δίκαιο. Αυτό το γεγονός κι ένα ταξίδι στο θείο μου, τον αδελφό της μητέρας μου, στην Αθήνα, όπου είδα τη συμπεριφορά τους προς την υπηρέτρια, μου μεγάλωσαν την αντίδραση προς την αδικία που υπήρχε στον κόσμο, ενάντια στη συμπεριφορά των πλουσίων προς τους φτωχούς.

… Το όνειρό μου ήταν, όπως και κάθε κοπέλας του χωριού, η αποκατάσταση με το γάμο. Ένα γάμο μέσα στο περιβάλλον του χωριού, όπου ελάχιστοι ήταν οι νέοι που έμεναν στο χωριό, γιατί οι πιο πολλοί ξενιτεύονταν. Σ’ αυτό το κλειστό περιβάλλον άρχισαν και τα πρώτα κρυφοκοιτάγματα και τα πρώτα όνειρα για το μελλοντικό νοικοκυριό.

Ξέσπασε ο πόλεμος του 1940 που ανέτρεψε τα όνειρά μας. Θυμάμαι τους φαντάρους, που γύριζαν ταλαιπωρημένοι από το Αλβανικό μέτωπο, ανάμεσά τους και ο μεγαλύτερος αδελφός μου.

Άρχισε η πείνα και στο χωριό, παρ’ όλο που κάπως έσωζε την κατάσταση το λιγοστό αλεύρι και τα χόρτα. Έλειπε βέβαια το ψωμί. Προσπαθούσαμε να το αντικαταστήσουμε ανακατεύοντας το λίγο αλεύρι με τα ρεβίθια, το κριθάρι και τα χόρτα. Άρχισαν τα πρηξίματα σε φτωχά παιδάκια και ηλικιωμένους ανθρώπους.

Από τις πρώτες μέρες, μαζί με άλλες δυο κοπέλες στο χωριό, οργανωθήκαμε στην Εθνική Αλληλεγγύη. Αφού μαζέψαμε διάφορα όσπρια και άλλα τρόφιμα, με τη βοήθεια του παπά και του δασκάλου του χωριού, οργανώσαμε συσσίτιο. Κάθε μέρα, οι τρεις κοπέλες μαγειρεύαμε, ταΐζαμε τους πεινασμένους. Κανένα παιδί δεν πέθανε στο χωριό μας από την πείνα.

Στη συνέχεια οργανωθήκαμε στο ΕΑΜ του χωριού. Μια φορά, δε θυμάμαι ημερομηνία, έγινε συγκέντρωση στο Μεγάλο Χωριό. Μίλησε ο Άρης Βελουχιώτης. Πήγαμε και τον ακούσαμε. Μίλησε για τους σκοπούς του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα, για τους σκοπούς του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και έκανε έκκληση να πυκνώσουμε τις γραμμές τους και να συμβάλλουμε στον αγώνα. Έτσι πήρα και το πρώτο βάφτισμα της οργανωμένης πάλης.

Με την εμφάνιση των ανταρτών στην περιοχή μας, το 1942, με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη, αρχίσαμε να συγκεντρώνουμε διάφορα είδη για τους αντάρτες. Θυμάμαι, πληροφορηθήκαμε πως από το χωριό θα περάσει ο Άρης με μια ομάδα. Ετοιμάσαμε στα γρήγορα μπακλαβά, για να τους κεράσουμε. Όμως, μας πρόλαβαν οι Ιταλοί, που έκαναν έφοδο στο χωριό. Και δόθηκε μάχη στου Τσίρη, στις 18 Δεκέμβρη του 1942. Κρύψαμε τον μπακλαβά κάτω από τα ξύλα και φύγαμε από το χωριό, πήραμε δρόμο για τα γύρω βουνά. Οι Ιταλοί μπήκαν στο χωριό κι έκαψαν πολλά σπίτια. Ανάμεσα σ’ αυτά που έκαψαν ήταν και το σπίτι του γιατρού. Εκείνος έλειπε, αλλά μέσα σ’ αυτό έκαψαν το σταθμάρχη της Χωροφυλακής, ονόματι Κατσίμπα, ένα δημοκρατικό άνθρωπο, το δάσκαλο Καρυοφύλλη και το παπά Βαστάκη, από το Μεγάλο Χωριό. Τους έκαψαν όλους. Έπιασαν και 11 Μικροχωρίτες και Μεγαλοχωρίτες και τους εκτέλεσαν στην άκρη του χωριού, αφού πρώτα τους έβαλαν κι έσκαψαν λάκκους, για να τους θάψουν. Σήμερα σ’ αυτό το μέρος υπάρχει μνημείο.

Με το γυρισμό μας από το βουνό, από όπου και βλέπαμε τις φλόγες των σπιτιών που καίγονταν, βρήκαμε το χωριό ρημαγμένο. Έσφαξαν οι Ιταλοί όσα σπιτικά ζώα βρήκαν, ακόμα και ένα γάιδαρο, άδειασαν τα σπίτια που δεν είχαν καεί από ρουχισμό, κουβέρτες κλπ. Μετά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Καρπενήσι και από κει έκαναν συχνά εφόδους στα γύρω χωριά, έδιναν μάχες με τους αντάρτες, όπως η μάχη στο χωριό μου, το Δεκέμβρη του 1942. Σ’ αυτή τη μάχη είναι αφιερωμένο και το τραγούδι: “Το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει”. Οι Ιταλοί ενημερώθηκαν από τους ανθρώπους τους για τη δραστηριότητά μας. Μάθαμε πως μπήκαμε κι εμείς στη λίστα των καταζητούμενων.

Οι τρεις κοπέλες που ήμασταν στο χωριό και δουλεύαμε στην Αντίσταση, ύστερα από όσα μεσολάβησαν, φύγαμε από το χωριό και πήγαμε στην Καρύτσα, ένα χωριό αρκετά απομακρυσμένο από το Καρπενήσι, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του βουνού. Μείναμε εκεί μια βδομάδα, γιατί δε σήκωνε άλλο. Έπρεπε κάπου να πάμε.

Στις αρχές του 1943, η μητέρα μου φοβήθηκε από τη δράση των ανταρτών που καθημερινά και εντεινόταν από το τρομοκρατικό έργο των Ιταλών και αποφάσισε να μας διώξει, εμένα και την αδελφή μου, από το χωριό. Εμένα για την Αθήνα, την αδελφή μου για τη Λαμία. Μεγάλη η αγωνία μέχρι να εξασφαλίσουμε το χαρτί από την ιταλική καραμπινιερία του Καρπενησιού, για να φύγουμε. Εμείς δεν εμφανιστήκαμε. Η μητέρα μου τα κατάφερε με τη βοήθεια του θείου μου που έμενε στο Καρπενήσι να το πάρει. Ταξιδέψαμε μέχρι τη Λαμία με ένα φορτηγό αυτοκίνητο, μαζί με αρκετές πόρνες, φιλενάδες των Ιταλών.

Η μικρή αδελφή μου έμεινε στη Λαμία, στη μεγαλύτερη αδελφή μου, που ζούσε εκεί με τον άντρα της. Εγώ με μια γειτόνισσα ονόματι Αντιγόνη, συνεχίσαμε το ταξίδι μας για την Αθήνα. Ταξιδεύαμε με το τρένο τρεις ημέρες μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα. Κι αυτό, γιατί συχνά μας σταματούσαν οι Γερμανοί για έλεγχο. Φτάσαμε διψασμένες και πεινασμένες.

Στην Αθήνα έμενε ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Σταύρος. Ζούσε σ’ ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια, μαζί μετά αδέλφια Κομπορόζου, από το χωριό μας. Εμένα με τακτοποίησε σε μια σοφίτα στου Ψυρρή. Ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο μ’ ένα μικρό κουζινάκι. Στο ίδιο δωμάτιο έμεναν οι γονείς του Δημήτρη Μανούσου. Ο πατέρας ηλικιωμένος και άρρωστος. Έβγαινε πότε-πότε έξω με τη βοήθεια της γυναίκας του Καλομοίρας. Ήταν μια λεπτοκαμωμένη και βασανισμένη γυναίκα που πάσκιζε να τα βγάλει πέρα γαζώνοντας φόντια παπουτσιών. Μ’ αγάπησαν, με φρόντιζαν κι εμένα, όπως και το μονάκριβό τους γιο, τον Δημήτρη, που τον λάτρεψαν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα στην Αθήνα. Είχα ξανάρθει δυο φορές προηγούμενα, φιλοξενούμενη στο σπίτι του θείου μου, αδελφού της μητέρας μου, που έμενε στο Χαλάνδρι. Όχι βέβαια σαν το σημερινό. Αλλά ένα Χαλάνδρι μέσα στα περιβόλια με μονοκατοικίες κυρίως. Το σπίτι του θείου ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία. Είχαν νταντά για τα παιδιά και υπηρέτρια για τις δουλειές του σπιτιού. Δεν είχε κεντρική θέρμανση, αλλά πολλές σόμπες. Η υπηρέτρια δεν είχε το δικαίωμα να ζεσταίνεται στη σόμπα, έπρεπε να ξεπαγιάζει στο μικρό δωματιάκι που της είχαν παραχωρήσει. Στο τραπέζι όταν τρώγαμε εμείς, αυτή έπρεπε να στέκεται όρθια πίσω μας, να μας σερβίρει το φαγητό και να περιμένει μέχρι να τελειώσουμε. Πόσο με στενοχωρούσε αυτό! Καμιά φορά, σαν τύχαινε να λείπουν ο θείος και η θεία, φώναζα την υπηρέτρια να ’ρθει στη σόμπα για να ζεσταθεί. Ερχόταν με φόβο μην έρθουν οι θείοι μου και τη δουν να κάθεται δίπλα στη σόμπα να ζεσταίνεται. Το θεωρούσε μεγάλο έγκλημα. Ο θείος μου ήταν στρατιωτικός με το βαθμό του υποστράτηγου. Μεγάλη η διαφορά του σπιτιού του θείου μου από τη σοφίτα της Κατοχής, στην οποία έπρεπε ν’ ανέβω πάρα πολλά σκαλιά.

Άρχισα να σκέφτομαι τι θα κάνω, πώς θα ζήσω, τι μπορώ να προσφέρω στην Αντίσταση. Βέβαια, ήταν ο αδελφός μου, στον οποίο μπορούσα να στηριχτώ. Όμως, γενικά δεν είχα γνωστούς ούτε ήξερα τους δρόμους της Αθήνας. Ο αδελφός μου τότε ήταν οργανωμένος στην κομμουνιστική νεολαία στην αρχή και μετά στην ΕΠΟΝ. Έτσι, από την πρώτη μέρα που έφτασα, συνδέθηκα κι εγώ με τον κόσμο της Αντίστασης, συγκεκριμένα με την καθοδήγηση της νεολαίας, τον Αδάμ Μολυβδά -Νίκο τον λέγαμε με το ψευδώνυμό του- και με τον Λεωνίδα1, με τους οποίους ήταν συνδεδεμένος ο αδελφός μου. Απ’ αυτούς κρίθηκε, σαν άγνωστη που ήμουνα, να χρησιμοποιηθώ σαν σύνδεσμος του Λεωνίδα, που ήταν στην αρχή γραμματέας της κομμουνιστικής νεολαίας και αργότερα γραμματέας του Συμβουλίου της ΕΠΟΝ Αθήνας. Σιγά-σιγά άρχισα να μαθαίνω τους δρόμους, να είμαι έγκαιρα στα ραντεβού μου, να προσανατολίζομαι σωστά για το μέρος που έπρεπε να πάω. Φυσικά χωρίς να χρησιμοποιώ μεταφορικό μέσο, αλλά μόνο με τα πόδια, γιατί έπρεπε να κουβαλάω παράνομο υλικό. Για να φτάνω έγκαιρα στα ραντεβού, με εφοδίασαν μ’ ένα ρολόι του χεριού, το οποίο αγόρασε, θυμάμαι, ο Τσιμπουκίδης από το “Μινιόν” και καμάρωνα όταν το φορούσα. Γιατί πρώτη φορά έβαλα στο χέρι μου ρολόι και πολύ με βοήθησε. Το φύλαγα σαν τα μάτια μου.

Βασικά μέρη που χρησιμοποιούσα εκείνη την εποχή για τα ραντεβού ήταν οι συνοικίες της Κυψέλης και του Γκύζη και καθοδηγητής μου ήτανε τότε ο Λεωνίδας, ο οποίος αργότερα έγινε σύντροφός μου στη ζωή και στον αγώνα. Θυμάμαι, μια φορά μου έκανε παρατήρηση που φορούσα την ίδια μπλούζα και φούστα και “σταμπαριζόμουν”, όπως έλεγε, από τους ασφαλίτες. Μα είχα άλλη; Αφού όλα μας τα κλέψαν οι Ιταλοί στο χωριό. Αυτό ντρεπόμουνα να του το πω. Αργότερα, μια πλούσια κυρία από το χωριό μου, που τύχαινε να είναι βαφτιστικιά της μητέρας, μου έδωσε ένα φόρεμά της και το φόρεσα, αφού πρώτα το διόρθωσα. Επίσης, μου έδωσε και χρήματα κι έκανα περμανάντ. Πιο ύστερα, με εντολή του Λεωνίδα, που έμαθε την κατάστασή μου, πήρα μια κουβέρτα και την έραψα παλτό. Έτσι κάπως άλλαξα στην εμφάνιση, έγινα κομψή, Αθηναία και πιο εμφανίσιμη.

Στην αρχή ήμουνα σύνδεσμος της ΕΠΟΝ Αθήνας, στη συνέχεια έγινα σύνδεσμος του ΚΣ της ΕΠΟΝ, με το ψευδώνυμο “Νίκη”.

Μια φορά είχα ραντεβού στην Κυψέλη. Μετέφερα υλικό. Προχωρώντας στη Ζαΐμη, βλέπω στην οδό Αλεξάνδρας, στο Πεδίο του Άρεως, Γερμανούς να κάνουν έρευνα σ’ αυτούς που περνούσαν απ’ αυτό το δρόμο. Δεν έπρεπε να πέσω πάνω τους. Έστριψα προς την Πατησίων, αλλά κι εκεί γινόταν έλεγχος. Έμενε η οδός Μαυροματαίων, η οποία, ευτυχώς, δεν είχε πιαστεί από τους Γερμανούς. Από κει, κρατώντας την ψυχραιμία μου, για να μη δώσω στόχο, πέρασα κι έφτασα στο ραντεβού έγκαιρα. Στο σπίτι μου, στα Εξάρχεια όπου έμενα, ο αδελφός μου έμαθε για το μπλόκο και πίστευε ότι πιάστηκα. Ο γυρισμός μου ικανοποίησε κι αυτόν και τους γείτονες.

Στα μεγάλα συλλαλητήρια δε μου επέτρεπαν να πάρω μέρος, για να μη σταμπαριστώ από την Ασφάλεια, όπως έλεγαν. Όμως, δεν το μπορούσα αυτό και ορισμένες φορές δεν το εφάρμοσα. Όταν έβλεπα τις μάζες να κατεβαίνουν από τους δρόμους προς το κέντρο, χωνόμουν κι εγώ μαζί τους, άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους. Έτσι βρέθηκα κοντά στο τανκ που χτύπησε τη Σταθοπούλου, η οποία καταγόταν από το Μεγάλο Χωριό και η μάνα της ήταν δεύτερη ξαδέλφη του πατέρα μου. Θυμάμαι, με τον αδελφό μου πήγαμε στη μάνα της, που έμενε στου Γκύζη, να τη συλλυπηθούμε. Συγκινήθηκε όταν μας είδε και της είπαμε πως είμαστε συγγενείς. Προσπαθούσε να κάνει, όσο αυτό ήταν δυνατό, κουράγιο. Ο πόνος της ήταν μεγάλος για το χαμό της κόρης της. Βρέθηκα ακόμα στη μεγάλη διαδήλωση μπροστά στο υπουργείο Εργασίας. Ο κόσμος από τα μπαλκόνια μας χαιρετούσε και άνοιγε τις πόρτες για να μπάσει μέσα στα σπίτια τους τραυματίες και σκοτωμένους από τους Γερμανούς και τους τσολιάδες.

Θυμάμαι με πολλή συγκίνηση ορισμένα περιστατικά εκείνης της περιόδου. Π.χ., ο αδελφός μου είχε αρρωστήσει από πλευρίτιδα. Ένας σύντροφος, ο Αλέγ000000000κος Μυριαλής, μας είχε υποδείξει ένα σπίτι και πήγαινα σ’ αυτό κάθε μέρα κι έπαιρνα φαγητό για τον αδελφό μου. Ή πήγαινα στο Χημείο κι έπαιρνα το συσσίτιο που δικαιούνταν ως φοιτητής ο αδελφός μου: ρεβίθια, φασόλια μαυρομάτικα κ.ά. Ιδιαίτερη συγκίνηση μου προκαλούσαν τα δέματα που παίρναμε τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα σαν διωκόμενοι και παράνομοι από την Αλληλεγγύη. Πραγματικά μεγάλη ήταν η αλληλεγγύη του κόσμου εκείνα τα χρόνια. Ο κόσμος έδινε από το υστέρημά του. Πολλές φορές με πιάναν τα κλάματα από τη συγκίνηση.

Έναν καιρό ο αδελφός μου έμενε στην οδό Μεσολογγίου στα Εξάρχεια, σ’ ένα σπίτι που εξακολουθεί να παραμένει όρθιο και σήμερα, αλλά παλιό και ακατοίκητο. Στο ίδιο σπίτι έμεναν και δυο αδέλφια από το χωριό μου. Μια βραδιά, η Γκεστάπο έκανε μπλόκο. Ευτυχώς που ο αδελφός μου μια βδομάδα πριν είχε μετακομίσει κι έτσι δεν τον έπιασαν. Έπιασαν, όμως, τα δυο αδέλφια. Γλίτωσαν την εκτέλεση χάρη στα μέσα που έβαλε ένας θείος τους. Το σοβαρό είναι ότι την άλλη μέρα το πρωί, χωρίς να ξέρω για το μπλόκο και τη σύλληψη των δυο αδελφών, πέρασα από το σπίτι. Η νοικοκυρά, “Μπέμπα”, όπως τη λέγαμε, με περίμενε στην πόρτα. “Φύγε”, μου λέει, μόλις με είδε, “γιατί θα σε πιάσουν.” Χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου, ανέβηκα στον 3ο όροφο και πήρα ένα φάκελο με χρήματα της οργάνωσης που είχα αφήσει από την προηγούμενη μέρα. Οι Γερμανοί δεν τον είχαν βρει. Στο σπίτι αυτό δεν ξαναπατήσαμε το πόδι μας μέχρι την απελευθέρωση.

Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και σε ορισμένα περιστατικά, τα οποία, παρά το πέρασμα του χρόνου, εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανά στη μνήμη μου.

Ο έρωτας στα χρόνια του πολέμου: Γιώργης και Γιάννα Τρικαλινού – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Ο έρωτας στα χρόνια του πολέμου: Γιώργης και Γιάννα Τρικαλινού – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Ο Γιώργος ήταν ο πρώτος καθοδηγητής μου και αργότερα ο σύντροφος της ζωής μου. Γνωριστήκαμε καλά στους δρόμους της Αθήνας, όταν συναντιόμασταν, για να του δώσω και να πάρω διάφορα σημειώματα από μέλη του Συμβουλίου της ΕΠΟΝ Αθήνας. Ορισμένες φορές συζητούσαμε και με ενημέρωνε για διάφορα ζητήματα, ή έπαιρνε τη γνώμη μου για ορισμένα άλλα. Πότε-πότε ερχόταν με άλλους συντρόφους στο σπίτι όπου έμενα με τον αδελφό μου. Εγώ σκεφτόμουνα τι να τους προσφέρω για να τους περιποιηθώ. Τότε ήταν περιορισμένες οι δυνατότητες για κεράσματα. Όμως, πάντα κάτι ανακάλυπτα και τους κερνούσα και όλοι το σημείωναν αυτό. Τους έφτιαχνα, π.χ., διάφορα γλυκά από σταφίδα και χαρουπόμελο, που έπαιρνε ο αδελφός μου με τις καρτέλες από το υπουργείο Επισιτισμού, του οποίου ήταν υπάλληλος. Εκείνη την εποχή, αντί για ζάχαρη, που δεν υπήρχε ούτε και στη μαύρη αγορά, το χρησιμοποιούσαμε στο τσάι μας ή και σε γλυκά. Τους έφτιαχνα με ρεβίθια, σταφίδα και κουκιά διάφορα γλυκά, σαν κουραμπιέδες. Τα έτρωγαν με πολλή ευχαρίστηση κι εγώ πολύ χαιρόμουν γι’ αυτό.

Ο Γιώργος, πότε-πότε, μου έδινε κάποιο χαρτζιλίκι, με το ζόρι θα έλεγα, για τα καθημερινά μου έξοδα. Στην αρχή αντιδρούσα, γιατί θεωρούσα πως άλλοι σύντροφοι είχαν περισσότερη ανάγκη από εμένα. Αλλά τελικά υποχωρούσα, τα δεχόμουν.

Τον Γιώργο στην αρχή τον έβλεπα σαν καθοδηγητή, τον εκτιμούσα, τον σεβόμουν και, πώς να το πω, τον ντρεπόμουν. Στο χωριό, εμείς τα νέα κορίτσια δεν είχαμε σχέσεις με τους νέους. Κλειστή ήταν η κοινωνία μας, δεν επέτρεπαν τέτοιες σχέσεις. Ύστερα, θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ κατώτερό του: εγώ χωριατοπούλα και με λιγοστά γράμματα, είχα τελειώσει την έκτη δημοτικού, εκείνος τελειόφοιτος της Νομικής και πρωτευουσιάνος. Όταν μια μέρα ο αδελφός μου μού ανακοίνωσε πως ο Γιώργος ενδιαφέρεται να μάθει αν έχω κανένα δεσμό, αναστατώθηκα και δεν ήθελα να το πιστέψω. Βέβαια στο χωριό είχα το πρώτο αίσθημα, την πρώτη αγάπη, όπως λέμε, αλλά δεν πολυταιριάζαμε σαν χαρακτήρες. Το φευγιό μου από το χωριό και ο ερχομός μου στην Αθήνα έσβησε αυτό το αίσθημα. Έπαψε να με απασχολεί.

Η απάντηση που έδωσα στον αδελφό μου ήταν πως δεν έχω κανένα δεσμό. Αλλά του είπα: “Ο Γιώργος βρίσκεται πιο ψηλά από εμένα σε όλα. Είναι εγγράμματος, ενώ εγώ τέλειωσα την έκτη δημοτικού. Πώς μπορώ να γίνω γυναίκα του;”

Η ζωή έδειξε πως τελικά δεν κρίνουν τα πόστα και τα γράμματα, αλλά η μεταξύ μας συμπάθεια, η σύμπτωση χαρακτήρων, η σύμπτωση των σκέψεων και των προβληματισμών στα ζητήματα της ζωής, του αγώνα κ.λπ.

Έτσι, ύστερα από συζήτηση και συμφωνία μεταξύ μας, κάτω από τις ευλογίες όλων των συγγενών και φίλων μας, παντρευτήκαμε, μετά την απελευθέρωση, το Νοέμβρη του 1945.»

Εδώ τελειώνει η αφήγηση της Γιάννας.”

 

1.Αυτό ήταν το ψευδώνυμο που είχα (Γ. Τ.)

Από το βιβλίο του Γιώργη Τρικαλινού “Ανασκαλεύοντας τη χόβολη της μνήμης” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1998).

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: